ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Νεκρή βρέθηκε η Μυρτώ Τάσιου, κόρη της Κατερίνας Γώγου.
Για όλους τους άλλους είναι «Η αναρχική ποιήτρια των Εξαρχείων, Κατερίνα Γώγου» και μια από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής ποίησης. Για τη Μυρτώ, τη μοναχοκόρη της, είναι απλά η μάνα της. Και η εξομολόγησή της για εκείνη ένα τρυφερό, σκληρό -αλλά το πιο ωραίο της- ανολοκλήρωτο ποίημα.
Η Μυρτώ, ζωγράφος και ποιήτρια πια και η ίδια (το πρώτο της βιβλίο «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη), μοναχοκόρη της Κατερίνας Γώγου από τον γάμο που είχε κάνει η ποιήτρια με το σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, ζει εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως στην Ιταλία, αποκομμένη από όσα συμβαίνουν στην Αθήνα. Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, της είχα εξηγήσει πως θα κάναμε μία μεγάλη κουβέντα για εκείνη και τη σχέση της με τη μητέρα της, η οποία είχε αυτοκτονήσει στις 3 Οκτωβρίου του 1993, σε ηλικία 53 ετών. «Γιατί έχει ενδιαφέρον η ιστορία σου», της είπα. Συμφώνησε. Αν και απέφευγε τις πολύ εξομολογητικές συζητήσεις για τη μαμά της, την ποιήτρια του «εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά, που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών», του «έχω μείνει στη θέση που μ' άφησες για να με ξαναβρείς», του «στο μυαλό είναι ο στόχος. Το νου σου, ε;», που συνεχίζουν να γίνονται συνθήματα σε στόματα ανθρώπων, σε πλατείες και σε τοίχους σπιτιών. Η Μυρτώ έδειξε εμπιστοσύνη και αφέθηκε. Την «ξεκλείδωσε» κυρίως η κοινή μας αγάπη για την Όλια Λαζαρίδου, που τη θεωρεί περίπου σαν αδελφή της. Κλείσαμε ραντεβού την επόμενη κιόλας μέρα.
Πώς ξύπνησες σήμερα, Μυρτώ;
Πολύ ωραία! Σε περίμενα για να μιλήσουμε! (γελάει).
Γελάς πηγαία!
Α, δεν μου είναι δύσκολο να γελάσω ή να πάρω χαρά. Χαρούμενη με κάνει μία ωραία κουβέντα ή μία παρατήρηση με χιούμορ, μία μέρα με ήλιο κι εγώ να ζωγραφίζω. Η δουλειά μου είναι αγιογράφος. Αυτό κάνω εδώ στο Λέτσε όπου μένω, κοντά στο Πρίντεζι.
Πώς και μένεις εκεί;
Γνώρισα τον άντρα μου στη Γαλλία, ο οποίος είναι Ιταλός, παντρευτήκαμε και ήρθαμε να ζήσουμε στην πατρίδα του.
Γιατί είχες πάει στη Γαλλία;
Είχα πάει σε μία Κοινότητα στο Παλέρμο, η οποία αφορούσε σε διαλογισμούς. Μετά από έξι μήνες, μου έκαναν πρόταση αν θα ήθελα να πάω στη Γαλλία, στην Ορλεάνη, σε ένα κάστρο το οποίο είχε μέσα μία μικρή εκκλησία, για να τη ζωγραφίσω. Εκεί πέρασα απίθανα! Εκεί έγινα φως, εκεί ξεμπουμπούκιασα. Ζωγράφιζα ανεβασμένη σε μία σκάλα, έκανα διαλογισμούς, χόρευα - ξαναγεννήθηκα! Εκεί γνώρισα και τον Φραντζέσκο, τον σύζυγό μου, ο οποίος είναι συντηρητής έργων τέχνης και παλαιών επίπλων. Ερωτευτήκαμε! Είχαμε και οι δύο το ίδιο πάθος για τις αντίκες, τα εκκλησιαστικά όργανα, τις αγιογραφίες. Είμαστε μαζί 20 χρόνια.
Να, είχα αισθανθεί μεγάλη χαρά όταν είπε η μητέρα μου: «Η Μυρτώ είναι ζωγράφος!». Και δεν με αφορούσε τίποτ' άλλο απ' τη στιγμή που το αναγνώριζε εκείνη! Εκείνη η μέρα ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου!
