Το πρώτο τραγούδι που άκουσα μόλις πάτησα το πόδι μου στο Εδιμβούργο (όπου όλα τα αστικά λεωφορεία έχουν ελεύθερο wi-fi) ήταν το Silver Car Crash των Majical Cloudz. Μάλλον αδιάφορο κομμάτι, υπερβολικά γλυκανάλατο, αλλά αν το ξανακούσεις και προσέξεις τι λέει, γίνεται λίγο J. G. Ballard και σκοτεινιάζει ξαφνικά σαν τον ουρανό της πόλης:
«Ποτέ δεν το δείχνω, αλλά πάντα γελάω / θέλω να σε φιλήσω σε ένα αυτοκίνητο που τρακάρει / και να πεθάνουμε κι οι δύο γελώντας /επειδή τίποτα άλλο δεν μας έχει απομείνει …».
Καταπράσινο, με μπαρουτοκαπνισμένα γοτθικά κτίρια με μυτερές κορυφές που απλώνονται σε επτά λόφους, δυο ηφαίστεια που έχουν θέα στην παλιά πόλη και ένα κάστρο που φαίνεται από κάθε σημείο του κέντρου, το Εδιμβούργο είναι μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα που φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι πραγματικά είναι (έχει πληθυσμό 480 χιλιάδες κατοίκους). Κάποια στιγμή, όταν άρχισε να χτίζεται η νέα πόλη στα 1700s, οι ντόπιοι είχαν πάθει τόση λατρεία με τα αρχαία ερείπια της Αθήνας που προσπάθησαν να μεταφέρουν την κλασική αρχιτεκτονική στα νέα κτίρια και έτσι προέκυψε ο τίτλος «Αθήνα του βορά». Η σύγχρονη πόλη δεν θυμίζει καθόλου την σημερινή ταλαίπωρη Αθήνα που κανείς δεν νοιάζεται για αυτή και όσο πάει θυμίζει και πιο πολύ τριτοκοσμική πόλη, βρώμικη και παρατημένη. Αν τις συγκρίνεις, σε πιάνει κατάθλιψη.
Το φεστιβάλ του Εδιμβούργου έχει χίλια event (!) καθημερινά, όλη μέρα και όλη νύχτα, σε κάθε σημείο της πόλης και ακόμη και με την πολυκοσμία και τις ατελείωτες ουρές είναι μια πόλη ανθρώπινη με αμέτρητα σημεία να αράξεις (πάρκα, νεκροταφεία, κήπους, πλατείες, το Calton Hill), φτηνές και βολικές συγκοινωνίες και πολύ καλύτερο φαγητό από ό,τι περιμένεις από μία βρετανική πόλη
Το Εδιμβούργο είναι όμορφο κάθε εποχή του χρόνου, αλλά τον Αύγουστο με το φεστιβάλ του είναι μια εμπειρία που αξίζει να τη ζήσεις έστω και μια φορά, ειδικά αν σε ενδιαφέρουν το θέατρο, η μουσική και το βιβλίο. Το φεστιβάλ του Εδιμβούργου είναι στην πραγματικότητα πολλά φεστιβάλ μαζί που γίνονται ταυτόχρονα με –κυριολεκτικά- χιλιάδες πράγματα να δεις τις έξι εβδομάδες που διαρκεί. Έχει χίλια event (!) καθημερινά, όλη μέρα και όλη νύχτα, σε κάθε σημείο της πόλης και ακόμη και με την πολυκοσμία και τις ατελείωτες ουρές είναι μια πόλη ανθρώπινη με αμέτρητα σημεία να αράξεις (πάρκα, νεκροταφεία, κήπους, πλατείες, το Calton Hill), φτηνές και βολικές συγκοινωνίες και πολύ καλύτερο φαγητό από ό,τι περιμένεις από μία βρετανική πόλη. Το μόνο κακό είναι ότι πρέπει να τα έχεις προγραμματίσει όλα από πολύ νωρίς, να έχεις κλείσει δωμάτιο (πριν τον Απρίλιο, γιατί η διαμονή είναι το πιο μεγάλο έξοδο και ο πιο μεγάλος μπελάς) και να αγοράσεις εγκαίρως εισιτήρια για όσα event θέλεις οπωσδήποτε να δεις -επειδή είναι πολλά αυτά που εξαντλούνται. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αμέτρητες δωρεάν επιλογές (στο Underbelly έχει καμία 25αριά συναυλίες την ημέρα από νέους μουσικούς και συγκροτήματα) και υπάρχουν ένα σωρό ομάδες που κάνουν δωρεάν παραστάσεις σε χώρους που πρέπει να ψάξεις λίγο για να τους βρεις. Εκτός από το περιοδικό του φεστιβάλ (The List Festival) που το μοιράζουν free και τα αναμνηστικά βιβλιαράκια με το πρόγραμμα που βγάζει κάθε χώρος που συμμετέχει στις παράλληλες εκδηλώσεις, υπάρχουν και εκατοντάδες νεαρά παιδιά που μοιράζουν στους δρόμους φυλλάδια για τα φτηνά event, ενώ ακόμα περισσότερα, στοίβες, βρίσκεις σε όλα τα μαγαζιά. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αν δεν σε ενδιαφέρει κάτι συγκεκριμένο, ακόμα και απένταρος και χωρίς κανέναν προγραμματισμό θα βρεις κάτι ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις.
