Ο ΤΥΦΩΝΑΣ ΤΡΑΜΠ και το τελευταίο επεισόδιό του, ο λόγος του Τζέι Ντι Βανς ενώπιον των Ευρωπαίων και η δρομολόγηση συμφωνίας «τερματισμού του ουκρανικού πολέμου» μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας –δίχως τους Ευρωπαίους και τους ίδιους τους… Ουκρανούς!–, προκάλεσαν κύμα αποδοκιμασιών και πικαρισμένων δηλώσεων.
Εύλογα, η κατάργηση τόσων πρωτοκόλλων και η περιφρόνηση για καθιερωμένους κανόνες στις έννομες τάξεις κρατών και διακρατικών ενώσεων ξύπνησε έναν «ευρωπαϊκό» αντιαμερικανισμό ή, για την ακρίβεια, τον κοιμισμένο, όλα τα τελευταία χρόνια, φιλελεύθερο ευρωπαϊσμό. Τώρα πολλοί-ές μιλούν για την ανάγκη της ευρωπαϊκής αυτονομίας, για το ρήγμα στη διατλαντική σχέση και για μια νέα εποχή όπου ο αυταρχισμός μπορεί, δυστυχώς, να έχει προέλευση και από «σύμμαχες χώρες» και όχι μόνο από τις πατενταρισμένες αυταρχικές αυτοκρατορίες.
Υπάρχει μια σκανδαλισμένη ζύμωση μαζί με έναν άνεμο θυμού και την αίσθηση του σοβαρού διεθνοπολιτικού μπλεξίματος το οποίο, μάλλον, δεν είναι μια απλή παρεμβολή «ψεκασμένων» στη ροή της Ιστορίας. Και από μια άποψη, αυτή η ξαφνιασμένη ενόχληση είναι προτιμότερη από την εκνευριστική κουλτούρα της ψευδοκανονικότητας στην οποία έχουν πάντα την τάση να βυθίζονται πολιτικοί και (πολλοί) πολίτες, πιστεύοντας πως «πέρασε το κακό». Έχει κάτι θετικό η συνειδητοποίηση πως ζούμε σε συνθήκες καταλυτικών, συστημικών προκλήσεων.
Έχει αναδυθεί ένας κόσμος που ανταμείβει το ίχνος των διαφόρων Κάνιε Γουέστ και σπεύδει να σπείρει σχόλια μίσους κάτω από μια μετριοπαθέστατη ανάρτηση της Greenpeace που λέει το αυτονόητο, ότι το ένα τοις εκατό των υπερπλούσιων με τα ιδιωτικά τους τζετ μολύνει περισσότερο από όσο οι άλλοι μαζί.
Εκεί, όμως, που αρχίζουν τα προβλήματα είναι όταν η ανάλυση αποδεικνύεται μισή, κοινότοπη και με εμβόλιμες αποσιωπήσεις. Για παράδειγμα, ο «τυφώνας» που έχει ξεσπάσει δεν είναι μια εξωτική, αμερικανική εξτραβαγκάντσα. Έχει πια όλο και περισσότερα ερείσματα –ιδεολογικά αλλά και από την άποψη των συμφερόντων− και μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Κόμματα, μερίδες της κοινής γνώμης, σημαντικές εκτάσεις των social media κινούνται προς την κατεύθυνση που μας έδειξε ο αντιπρόεδρος Βανς και ο ίδιος ο Τραμπ.
Ακόμα και αν ο πιθανός νέος καγκελάριος της Γερμανίας Mερτς αποδοκίμασε τις δηλώσεις του Βανς περί ανελεύθερης Ευρώπης, πολλά γνωρίσματα του νέου τραμπικού παραδείγματος έχουν ήδη εντυπωσιάσει ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αλλά –να μην έχουμε αυταπάτες− και τμήματα των λαών. Στελέχη και οπαδοί του Mερτς ή των Γάλλων Les Republicaines σκέφτονται και μουρμουρίζουν παρόμοια πράγματα με αυτά που εκστόμισε ο Τζέι Ντι Βανς. Δεν είναι μόνο μια οριοθετημένη άκρα δεξιά αλλά ευρύτερες δεξαμενές συναισθημάτων και ερμηνειών του κόσμου μας, και στις νεότερες ηλικίες – κάτι που παραγνωρίζεται.

