ΒΡΗΚΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΑΖΑΜΙΑ σε μια τσάντα-δώρο από μια παρουσίαση. Είχα να δω Καζαμία από παιδί – νομίζω πως είχε η γιαγιά μου έναν στην κουζίνα της, αλλά μπορεί και να το φαντάστηκα. Η εικονογράφηση του εξωφύλλου με τον αστρονόμο με τη γενειάδα που κοιτάει τα αστέρια μέσα από ένα τηλεσκόπιο είναι τόσο ρετρό που αγγίζει, έστω και άθελά της, την τελειότητα.
Το οπισθόφυλλο, με φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’60, διαφημίζει το περιεχόμενο με τέσσερις τετράγωνες ιλουστρασιόν ζωγραφιές που μοιάζουν με κολάζ: «Ανθοκομία - Δενδροκομία», «Ονειροκρίτης», «Μαγειρική- Ζαχαροπλαστική», «Μελισσοκομία».
Το χαρτί, λεπτό και κιτρινισμένο σαν τσιγαρόχαρτο, θυμίζει τον παλιό Χρυσό Οδηγό. Για κάθε μήνα απαριθμούνται λεπτομερώς όλες οι θρησκευτικές εορτές, ανακατεμένες με «τολμηρές» προβλέψεις για τη χρονιά που έρχεται («Ένταση σε χώρα της Λατινικής Αμερικής», «Αύξηση στην τιμή του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά», «Χρεοκοπία μεγάλης αμερικάνικης βιομηχανίας»).
Μου φάνηκε τέλειος, σαν μια βουτιά στη ζωή πριν από το ίντερνετ, παρέα με την εγκυκλοπαίδεια Δομή, το σταθερό τηλέφωνο και την ΕΡΤ, όταν έπαιζε το βράδυ τον Εθνικό Ύμνο και μετά τέλειωνε το πρόγραμμα.
Στην πίσω σελίδα έχει προτεινόμενες γεωργικές εργασίες με οδηγίες όπως «Σκάβουμε επιμελώς όλα τα διαμερίσματα του λαχανόκηπου». Ακολουθούν σελίδες μαχόμενης αρθρογραφίας: η ιστορία της δημιουργίας του Ποπάυ συνυπάρχει με τη μάχη του Στάλινγκραντ, συνταγές για ρυζόγαλο και τον Τοτό που πάει φαντάρος.
Κάθε σελίδα έχει κι από ένα λαϊκό γνωμικό κάτω-κάτω: «Στου τεμπέλη το τσαντίρι έχει ο διάολος εργαστήρι». Μερικά θυμίζουν αλλόκοτα χαϊκού: «Το ραβδί έχει δυο άκρες», «Kατά το ζώο και το φόρτωμα». Στο τέλος έχει και τηλέφωνα των νοσοκομείων της Αθήνας και μια λίστα με κλασικές εκδόσεις.
Ο Καζαμίας, ένα είδος λαϊκής εγκυκλοπαίδειας, μια μίμηση αντίστοιχων ιταλικών εκδόσεων (υποτίθεται πως ο Casamia ήταν φημισμένος Ιταλός αστρολόγος), πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 19ο αιώνα και το περιεχόμενό του παραμένει σχεδόν ίδιο κάθε χρόνο: προβλέψεις, εορτολόγιο, γεωργικές εργασίες, γενική αρθρογραφία. Μου φάνηκε τέλειος, σαν μια βουτιά στη ζωή πριν από το ίντερνετ, παρέα με την εγκυκλοπαίδεια Δομή, το σταθερό τηλέφωνο και την ΕΡΤ, όταν έπαιζε το βράδυ τον Εθνικό Ύμνο και μετά τέλειωνε το πρόγραμμα.
Στην ίδια κατηγορία με τον Καζαμία ανήκουν και τα μικρά ημερολόγια που θυμίζουν σπιρτόκουτο. Αυτά τα παίρνω δώρο στους γονείς μου λίγο πριν αλλάξει η χρονιά. Από τη μια πλευρά έχουν την ημερομηνία και το εορτολόγιο με κάθε άγιο και οσιομάρτυρα που υπάρχει σε όλες τις παραλλαγές («Κύρα, Κυρά, Κυράτσα, Κυράτσω, Κυράτση, Κυρατσούδα» ή «Βενέδικτος, Βενεδίκτη, Βενεδικτίνη, Βενεδικτίνα, Ευφράσιος, Ευφράσης, Ευφράσας, Φράσας, Φράσιος, Φράσης»), και από την άλλη έχει είτε παροιμίες ή το προσωπικό μου αγαπημένο, συνταγές και ποιήματα («Καρδούλα μου τρελή / με πόνεσες πολύ / παραμιλώ στους δρόμους σαν σκυλί»).
Oι συνταγές ειδικά με ξετρελαίνουν. Πέρσι, στις 15 Ιουλίου, με 40 βαθμούς, η προτεινόμενη συνταγή ήταν το συκώτι γεμιστό. Συχνά πυκνά υπάρχουν συνταγές για κυνήγι(!), π.χ. πιτσούνι με αρακά, γαρίδες γιουβέτσι, πράγματα που πιθανόν να μαγείρευε η γιαγιά μου. Ο αδιαφιλονίκητος σταρ των φαγητών του συγκεκριμένου ημερολογίου, πάντως, είναι σταθερά το συκώτι, σε όλες τις πιθανές παραλλαγές. Ο στόχος είναι μάλλον να διώξει κανείς την αναιμία από τη ζωή του μια για πάντα: συκωτάκια πουλιών, γαρδούμπα, συκώτι ρηγανάτο, φρυγαδέλια και το απόλυτο αγαπημένο μου, το Πιλάφι του Αλή Πασά, ρύζι με κομμάτια συκώτι και σταφίδες.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.