Την ημέρα που φτάσαμε ο Gonzales με το Kaiser Quartet παρουσίαζαν στο Fringe το Chambers, τη δικιά τους εκδοχή της μουσικής δωματίου, δηλαδή κλασικές συνθέσεις ως σύγχρονη ποπ, με πειραγμένα κομμάτια από Μπαχ μέχρι Daft Punk και τις δικές του συνθέσεις, αγνώριστες. Ο Gonzales είναι μεγάλος καλλιτέχνης που την τελευταία 15ετία έχει κάνει σχεδόν τα πάντα κι έχει εξελιχθεί σε έναν πραγματικά ιδιοφυή δημιουργό. Ακόμα και όταν παίζει τα πιο σοβαρά πράγματα δεν ξεχνάει ποτέ τον ποπ εαυτό του, το αδέξιο ραπ με το οποίο ξεκίνησε και το σαρκαστικό χιούμορ που τον κάνει τόσο συμπαθή και αξιαγάπητο.
Η παράσταση που ήταν το πιο μεγάλο γεγονός των ημερών ήταν ξεκάθαρα η Αντιγόνη σε σκηνοθεσία του Ivo van Hove με την Juliette Binoche. Τρελό promotion, με την φάτσα της Binoche στα ταξί και στα λεωφορεία, σε αφίσες, παντού. Ούτε ξέρω γιατί φαγώθηκα να τη δω, πλήρωσα το πιο ακριβό εισιτήριο του φεστιβάλ για τις χειρότερες θέσεις και ήταν μάλλον η λιγότερο ενδιαφέρουσα παράσταση από όσες παρακολούθησα. Η Juliette μπορεί να είναι σταρ, να είναι μια χαρά μπροστά από την κάμερα, αλλά στην τραγωδία ήταν νερόβραστη, άγευστη και άοσμη. Στην κατά van Hove εκδοχή του έργου του Σοφοκλή αν εξαιρέσεις τον Κρέοντα του Patrick O’Kane, όλοι ήταν υποτονικοί και μιλούσαν σαν να βαριούνται. Και η «ευρηματική» απουσία του χορού (ο van Hove είχε βάλει τους ήρωες να παίζουν το ρόλο του χορού –ακόμα και η Αντιγόνη ανασταίνεται στο τέλος και γίνεται αγγελιοφόρος) έκανε την παράσταση ακόμα πιο αδιάφορη.
Παντού φαγητό
Το Εδιμβούργο μυρίζει παντού φαγητό. Υπάρχει διάχυτη στους δρόμους μια μυρωδιά βραστού κρέατος μαζί με κάτι απροσδιόριστο που μοιάζει με γατοτροφή ή καλής ποιότητας κροκέτες για σκύλους ανακατεμένα με τη μυρωδιά του κριθαριού από τις εναπομείναντες ζυθοποιίες. Και μυρίζει όλο το 24ωρο, ανοίγεις το παράθυρο και το δωμάτιο γεμίζει από τη μυρωδιά καλομαγειρεμένου φαγητού, ίδια στις 3 το πρωί και στις 5 το απόγευμα. Οι ζυθοποιίες είναι ελάχιστες πια σε σχέση με αυτές που υπήρχαν στο παρελθόν, αλλά το φαγητό είναι από τα μεγάλα ατού της πόλης, βρίσκεις ό,τι τραβάει η όρεξή σου και για όσο αντέχει η τσέπη σου, παραδοσιακό, μοντέρνο, καθαρά ντόπιο ή fusion. Το Εδιμβούργο έχει τα πιο πολλά φαγάδικα ανά κάτοικο από κάθε άλλη πόλη της Ευρώπης, αμέτρητα και παντού. Κι αν ψάξεις λίγο, τρως καταπληκτικά.