Οι λόγοι είναι πολλοί, έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό και είναι βέβαιο πως δεν θα συμφωνήσουμε στην εξήγηση του φαινομένου. Στέκομαι όμως στο βασικό: δεν πρόκειται απλώς περί «ξένης παρέμβασης» που θα μπορούσε να διευθετηθεί αν καθένας «κοιτάζει απλώς τη δουλειά του», όπως δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και Πράσινος, Χάμπεκ. Αυτά που είπε ο Βανς είναι λόγια που κυκλοφορούν και βρίσκουν κοινό –και ισχυρά συμφέροντα επίσης− στο εσωτερικό των περισσότερων χωρών.
Το ερώτημα επομένως είναι τι σημαίνει «ευρωπαϊκή απάντηση» σε αυτή την πρόκληση. Από τη στιγμή που μέρος των ευρωπαϊκών ελίτ και της κοινής γνώμης θέλει να κατευθυνθούν και οι χώρες μας προς ένα ανάλογο μοντέλο, από τη στιγμή που εκδηλώνουν θαυμασμό και έχουν μισογοητευτεί, παρά την ενόχληση για τους δασμούς και κάποιες χοντράδες, τι θα ήταν η απάντηση της Ευρώπης; Μόνο κάποια λογύδρια θιγμένων πολιτικών, έκτακτες διασκέψεις και η οργισμένη αρθρογραφία φιλελεύθερων ή αριστερών;
Πολλά από όσα γράφονται αυτές τις μέρες παραπέμπουν απλώς σε μια σκέψη αντίμετρων. Στο στυλ, δασμοί εσείς, ε, δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα κι εμείς, συνομιλίες με τη Ρωσία εσείς, συνομιλίες με την Ουκρανία και μεταξύ μας εμείς (οι Ευρωπαίοι) για να δυναμώσουμε. Η συζήτηση γύρω από την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας προβλέπει μια συντονισμένη πορεία για πολύ μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα μαζί με την εμπέδωση επίσης μιας δημόσιας κουλτούρας «προετοιμασίας για όλα», δηλαδή για κάποιο πόλεμο. Αυτές είναι οι ιδέες που διαχέονται τώρα σε φόρουμ, άρθρα και ηρωικά ποσταρίσματα, εκφράζοντας έναν πιο θυμωμένο (από χτες) και «αποφασισμένο» ευρωπαϊσμό που φαίνεται να ξυπνάει από τη νάρκη μόνο με τα αλλεπάλληλα χαστούκια όσων τον εχθρεύονται.
Τι είναι όμως όλα αυτά; Σε μεγάλο βαθμό το κόστος για την εξάχνωση ή τη σχεδόν εξαφάνιση των κοινωνικών και πολιτικών αντιπολιτεύσεων. Είναι το τίμημα που πληρώνουμε για την παραζαλισμένη και αποσυναρμολογημένη σφαίρα των ευρωπαϊκών κινημάτων, εκείνων των δυνάμεων που θα είχαν κάποια υπολογίσιμη πολιτική ισχύ και δεν θα ήταν απλώς απεγνωσμένες ηθικές φωνές και συμβολικοί αντιρρησίες σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Υπάρχουν φυσικά εγέρσεις, εμείς ζούμε ας πούμε στον αστερισμό των Τεμπών, αλλού υπάρχουν διαδηλώσεις και αφυπνίσεις κατά των πιο ηχηρών εκδοχών ακροδεξιού ρατσισμού, τίποτα όμως περισσότερο και πιο ανθεκτικό.
Οι ηγεσίες και τα επιτελεία παίζουν σχεδόν μόνες τους σε ένα πεδίο όπου πολύ μεγάλα ακροατήρια έχουν ριχτεί στον βιοπορισμό τους, στα βιντεάκια του TikTok και στις πόζες του Instagram, σε αποκριάτικες ή χριστουγεννιάτικες αγορές και εφήμερα beefs δίχως σοβαρή επίδραση στη σκληρή πολιτική σφαίρα των αποφάσεων.
