ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΩΝΙΑ του Φλεβάρη, κατά τη διάρκεια μίας ακόμα μετακόμισης, δυσάρεστης και αναγκαστικής, άκουσα τους μεταφορείς να ψιθυρίζουν «αυτό είναι μπανιέρα».
Δύο άντρες κουβαλούσαν και με τα δυο τους χέρια, σύνολο τέσσερα, τον μονάκριβο καναπέ μου με χορογραφικές κινήσεις σε κάθε στροφή της σκάλας από τον τρίτο όροφο του μεσοπολεμικού κτιρίου στους Αμπελόκηπους μέχρι το ισόγειο. «Δεν είναι καναπές αυτό, κούκλα μου, αυτό είναι μπανιέρα!».
Οι μεταφορείς ήταν και οι δύο μετανάστες, ο Φλορίν και ο Έντι, και όσο κουβαλούσαν τα υπόλοιπα έπιπλα αντάλλαζαν πειράγματα στη γλώσσα τους. Δεν μου ήταν άγνωστη γλώσσα τα «τσίφσα» και τα υπόλοιπα, από το Δημοτικό έκανα παρέα με Αλβανούς.
Εν τω μεταξύ, άκουγα τα τελευταία ηχητικά της σπιτονοικοκυράς μου, καπνίζοντας και προσπαθώντας να μην ξεχάσω τίποτα πίσω. «Να πας στη Συγγρού να δουλέψεις και να μου στείλεις τα λεφτά για την επισκευή στο μπάνιο!». Το πρώτο ηχητικό.
«Εγώ μεγάλωσα χριστιανή ορθόδοξη, ο Βαλεντίνος είναι καθολικός», τους είπα για να τους πειράξω. «Κι εγώ μεγάλωσα Αλβανός, αλλά η ζωή με έφερε στην Αθήνα».
Ο Φλορίν με ρώτησε: «Πώς και δεν έχεις κανένα αγόρι να σε βοηθήσει;». Σκέφτηκα να του απαντήσω ότι αυτό είναι το τίμημα του να έχεις πολλά αγόρια αντί για ένα. No strings attached. Αλλά είπα να μην τους σκανδαλίσω κι άλλο. Επίσης, δεν μου αρέσει να ζητάω βοήθεια, θα μπορούσα να κάνω τη μετακόμιση με το μέτρο αν χρειαζόταν.
«Μαζί μου δεν θα ξεμπλέξεις εύκολα. Θα στείλω τον γιο μου και τον ανιψιό μου και θα σε κανονίσουνε καλά!». Το δεύτερο ηχητικό της σπιτονοικοκυράς μου, πολλά υποσχόμενο.
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ ότι το σχήμα του καναπέ μοιάζει με μπανιέρα. Αυτός ο μπεζ καναπές, επενδυμένος με τεχνόδερμα, ήταν ο μοναδικός σταθερός μου σύντροφος από το πρώτο σπίτι που νοίκιασα στην Καλλιθέα. Τα γνώριζε όλα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, τα είχαμε ζήσει όλα παρέα. Όλες μου τις φιλενάδες, όλους μου τους έρωτες και όλα μου τα μυστικά. Στα δύσκολα βράδια μπορούσα να τον ανοίξω και να γίνει στρογγυλό κρεβάτι και να κοιμηθώ εκεί μάλλον από εξάντληση ή θλίψη ή βότκα.
Θυμάμαι τον χειμώνα που η Σουσού είχε χειρουργημένο ποδαράκι και κοιμόμουν στον καναπέ για να είμαι κοντά της. Θυμάμαι και τους άντρες που δεν θα έφταναν μέχρι την κρεβατοκάμαρα και πάλι ο στρογγυλός καναπές ήταν φιλόξενος, άνετος και εκκεντρικός. Το σχήμα των μαξιλαριών του απεικονίζει το Γιν και το Γιανγκ.
Πάνω σε αυτό το παγκόσμιο σύμβολο της ισορροπίας πέρασα τα πιο ταραγμένα βραδιά μου, τις πιο υστερικές μου κρίσεις, τα υπερφαγικά μου επεισόδια· και μια μεγάλη περίοδο ανάρρωσης με ουροκαθέτηρα, ράμματα και οικογενειακές συσκευασίες παγωτού να λιώνουν και να λεκιάζουν τα βελούδινα μαξιλάρια του.
Τον είχα πάρει από τα «ελαττωματικά» μισή τιμή, το ελάττωμά του ήταν ένα μικρό σκίσιμο που δεν φαινόταν καν. Έτσι τον αγάπησα, ελαττωματικό. Ο προορισμός του ήταν τα Εξάρχεια, η νέα μου φωλιά. «Τυχερός όποιος ξαπλώσει μαζί σου», συνέχιζε να σχολιάζει ο Έντι καθώς έσπρωχναν τον καναπέ στο νέο διαμέρισμα. «Κοπελιά, θα τον γιορτάσεις τον Άγιο Βαλεντίνο;»
«Εγώ μεγάλωσα χριστιανή ορθόδοξη, ο Βαλεντίνος είναι καθολικός», τους είπα για να τους πειράξω. «Κι εγώ μεγάλωσα Αλβανός, αλλά η ζωή με έφερε στην Αθήνα. Να περάσω το βράδυ, θα είσαι μόνη σου;» Ο Έντι ήταν έτοιμος να σπάσει παραδόσεις και σύνορα για ένα βράδυ στον καναπέ μου. «Κι από μένα ό,τι θες» Συμπλήρωσε με νόημα.
Η μετακόμιση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, τους πλήρωσα, τους ευχαρίστησα, ανταλλάξαμε σόσιαλ και βγήκα τσάρκα στα Εξάρχεια. Σε έψαξα στα γνωστά στέκια, δεν σε βρήκα πουθενά, βρήκα φίλες και φίλους και τους εξιστορούσα τις περιπέτειές μου. Ίσως στην επόμενη μετακόμιση τον χαρίσω αυτόν τον καναπέ. Ίσως το κάρμα του είναι που τον κάνει τόσο βαρύ φορτίο για τους μεταφορείς και για μένα. Ίσως είναι γρουσoύζικος, μια και τόσα χρόνια το κάρμα δεν αλλάζει. Η ιστορία του, η ιστορία μας, δεν χωράει πια πάνω σε καναπέδες. Εγώ και ο καναπές μου έχουμε αλλάξει πέντε σπίτια και πάντα βρίσκεται κάποιος που θέλει να μας «αγοράσει».
Δεν πουλιόμαστε. Χαριζόμαστε αν, όταν και σε όποιους θέλουμε.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.