Τα φτηνά γκουρμέ «μυστικά» του κέντρου δεν είναι καθόλου μυστικά γιατί είναι τρομερά δημοφιλή και τα πιο πολλά τις ώρες αιχμής έχουν ουρές, αλλά αν βρεθείς εκεί, ορίστε μερικά που αξίζει να τα δοκιμάσεις:
Το hog roast roll στο Oink!, ένα μικροσκοπικό μαγαζί στην Victoria Street, στο Grassmarket της παλιάς πόλης είναι μια βόμβα χοληστερίνης αλλά είναι από τα σνακ που επιβάλλεται να δοκιμάσεις αν δεν είσαι χορτοφάγος. Ένα στρογγυλό μαλακό ψωμάκι (διαλέγεις άσπρο ή σκούρο) με πλούσια γέμιση χοιρινού κρέατος από ένα γουρουνάκι που ψήνεται ολόκληρο και μετά ψιλοκόβεται και σερβίρεται με haggis, τσάτνεϊ από κρεμμύδια και φασκόμηλο, σάλτσα μήλου ή τσίλι. Απίθανο μεσημεριανό που μπορείς να φας μόνο όρθιος, στο χέρι.
To grilled cheese sandwich με chilli jam στο Cairngorm Coffee, ένα επίσης μικροσκοπικό υπόγειο μαγαζί στην 41a Frederick str με wi-fi, φορτιστές για κινητά και ipad να κρέμονται από τις πρίζες και δυο ipad διαθέσιμα για να τσεκάρεις τα social media σου, όσο απολαμβάνεις το ξεροψημένο σάντουιτς από χωριάτικο ψωμί με το λιωμένο τυρί και την μαρμελάδα τσίλι. Χορταστικό, λαχταριστό, με μπόλικο λιωμένο μίγμα από τρία τυριά και γλυκιά και ελαφρά καυτερή μαρμελάδα ήταν το τέλειο συνοδευτικό στο πρωινό μαζί με τον καφέ. Τσάι δεν έπινε κανείς.
Τηγανητές φτερούγες κοτόπουλου στο Wings. Σε ένα στενάκι από τα πολλά που τέμνουν την Royal Mile, στο 5/7 της Old Fishmarket Close, εκεί που κάποτε ζούσαν σε άθλιες συνθήκες στοιβαγμένοι στα σκοτεινά υπόγεια οι φτωχοί της πόλης (οι οποίοι πέθαναν όλοι από πανούκλα το 1645), βρίσκεις μια από τις λιχουδιές του Εδιμβούργου σε ένα πολύ όμορφο εστιατόριο. Λίγο κλειστοφοβικό όπως και πολλά από τα μαγαζιά της παλιάς πόλης, με τραπέζια θεματικά, διακοσμημένα με σχέδια από ταινίες και ήρωες κόμικς και πολύ ευγενικό σέρβις, το Wings σερβίρει τηγανητές φτερούγες κοτόπουλου με περισσότερες από 80 σάλτσες, μαζί με επίσης απίθανα και ανθυγιεινά συνοδευτικά. Και Hooch λεμόνι, το αναψυκτικό των ’90s που κάνει τρελό revival.
Το haggis burrito στο Los Cardos. Το αγαπημένο σνακ του Irvine Welsh, σε μια τρύπα στο δρόμο για το Leith, στο 281 Leith Walk, είναι ένα μπουρίτο με haggis, το παραδοσιακό πιάτο της Σκοτίας: ψιλοκομμένα εντόσθια αρνιού (καρδιά, πνευμόνια και συκώτι) μαγειρεμένα με μπαχαρικά, κρεμμύδι και νιφάδες βρώμης και στην παραδοσιακή εκδοχή της τυλιγμένα στον πατσά του αρνιού και μαγειρεμένο όπως οι πουτίγκες σε μορφή μπάλας. Αυτή η γέμιση μπαίνει στο μπουρίτο και είναι πολύ πιο νόστιμη και γευστική από αυτό που ακούγεται.
Το Mary’s Milk Bar. Είναι στον αριθμό 19 στο Grassmarket, εκεί που τελειώνει η πλατεία κάτω από το κάστρο, ένα μαγαζί με ουρές από την ώρα που ανοίγει μέχρι την ώρα που κλείνει (ανοίγει στις 12 το μεσημέρι και κλείνει μόλις τελειώσουν τα παγωτά, τον Αύγουστο δεν έχει ωράριο) με παγωτά με ασυνήθιστες γεύσεις και ζεστή σοκολάτα. Η σπεσιαλιτέ της είναι μια μπάλα παγωτό μέσα στη ζεστή σοκολάτα. Μπορεί να μην ακούγεται τίποτα ξεχωριστό, αλλά η Μαίρη έχει μάθει την τέχνη του παγωτού στο Carpigiani Gelato University της Μπολόνια και αν δοκιμάσεις τα παγωτά της καταλαβαίνεις γιατί περιμένει τόσος κόσμος υπομονετικά για μια μπάλα μέσα στη βροχή. Το μαγαζί της αναβιώνει τα Milk Bars που ήταν τρομερά δημοφιλή στη Βρετανία από το 1920 μέχρι και τη δεκαετία του ’60.
(συνεχίζεται)
σχόλια