Έχετε παιδιά;
Όχι. Δεν μπορώ να κάνω παιδιά. Θα το ήθελα όμως! Κι είναι κάτι που με στενοχωρεί. Αν μπορούσα να κάνω ένα παιδί, θα ήταν σα να ξαναγεννιόταν η Κατερίνα! Θα έδινα όλη μου την αγάπη σ' αυτό το παιδί, την προστασία, τη στοργή. Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να κάνω ένα παιδί χαρούμενο! Γιατί εγώ δεν ήμουνα χαρούμενη. Δεν πέρασα μία ζωή όπως όλα τα άλλα παιδιά. Η δική μου ζωή ήταν διαφορετική.
Δεν έπαιζες όταν ήσουνα μικρή;
Έπαιζα πόλεμο. Με πιστόλια ψεύτικα και στρατιωτάκια. Γιατί οι δικοί μου πάντα μου έλεγαν «είμαστε συνέχεια σε πόλεμο!».
Όχι με κούκλες;
Όχι. Εξάλλου, δεν μου άρεσαν οι φούστες. Ήθελα να φοράω συνέχεια παντελόνια. Ήμουνα ένα αγοροκόριτσο. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στο προαύλιο του σχολείου ή στον δρόμο, εγώ καθόμουν και ζωγράφιζα. Ήμουνα ένα παιδί διαφορετικό. Και μόνο. Απ' την άλλη, μέσα στο σπίτι περνάγαμε πολύ δύσκολα, ήμασταν πολύ φτωχοί, ζούσαμε με δανεικά, με πολλές δυσκολίες. Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα μου έγραψε το «Τρία κλικ αριστερά». Τότε ήρθε η επιτυχία και από τη μία μέρα στην άλλη αποκτήσαμε χρήματα. Είχαμε τρελαθεί που μπορούσαμε να πάμε στο μπακάλικο και να πάρουμε ό,τι θέλαμε!
Σε είχε πληγώσει ο χωρισμός των γονιών σου;
Πολύ! Μου έλειπε πολύ ο πατέρας μου. Αλλά και η μητέρα μου. Γιατί και οι δύο ασχολούνταν συνέχεια με τη δουλειά τους. Κάποιες φορές αισθανόμουν ξεχασμένη από τους γονείς μου. Έκλαιγα τα βράδια που δεν έβλεπα τη μητέρα μου, γιατί τότε έκαναν συγκεντρώσεις, έβγαιναν για τα πολιτικά. Υπήρχαν βράδια που κοιμόμουνα μόνη στο σπίτι. Αλλά είχα τις γιαγιάδες μου που έρχονταν τη μέρα και με πρόσεχαν!
Πώς σου έδειχνε την αγάπη της η Κατερίνα;
Κάποια βράδια, όταν γυρνούσε από το θέατρο, μου έφερνε μερέντα για το σχολείο, μπαλόνια, καραμέλες. Την ημέρα εγώ πήγαινα στο σχολείο μου, η Κατερίνα κοιμότανε κι έτσι δεν βλεπόμασταν όσο θα ήθελα. Και μου έλειπε πολύ! Αλλά η αγάπη της ήταν μεγάλη. Το αντιλαμβανόμουν! Μου έλεγε συχνά: «Έγραψα ένα βιβλίο, φύτεψα ένα δέντρο, έκανα ένα παιδί. Ο κύκλος μου έκλεισε».
Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόσουν «μακάρι να ήμουνα παιδί άλλων γονιών»;
Ναι. Έλεγα «μα, γιατί τα άλλα παιδιά να είναι αλλιώς; Γιατί οι γονείς τους τα συνοδεύουνε στα παιδικά πάρτι κι εγώ πηγαίνω μόνη μου;». Οι γονείς μου δεν πήγαν ποτέ σε συνελεύσεις γονέων, δεν ρώτησαν ποτέ πώς τα πάω με τα μαθήματά μου. Ίσως να μου είχαν εμπιστοσύνη, δεν ξέρω. Γιατί ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια, διάβαζα πολύ.
Και ζωγράφιζες ταυτόχρονα;
Από πολύ μικρή ξεκίνησα να ζωγραφίζω - αν και δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου πως θα γινόμουν αγιογράφος. Όταν μεγάλωσα δούλεψα με τον Μιχάλη Αγγελιδάκη, φίλο του πατέρα μου, ο οποίος είναι αγιογράφος και ηθοποιός. Εκείνος μου έμαθε την τέχνη.
Τι σου είπε η μαμά σου όταν είδε τις πρώτες σου ζωγραφιές;
Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Με θυμάμαι να είμαι πέντε χρόνων, να φτιάχνω ζωγραφιές και να τις της αφιερώνω. Της έγραφα επάνω: «Με πολλή αγάπη, το παιδί σου». Όλα έγιναν με έναν τρόπο φυσιολογικό, σα να είχα μέσα στις φλέβες μου τα χρώματα. Αλλά η αγιογραφία είναι άλλο, είναι σα να παίρνει το χέρι σου κάποιος άλλος, από ψηλά, και να σχηματίζει τις μορφές. Σα να συμβαίνει θαύμα!
