«Υπό τον καύσωνα και εν μέσω δυσωδίας κατάκεινται εις αθλίαν κατάστασιν περί τας πέντε και πλέον χιλιάδας προσφύγων της Σμύρνης, και κυρίως των προαστίων της και των χωρίων του εσωτερικού της Μ. Ασίας» γράφουν οι εφημερίδες τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου του 1922, περιγράφοντας τις αφόρητες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον Πειραιά μετά τις πρώτες αφίξεις των Μικρασιατών προσφύγων. Άνθρωποι κάθε ηλικίας πλημμυρίζουν καθημερινά την προκυμαία, τους χώρους δίπλα στα παραπήγματα του Τελωνείου, την ακτή Ξαβερίου και εκείνη της Κρεμμυδαρούς. Και είναι όλοι τους απελπισμένοι.
Οι πρώτες προσπάθειες της Αστυνομίας στρέφονται προς την προστασία των παιδιών, των γερόντων και των γυναικών. Όσον αφορά τις τελευταίες, πολλές έχουν φτάσει στον Πειραιά μονάχα με τα ρούχα που φορούν και χωρίς τον πατέρα ή τον άνδρα τους που έχει μείνει πίσω, με συνέπεια να «περιπίπτουν εις τας χείρας διαφόρων εμπόρων της σαρκός». Το χειρότερο είναι ότι πολλές από τις γυναίκες αυτές έχουν ήδη πέσει θύματα μαζικών βιασμών και είναι τόσο απελπισμένες, που οποιαδήποτε υπόσχεση από τον κάθε επιτήδειο αρκεί. Με αυτά και με αυτά, μέσα στα επόμενα χρόνια η Αθήνα και ο Πειραιάς του 1.500.000 κατοίκων θα φτάσουν να έχουν περισσότερες από 40.000 κρυφά και φανερά εκδιδόμενες γυναίκες, εξαιτίας αυτής της μεγάλης καταστροφής στη Μικρά Ασία.
Το προσφυγικό στοιχείο, το οποίο με τόση εχθρότητα θα αντιμετωπίσουν οι Ελλαδίτες τα πρώτα χρόνια, θα διαμορφώσει καταλυτικά το κοινωνικό, πολιτισμικό, ανθρωπολογικό εντέλει πρόσωπο της πόλης, μα και ολόκληρης της χώρας.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα υποδέχεται όλο αυτό τον κόσμο χωρίς καμιά ουσιαστική υποδομή. Οι πρόσφυγες που είναι και τραυματίες (πολλοί φέρουν τραύματα από ξιφολόγχες, υποκόπανους όπλων, ακόμα και σφαίρες) διακομίζονται στο κοντινό Τζάνειο, στο οποίο όμως σημειώνεται το αδιαχώρητο, καθώς εκεί συρρέουν και οι τραυματίες στρατιώτες της εκστρατείας.
Η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή και τεταμένη: ξεσπά η επανάσταση στη Μυτιλήνη και τη Χίο από τους Γονατά και Πλαστήρα, η οποία κινείται με 12.000 στρατιώτες προς την πρωτεύουσα μέσω του Αιγαίου (και που θα οδηγήσει στη «δίκη των οκτώ» και την ακόλουθη «εκτέλεση των Εξ», τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς). Η «ανθρωπιστική κρίση» όμως, όπως θα λέγαμε σήμερα, με τις χιλιάδες των προσφύγων που πλημμυρίζουν όλη τη χώρα αλλά και την Αθήνα, είναι τεράστια. Ανθρωπιστικές οργανώσεις του εξωτερικού αποστέλλουν χρήματα, είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα και, καθώς το ραδιόφωνο δεν έχει ακόμα έλθει στην Ελλάδα, όλες σχεδόν οι εφημερίδες καθιερώνουν «στήλες διά τους πρόσφυγας». Με δεδομένο ότι στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έρχονται να προστεθούν και εκείνοι της Θράκης, το πρόβλημα, αντί να οδεύει προς μια κάποια λύση, ολοένα και οξύνεται.
Τον Νοέμβριο του 1922, και ενώ συνεχίζει τις συνεδριάσεις του το επαναστατικό δικαστήριο, στο Παναθηναϊκό Στάδιο διοργανώνεται συγκέντρωση των αθλητών του Πανιωνίου Αθλητικού Συλλόγου – πρόκειται για μια επανασύνδεση προσφύγων. Διασωθέντες αγκαλιάζονται κλαίγοντας, καθώς πίστευαν ότι δεν θα ειδωθούν ποτέ ξανά, για να ξεκινήσουν αργότερα την προπόνησή τους σε μία προσπάθεια αναγέννησης, ατομικής και συλλογικής.
Στο μεταξύ, η πόλη έχει και τη δική της καθημερινότητα. Διαβάζοντας έναν από τους τελευταίους καταλόγους πεσόντων στρατιωτών «εν Μικρά Ασία» στις εφημερίδες, οι κινηματογραφόφιλοι Αθηναίοι προσπαθούν να ξεσκάσουν στο Αττικόν, όπου προβάλλεται η ταινία Ο ανηλεής δικαστής, η οποία όμως είναι «ακατάλληλη διά νευρασθενικούς». Φαίνεται πως είναι νέα μόδα, η οποία δεν περιορίζεται μονάχα στο σινεμά. Όπως σχολιάζει η εφημερίδα «Πατρίς», «Μόνον "ακατάλληλον διά κυρίους" δεν είχομεν ακούσει έως τώρα, και είδομεν και αυτήν την πρωτοτυπίαν εγκαινιαζομένην από τον ποιητήν κ. Φιλύρα εις την διάλεξίν του "Πώς αγαπούν οι Αθηναίες", η οποία θα γίνη την Παρασκευήν εις το θέατρον Κοτοπούλη».