Θα μπορούσε να υπάρξει κάτι διαφορετικό; Η αλήθεια είναι ότι, όπως έχει αυτήν τη στιγμή η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στις περισσότερες χώρες, κυρίως όμως οι (ελάχιστες) διαθέσεις για κινητοποίηση των ανθρώπων, πολύ δύσκολα θα αποφευχθούν τα χειρότερα. Ποιος ή τι μπορεί να ανακόψει τη φορά των πραγμάτων; Ένας λόγος είναι βέβαια πως κάποιες διαφορετικές δημόσιες ιδέες έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και εξέπεσαν επειδή αποδείχτηκαν λίγοι και ακατάλληλοι οι περιστασιακοί εκφραστές τους στα δημόσια πράγματα. Αυτό αφορά πολλές και διαφορετικές δυνάμεις της αριστεράς, όχι μόνο στη δική μας χώρα. Είναι πολύ βαθύ το τραύμα της Ιστορίας, όπως και οι κατοπινές σαθρότητες και αποτυχίες, με αποτέλεσμα να έχει ανοίξει ένα μεγάλο ρήγμα ανάμεσα στον σοσιαλισμό και στους σύγχρονους ανθρώπους, τα άτομα της ύστερης καπιταλιστικής εποχής.
Για να μιλήσουμε με την παλιά γλώσσα, ο ατομικισμός αποθηριώθηκε γιατί ο σοσιαλισμός, η κοινωνική δημοκρατία, η κοινότητα της Res Publica δεν μπόρεσαν να μεταφυτευτούν οργανικά στις σύνθετες κοινωνίες. Η συμβατική απάντηση επομένως που δίνεται και τώρα για τη νέα κατάσταση ιμπεριαλιστικών αναθεωρητισμών και την αμερικανική στάση αντλεί εκ νέου από το λεξιλόγιο του ανταγωνισμού. Παρατηρητές και διάφοροι παράγοντες διαπιστώνουν μελαγχολικά ότι η Ευρώπη «έχει μένει πίσω» ή ότι την προσπερνούν η Αμερική και η Κίνα. Τι εννοούν; Άπειρα κείμενα διεκτραγωδούν ένα πρόβλημα ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας, επαναλαμβάνοντας και τις εκκλήσεις για μεγαλύτερα ποσά χρηματοδότησης σε εξελιγμένα οπλικά συστήματα και υποδομές άμυνας.
Ας φανταστούμε όμως πως αλλάζει κάπως η φορά αυτού του τετριμμένου συλλογισμού. Γιατί όλοι άραγε –τα ποικίλα θεσμικά συστήματα, οι οικονομίες, οι κοινωνίες− να κολυμπούμε στις ίδιες ιδέες, στα ίδια ιδεώδη, στα ίδια μοντέλα ανάπτυξης; Γιατί, αναγκαστικά, πρέπει να αποδεχόμαστε ως επιβεβλημένο και υποχρεωτικό το πρότυπο εργασιακής σχέσης της Κίνας ή την οπτική για την καινοτομία της Σίλικον Βάλεϊ; Ο αρνητικός ριζοσπαστισμός του τραμπικού αναθεωρητισμού θα μπορούσε να απαντηθεί αλλιώς: με την παρρησία μιας επαναξιολόγησης της ευρωπαϊκής και της ίδιας της «δυτικής» ιδέας, που δεν μπορεί να σταθεί στα ίδια θεμέλια. Με αναθεώρηση των στόχων και των δημόσιων πολιτικών.
Αν έτσι η υπάρχουσα κούρσα ανταγωνιστικότητας σπρώχνει προς τη συρρίκνωση κοινωνικών δικαιωμάτων, την επιστροφή σε σκληρές εργασιακές νόρμες, τη χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανόνων και πλαισίων, η απάντηση θα μπορούσε να είναι η εμβάθυνση του αντίθετου δρόμου. Όχι να τρέχει κανείς πίσω από την ακραία απερισκεψία, τον αυταρχισμό και τον καπιταλιστικό μηδενισμό με την ελπίδα ότι «έτσι μπορεί να αντέξει». Αυτή η σπουδή θυμίζει τη ζωή των εταιρειών που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και κοιτάζουν τους μετόχους τους. Για να έχει κάποιο νόημα η Ευρώπη χρειάζεται να αυτονομηθεί από τον αμερικανισμό, όχι να καταφεύγει σε μικροαστικά ξεσπάσματα αντιαμερικανισμού με κρίσεις εθνικού μεγαλείου πότε των Γάλλων, πότε των Γερμανών ή άλλων.