Εσύ χρωστάς τη ζωή σου σε ένα θαύμα;
Όχι. Τη ζωή μου τη χρωστάω στον εαυτό μου. Πέρασα πολλά. Όταν πήγα στην Κοινότητα ξεκίνησα να βάζω τα κομματάκια μου στη σειρά και τελικά όλα μπήκαν στη σωστή τους θέση. Μπορεί να πέθανε η μαμά μου, αλλά την αγαπώ και τη σκέφτομαι συνεχώς. Κατάφερα να κάνω ειρήνη με μένα και με τις πληγές μου. Γιατί ήθελα να είναι περήφανοι για μένα οι γονείς μου - ακόμη κι αν δεν ζούσαν! Νομίζω πως τα κατάφερα. Να, είχα αισθανθεί μεγάλη χαρά όταν είπε η μητέρα μου: «Η Μυρτώ είναι ζωγράφος!». Και δεν με αφορούσε τίποτ' άλλο απ' τη στιγμή που το αναγνώριζε εκείνη! Εκείνη η μέρα ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου! Γιατί ήθελα να της αποδείξω ότι κι εγώ είμαι εδώ, ότι κι εγώ μπορώ να κάνω πράγματα. Ήθελα να είναι περήφανη για μένα! Ήταν τόσο ωραία όταν μου έδειχνε την αγάπη της… Θυμάμαι επίσης που μου έγραφε κάθε μέρα σε ένα τετράδιο ένα παραμύθι και δεν έβλεπα την ώρα, προτού πέσω για ύπνο, να το διαβάσω. Γιατί έτσι τη σκεφτόμουνα! Ένα από αυτά έλεγε για κάποιο παιδάκι που κρατούσε μπαλόνια που το έκαναν να πετάει στον ουρανό κι έτσι ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο.
Κι η Κατερίνα σ' έκανε να πετάς;
Η Κατερίνα με έμαθε να μην πατάω στη γη. Να κοιτάω πάντα τον ουρανό.
Σκεφτόμουν: «Δεν θέλεις να ζήσεις, μαμά; Δεν θέλω ούτε εγώ! Είσαι άσχημα, μαμά; Είμαι άσχημα κι εγώ! Θα το παλέψεις εσύ; Θα το παλέψω κι εγώ!». Ήμουν εξαρτημένη από την αγάπη της μαμάς μου!
Πού μεγάλωσες;
Στην πλατεία Κυψέλης, στην πλατεία Καραμανλάκη, στα Εξάρχεια, όλο γύρω από αυτές τις περιοχές μέναμε. Εκεί έρχονταν φίλοι της μητέρας μου, ένα κύμα από ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους - ανάμεσα σ' αυτούς θυμάμαι τον Νικόλα Άσιμο, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, τραγουδιστές, ηθοποιούς. Στο σπίτι μας ακουγόταν τότε συνέχεια μουσική. Τραγουδούσαν, έπιναν, γελούσαν.
Γελούσε συχνά η μαμά σου;
Όχι. Είχε όμως μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, δεν ήθελε να δραματοποιεί την κατάσταση. Αλλά μάλλον αυτό το έκανε για μένα. Για να μη με επιβαρύνει με προβλήματα μεγάλων. Εγώ όμως αισθανόμουν ότι ήμουνα ήδη μεγάλη, αν και ήμουνα μικρή. Θυμάμαι πως όταν μιλούσαν μεταξύ τους για τις οργανώσεις, είχα την περιέργεια να καταλάβω τι ήταν αυτά που έλεγαν. Κι έτσι υπήρχαν φορές που δεν πήγαινα να κοιμηθώ, γιατί ήθελα να τους ακούω. Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος είχε πάρει το Κόκκινο Βιβλίο του κομμουνισμού, που με είχε βάλει κάτω και μου είπε: «Λοιπόν, Μυρτώ, αφού θέλεις να μάθεις τι κάνουμε στην οργάνωση, πρέπει να μάθεις αυτό το βιβλιαράκι απέξω!». Το έκανε σαν τιμωρία. Έλεγαν οι πρώτες γραμμές: «Ένα φάντασμα πλανιέται στη Δύση, το φάντασμα του κομμουνισμού». Κι έβαζα τα κλάματα! Γιατί ήμουνα μικρή και δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο μ' έβαζαν να τα μάθω όλα αυτά!
