«ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ τραγωδία. Ο θάνατος εκατομμυρίων είναι στατιστική».
Ποιο είναι το επόμενο βήμα μετά την κοινωνική –έστω– αναγνώριση του έμφυλου εγκλήματος που πλέον περιγράφουμε με τον όρο «γυναικοκτονία»;
Αυτό σκέφτομαι ενώ, με μουδιασμένο μυαλό, διαβάζω για τον στραγγαλισμό της 52χρονης γυναίκας στις Σέρρες από τον άντρα της. Τώρα που μάθαμε τη λέξη «γυναικοκτονία», πώς θα ζήσουμε μαζί της; Στην αρχή, όταν η λέξη γραφόταν από δυο-τρία μέσα και την έβλεπες πού και πού στον δημόσιο λόγο, φαινόταν περιγραφική, επαναστατική, δηκτική.
Προκειμένου να μην είναι η δολοφονία των γυναικών στην Ελλάδα μία ακόμη στατιστική, ένα πρώτο επόμενο βήμα μετά την αποδοχή της λέξης «γυναικοκτονία» και την ένταξή της στο καθημερινό μας λεξιλόγιο είναι η κατανόηση του ότι η ενημέρωση και η μνήμη είναι πράξεις.
Την ένιωθα να πιάνει με τα δόντια το πέπλο της κανονικοποίησης της έμφυλης βίας και να κάνει μια δαγκωματιά γερή, να γίνει τρύπα, να δούμε το αίμα και τη βία μέσα. Διαβάζοντας για τη νέα γυναικοκτονία, η λέξη μου φάνηκε κυριολεκτική και καταγραφική. Λογικό είναι, όταν κάτι το βλέπεις συνέχεια, χάνει την έντασή του. Πώς θα γίνει να καταφέρουμε να κοιτάμε με πεισμωμένη αποστροφή ένα είδος εγκλήματος που πια φτάνει στις οθόνες μας τόσο συχνά;
Πριν από κάποιους μήνες ήμουν σίγουρη ότι η λύση στην κοινωνική απάθεια είναι το μεγαλύτερο σοκ. Το αληθινό σοκ. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι ένας τρόπος να καταλάβει ο κόσμος όλος τι σημαίνει «γυναικοκτονία» είναι να γίνει μια καμπάνια με φωτογραφίες. Όχι των γυναικών πριν, όπως συμβαίνει τώρα, που με κάθε νέο θάνατο τις βλέπουμε ζωντανές, σε λήψεις της επιλογής τους, με όμορφα ρούχα και βάψιμο και ζωντάνια, όχι, θα δείχναμε το μετά. Τα νομικά κωλύματα της προσβολής μνήμης νεκρού, των προσωπικών δεδομένων και άλλα αντίστοιχα κάπως θα τα ξεπερνούσαμε.
Το κέντρο της σκέψης ήταν να επανασυστηθούμε συλλογικά με την εικόνα του βίαιου θανάτου για να συνειδητοποιήσουμε για τι πράγμα ακριβώς μιλάμε. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι γυναίκες που βλέπουμε στις φωτογραφίες είναι πλέον πτώματα. Να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει «βίαιος θάνατος». Να ταυτίσουμε τη λέξη όχι με την εικόνα ενός θυμωμένου εραστή, συζύγου ή πρώην που «τρελαίνεται» και παίρνει τ’ όπλο αλλά με την αποστομωτική εικόνα μιας νεκρής, μπλαβιασμένης γυναίκας. Για λίγες μέρες, αυτό μου έμοιαζε με λύση.
Σύντομα συνειδητοποίησα ότι η συνήθεια του ματιού στον θάνατο όχι απλώς δεν θ’ άλλαζε κάτι αλλά θα απενεργοποιούσε την αντίδραση της φρίκης. Ό,τι και να βλέπεις, αν το βλέπεις πολύ, απλώς συνηθίζεται. Δεν υπάρχει εικόνα που ξεπερνά αυτόν τον μηχανισμό. Δεν υπάρχει είδος εικόνας που να έχει τόση ισχύ που να ξεπεράσει τη συνήθεια. Η ιδέα μου ήταν κακή. Επομένως, εκτός από το να διαβάζουμε ειδήσεις και να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τι μένει;
Όταν σου ανοίγουν τα μάτια μπροστά σε κάτι ταυτοχρόνως φρικτό και συνηθισμένο, είναι αναμενόμενη η ανάγκη για δράση. Η γνώση χωρίς δράση, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, δεν μοιάζει απλώς άχρηστη, μοιάζει μάταιη. Δεν γίνεται ο άνθρωπος που είναι ενταγμένος στην κοινωνία του και νοιάζεται για το τι συμβαίνει γύρω του, που μαθαίνει τα τεκταινόμενα και ενδιαφέρεται να ενημερωθεί, που αφουγκράζεται τα προβλήματα των άλλων και βλέπει τα μοτίβα της συστημικής βίας, να καταλήγει σκουπιδοτενεκές φρίκης χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής αντίδρασης και συμμετοχής σε λύση. Είμαστε απλώς άνθρωποι με πεπερασμένες δυνάμεις και αυτές δεν γίνεται να εξαντλούνται στην κατανάλωση τερατωδιών.
Άρα;
Προκειμένου να μην είναι η δολοφονία των γυναικών στην Ελλάδα μία ακόμη στατιστική, ένα πρώτο επόμενο βήμα μετά την αποδοχή της λέξης «γυναικοκτονία» και την ένταξή της στο καθημερινό μας λεξιλόγιο είναι η κατανόηση του ότι η ενημέρωση και η μνήμη είναι πράξεις. Η αδυναμία μας ν’ αλλάξουμε εδώ και τώρα τα τεκταινόμενα με τρόπο που θ’ ανακούφιζε μια εσωτερική ανάγκη δικαιοσύνης δεν σημαίνει ότι η γνώση δεν είναι πράξη. Σημαίνει όμως ότι αντιμετωπίζουμε και θα συνεχίσουμε ν’ αντιμετωπίζουμε το αποτελέσμα της συστημικής και μακραίωνης βίας με τους περιορισμούς του λίγου μας χρόνου και της θνητότητας.
Θέλω να πω, το αίσθημα ματαιότητας είναι κομμάτι της διαδικασίας του αντιστέκεσθαι στο «έτσι έχουν τα πράγματα». Το να νιώθουμε ότι δεν μας φτάνει απλώς να αναγνωρίσουμε το μοτίβο ενός έμφυλου εγκλήματος είναι απαραίτητο κομμάτι της εσωτερικής διεργασίας που θα κάνει το άτομο και θα οδηγήσει, σε κάποιο μετά, σε μια αλλαγή της οποίας μέρος θα είμαστε, αλλά την οποία δεν θα ζήσουμε να δούμε.