Τι είναι η σημερινή ενσάρκωση του αμερικανισμού; Η απόλυτη σύμφυση της κρατικής με την επιχειρηματική δράση – αυτό πράττουν οι Τραμπ και Μασκ, κλείνουν υποθετικά «εθνικά» ντιλ που είναι ταυτοχρόνως ιδιωτικά/εταιρικά συμβόλαια (όπως στο πρόσφατο ταξίδι του Μασκ στην Ινδία). Το επιχειρηματικό, το πολιτικό, το προσωπικό και ακόμα και το ψυχαγωγικό/προπαγανδιστικό επίπεδο γίνονται ένα και το αυτό, και το ένα εισχωρεί βαθιά μέσα στο άλλο. Αυτό είναι το νέο χαρακτηριστικό. Συνέπειά του είναι να υπερθεματίζει ο Βανς στην απόλυτη απελευθέρωση του λόγου στις πλατφόρμες, να προωθείται και να διευκολύνεται η ολοσχερής εμπορευματοποίηση των δεδομένων, να λοιδορούνται οι κανόνες.
Αυτό που έρχεται για να μας διαλύσει ως πολιτικά και νοήμονα όντα είναι μια φρικώδης λατρεία της δύναμης ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και το συμβολικό της αποτύπωμα. Έχει αναδυθεί ένας κόσμος που ανταμείβει το ίχνος των διαφόρων Κάνιε Γουέστ και σπεύδει να σπείρει σχόλια μίσους κάτω από μια μετριοπαθέστατη ανάρτηση της Greenpeace που λέει το αυτονόητο, ότι το ένα τοις εκατό των υπερπλούσιων με τα ιδιωτικά τους τζετ μολύνει περισσότερο από όσο οι άλλοι μαζί. Αυτή η μεγάλη φθορά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις συνηθισμένες λιτανεύσεις των ευρωπαϊκών αξιών. Πολύ απλά γιατί τον κόσμο του διεθνούς τραμπισμού δεν τον ενδιαφέρουν αυτές οι αξίες, ούτε τις ξέρει, ούτε και τις είχε ποτέ σε υπόληψη.
Με άλλα λόγια: η απάντηση στον μηδενιστικό αναθεωρητισμό δεν μπορεί να είναι η υποκριτική θρηνωδία για τους θεσμούς από ανθρώπους σαν τον Ρούτε, τον Μακρόν, τον Μητσοτάκη και τους άλλους επαγγελματίες της επιφανειακής κανονικότητας. Είναι η επανεφεύρεση της Ευρώπης σε εμφανώς διαφορετικές βάσεις, εμβαθύνοντας στον τραυματισμένο πολιτισμό της ισότητας και σε ένα ήθος συνεργατικής αλληλοβοήθειας. Είναι δηλαδή η προτεραιότητα που πρέπει να έχει η ψυχική υγεία και το κοινωνικό ευ ζην των περισσότερων σε σχέση με μοντέλα άγριου ανταγωνισμού και καπιταλιστικού μηδενισμού που επαναχαράζουν αποικιακές περιοχές.
Τώρα φυσικά προβάλλονται είτε λύσεις ατελούς μίμησης του προστατευτικού εθνικισμού είτε κινήσεις στρατιωτικής θωράκισης και οπισθοβασίας σε κανόνες για χάρη του οικονομικού ανταγωνισμού και της αποτελεσματικότητας. Έτσι διευκολύνεται η εκτεταμένη διείσδυση ακροδεξιών ιδεών και φαντασιώσεων που διεκδικούν πλέον την κοινή λογική και έναν μη ιδεολογικό «ρεαλισμό» και αγοραίο πραγματισμό.
Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι το ξαναζέσταμα ενός φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού ή ενός «οραματικού» ατλαντισμού εγκαθιστά απλώς πολιτικές νοσταλγικής αμηχανίας, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να «συνετίσουν» αδίστακτους ανθρώπους και δυνάμεις. Ούτε να σώσουν την Ευρώπη από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς δηλητηριαστές της.