Σταδιακά, αρχίζουν να οργανώνονται καταυλισμοί προσφύγων, καθώς μπαίνει ο χειμώνας και πολλά παιδιά και ασθενείς Μικρασιάτες αρχίζουν να πεθαίνουν από την ασιτία και το κρύο, ζητιανεύοντας στους δρόμους. Τα πρώτα ξύλινα παραπήγματα χτίζονται όπως-όπως στις Τζιτζιφιές του Φαλήρου, με στρατσόχαρτο και λαμαρίνες, όπως, ας πούμε, κάνουν σήμερα κάπου στον Βοτανικό χιλιάδες τσιγγάνοι. Τα παραπήγματα αυτά βουλιάζουν στο νερό και στη λάσπη, και αν τον χειμώνα το κρύο και η υγρασία σκοτώνει πολλούς, το καλοκαίρι αρχίζει να θερίζει ο ελώδης πυρετός.
Η πυκνότητα του πληθυσμού την περίοδο 1922-23 είναι πολύ μεγάλη και οι αρμόδιες υπηρεσίες ανεπαρκείς. Έτσι, αρχίζουν να καταγράφονται τα πρώτα κρούσματα τύφου, ιλαράς, οστρακιάς, μηνιγγίτιδας, ευλογιάς, δυσεντερίας και χολέρας. Η Αθήνα και ο Πειραιάς αλλάζουν πρόσωπο. Στις 15 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Πρωτεύουσα» σημειώνει: «Οι δύο Δήμοι, που δεν εγνώρισαν ποτέ την υγιεινήν, δεν έχουν επαρκές νερό και τα δημοτικά λουτρά είναι άγνωστα. Οι δύο πόλεις είναι κτισμέναι επί μυριάδων βόθρων, οι οποίοι έχουν υπερπληρωθή. Τα ακάθαρτα νερά ρέουν εις τους δρόμους, εις πολλά δε μέρη σήπονται εις τα ρείθρα, η σκόνη αιωρείται διαρκώς με την ατελεύτητον, όσο και άσκοπον, κίνησιν των αυτοκινήτων. [...] Ουδέποτε άλλοτε η ζωή της Αθήνας έγινε δυσκολωτέρα και η υγεία επισφαλεστέρα. Η φθίσις οργιάζει παραπλεύρως των άλλων ανθρωποκτόνων νόσων. Τι πρέπει να κάμωμεν; Καμία άλλη σωτηρία δεν υπάρχει από την αραίωσιν του πληθυσμού, από την απομάκρυνσιν εξ Αθηνών και Πειραιώς των υπεραρίθμων κατοίκων, όπως σωθούν αυτοί και όπως σωθή και η πόλις».
Στο βιβλίο του Στο όνομα της προσφυγιάς (Μεταίχμιο), ο Βασίλης Τζανακάρης γράφει ότι «προς τα τέλη του 1922 και μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, όπως αναφέρει η Στατιστική Υπηρεσία, έχουν ήδη καταφύγει στην Ελλάδα 868.186 πρόσφυγες, ενώ 52.000 "ευρίσκονται καθ' οδόν καθημερινώς, αποβιβαζόμενοι εις τα παράλια του Πόντου και τους λιμένας της Μερσίνης, Βηρυττού και Αλεξανδρέττας". [...] Το πλέον τραγικό του πράγματος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος τους είναι γυναικόπαιδα και γέροντες, με τους άνδρες να αποτελούν μόνο το 15%. Αλλά και από αυτούς, σύμφωνα με το υπουργείο Περιθάλψεως, δηλαδή από τους "εν Αττικοβοιωτία" εγκατεστημένους πρόσφυγες, από την 1η Οκτωβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου πέθαναν 1.450!».
Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι μετά την καθεαυτό Καταστροφή του 1922, ήρθε να προστεθεί και η Σύμβαση της Λωζάννης, στις αρχές του 1923, με την υποχρεωτική «ανταλλαγή των πληθυσμών». Όπως γράφει ο Γεώργιος Τενεκίδης στον πρώτο τόμο της Εξόδου (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), ο όρος αυτός, «ανταλλαγή πληθυσμών», «κρίθηκε εξοργιστικός: ανταλλάσσει κανείς πράγματα, όχι ανθρώπους». Για τη δε αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, η Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών χρησιμοποιεί στη μεγάλη της σχετική έκθεση τον όρο «Έξοδος» για να προσδιορίσει το γεγονός του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Σε ό,τι αφορά την Αθήνα και τον Πειραιά, η «έξοδος» αυτή οδήγησε στη δημιουργία νέων συνοικιών, που σήμερα μοιάζουν με μικρές πολιτείες. Κοκκινιά, Ποδονίφτης, Φάληρο, Υμηττός και άλλες πολλές είναι οι περιοχές του Λεκανοπεδίου που θα αρχίσουν σιγά-σιγά να μετατρέπονται σε προσφυγικές γειτονιές, για να αποκτήσουν αργότερα τις ιστορικές ονομασίες με τις οποίες τις ξέρουμε σήμερα: Νίκαια, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Σμύρνη, Καισαριανή κ.ά. Το προσφυγικό στοιχείο, το οποίο με τόση εχθρότητα θα αντιμετωπίσουν οι Ελλαδίτες τα πρώτα χρόνια, θα διαμορφώσει καταλυτικά το κοινωνικό, πολιτισμικό, ανθρωπολογικό εντέλει πρόσωπο της πόλης, μα και ολόκληρης της χώρας.
σχόλια