Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο κινηματογραφικός παραγωγός και σκηνοθέτης Noel Marshall (του «Εξορκιστή») και η τότε σύζυγός του, η ηθοποιός Tippi Hedren, ξεκίνησαν να φτιάχνουν μια ταινία για μια οικογένεια που ταξίδεψε στην Αφρική για να συναντήσει έναν επιστήμονα που ζούσε ανάμεσα στα άγρια ζώα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα, σκόπευαν να ολοκληρώσουν την ταινία σε έξι μήνες και να κάνουν μια φτηνή παραγωγή, αλλά όλα πήγαν κατά διαόλου, τα γυρίσματα για να ολοκληρωθεί η ταινία κράτησαν έντεκα χρόνια και χρειάστηκαν 17εκατομμύρια δολάρια -αλλά αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στον σωματικό πόνο και την ταλαιπωρία που τράβηξαν όλοι σχεδόν όσοι συμμετείχαν στην ταινία.
Το συνεργείο, ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έζησαν τρομακτικές στιγμές προσπαθώντας να δουλέψουν με 132 λιοντάρια, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, κούγκαρ και γατόπαρδους, έναν ελέφαντα, τρία γιγαντιαία άγρια πρόβατα και ένα σωρό εξωτικά πουλιά. Ο Marshall ήταν ο πιο άτυχος γιατί νοσηλεύτηκε για έξι μήνες με πολλαπλές δαγκωματιές στο πόδι που εξελίχθηκαν σε γάγγραινα όταν του επιτέθηκε ένα λιοντάρι, η Hedren (που είχε γλιτώσει από τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ) δαγκώθηκε στο κεφάλι και της έμειναν μόνιμες ουλές, η κόρη της -η Melanie Griffith, που δεν είχε γίνει ακόμα γνωστή- χρειάστηκε να κάνει πλαστική στο πρόσωπο για να της φύγουν τα σημάδια από τα ράμματα όταν της επιτέθηκε ένα από τα ζώα, ενώ ο κινηματογραφιστής Jan de Bont σχεδόν έχασε όλο το δέρμα από το κεφάλι και για να του ξανατοποθετήσουν το σκαλπ χρειάστηκαν 220 ράμματα. Συνολικά 70 άτομα από το συνεργείο και τους ηθοποιούς δαγκώθηκαν ή έπεσαν θύματα των νυχιών των ζώων, κάνοντας κυριολεκτικό το σύνθημα που συνοδεύει την ταινία τώρα που επαναπροβάλλεται: «No animals were harmed in the making of this movie. 70 members of the cast and crew were». Δηλαδή κανένα ζώο δεν τραυματίστηκε στα γυρίσματα αυτής της ταινίας. Τραυματίστηκαν 70 μέλη του συνεργείου».
Ο θρύλος που συνοδεύει την ταινία λέει ότι οι Hedren και Marshall είχαν ξεκινήσει την προεργασία αρκετό καιρό πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, παίρνοντας στο σπίτι τους στο Μπέβερλι Χιλς ένα λιονταράκι που το έλεγαν Casey για ζήσει μαζί τους. Κάποιες βραδιές, μάλιστα, το λιονταράκι μοιραζόταν το κρεβάτι με την έφηβη τότε κόρη τους, την Μέλανι. Και για να ζήσουν ολοκληρωτικά την εμπειρία, πήραν στο σπίτι τους κι άλλα εφτά ενήλικα λιοντάρια λίγο πριν πετάξουν για την Αφρική, τα οποία προκάλεσαν τον τρόμο και τα παράπονα των γειτόνων επειδή βρυχούνταν στους κήπους τους.
Η ταινία ήταν μια οικονομική καταστροφή. Μετά από δύο χρόνων γυρίσματα και δεκάδες στιγμές τρόμου, τα λεφτά που είχε ο Marshall εξαντλήθηκαν και το ζευγάρι βρέθηκε να έχει πουλήσει σχεδόν τα πάντα για να μην σταματήσει η ταινία. Και μέχρι να ολοκληρωθεί έζησαν τις εφτά πληγές του Φαραώ: δυο πλημμύρες, μια μεγάλη πυρκαγιά στην περιοχή που τη γύριζαν, την αρρώστα ενός θηλυκού ζώου που έπαιζε βασικό ρόλο. Συνολικά κόστισε 17 εκατομμύρια δολάρια. Το χειρότερο ήταν ότι κανείς δεν την ήθελε για προβολή γιατί μυρίζονταν αποτυχία, έτσι δεν βγήκε ποτέ στις αμερικάνικες αίθουσες. Προβλήθηκε μόνο για μια εβδομάδα στο εξωτερικό το 1981 μαζεύοντας σχεδόν 2 εκατομμύρια δολάρια από τα εισιτήρια και άθλιες κριτικές. Θωρήθηκε η πιο ακριβή ταινία που έγινε ποτό για την εποχή εκείνη και η καριέρα της έληξε εκεί.
Από τις 15 Απριλίου που ξαναβγήκε στις αίθουσες (μετά από μια κίνηση της Drafthouse να την βγάλει σε DVD και blu-ray και να την ξαναπλασάρει ως cult ταινία) έχει παιχτεί σε 100 αμερικάνικες αίθουσες –κυρίως για μεταμεσονύκτιες προβολές- και έχει μαζέψει μέχρι τώρα 102.445 δολάρια, κάνοντάς της ένα από τα blockbuster της χρονιάς.
σχόλια