Η μαμά σου τι έλεγε γι' αυτή την τιμωρία;
Η μαμά μου ήταν γλυκιά. Ο πατέρας μου ήταν πιο σκληρός. Όταν χώρισαν, αν και ήμουνα πολύ μικρή, θυμάμαι καθαρά τη μητέρα μου να λέει στον πατέρα μου: «Μην μου πάρεις το παιδί, γιατί θα σκοτωθώ!». Εκείνος της είπε «εντάξει» και με άφησε στη μαμά. Αλλά ο μπαμπάς μου δεν ερχόταν συχνά να με δει, τον έβλεπα πολύ αραιά, δεν έχω αναμνήσεις από εκείνον γιατί δεν ζούσαμε μαζί. Τη μητέρα μου την ένιωθα. Ακόμη και όταν έλειπε απ' το σπίτι. Γιατί ήξερα ότι με σκέφτεται συνέχεια. Κάποιες περιόδους η μαμά μου ταξίδευε, λόγω του θεάτρου, λόγω του Καρόλου Κουν - είχε πάει θυμάμαι στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Αφρική για παραστάσεις. Αλλά όταν γυρνούσε στο σπίτι μού έφερνε πάντα ένα σωρό δώρα! Μια φορά μου είχε φέρει μία βαλίτσα γεμάτη καραμέλες! Ήταν απίθανο!
Αισθανόταν αμήχανα για τις ταινίες που έκανε με τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη, τον Αλεξανδράκη και τόσους άλλους;
Α, πάντα μου έλεγε «εγώ ήμουνα το χαρούμενο δουλικό!». Όχι, το διασκέδαζε!
Εσύ είχες φίλους;
Κάποιους, ναι. Όταν μεγάλωσα λίγο, βαφόμασαταν κρυφά και πηγαίναμε στο «Κύτταρο». Γινόμασταν «φρικιά» (γελάει). Αλλά χορεύαμε πολύ!
Το καταλάβαινες όταν η Κατερίνα δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της; Στο έδειχνε;
Το έβλεπα. Και έχω ενοχές! Γιατί πίστευα πως δεν θα συμβεί κάτι κακό στη μαμά μου. Η ίδια όμως ζούσε με τον κίνδυνο. Κι όταν την έβλεπα να πέφτει κάτω και να γίνεται χάλια, προσπαθούσα να κάνω κάτι για να τη σηκώσω. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερα.
Εσύ γιατί αισθάνεσαι ευθύνη γι' αυτό;
Γιατί μου λείπει! Κάθε μέρα μιλάω για εκείνη, περπατάω και σκέφτομαι εκείνη, ζωγραφίζω και σκέφτομαι εκείνη, τρώω και σκέφτομαι εκείνη, αναπνέω και σκέφτομαι εκείνη. Θα ήθελα πολύ να ζούσε και να την έφερνα να ζήσει μαζί μου στο χωριό που ζω, εδώ που βλέπω θάλασσα, που είμαι στην εξοχή. Θα ήτανε πολύ ωραία! Νομίζω πως θα χαιρόταν αν με έβλεπε να δουλεύω, να της μαγειρεύω κι εκείνη να έγραφε… Αλλά, δεν την πρόλαβα… Όλοι μάς πρόδωσαν στο τέλος! Όταν «έπεσε» η Κατερίνα εξαφανίστηκαν όλοι.
Δεν υπήρχε κάποιος για να τη βοηθήσει;
Η ίδια η Κατερίνα δεν ήταν έτοιμη να βγει έξω από τα κωλοξίδια. Δεν σκεφτόταν τον κίνδυνο. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Δυστυχώς, όταν συνέβαιναν όλα αυτά γύρω μου, ήμουνα πολύ μικρή και δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για να τη σώσω. Θα ήθελα να ήξερε ότι τώρα είμαι καλά. Είναι τώρα 11 χρόνια που είμαι καλά.
Η εικόνα της μαμάς σου δεν σε απέτρεψε από το να καταλήξεις να κάνεις παρόμοια πράγματα κι έτσι να βάζεις και τη δική σου ζωή σε κίνδυνο;
Όχι. Δεν λειτουργούσα έτσι. Σκεφτόμουν: «Δεν θέλεις να ζήσεις, μαμά; Δεν θέλω ούτε εγώ! Είσαι άσχημα, μαμά; Είμαι άσχημα κι εγώ! Θα το παλέψεις εσύ; Θα το παλέψω κι εγώ!». Ήμουν εξαρτημένη από την αγάπη της μαμάς μου!
Μέσα στα ποιήματά σου γράφεις για πόνο. Πώς τον ζούσες;
Είχα πόνο για την αγάπη που μου είχε λείψει, για την αρρώστια που πέρασα με τα ναρκωτικά. Αυτό, ναι, ήταν μεγάλος πόνος! Αλλά στο τέλος, σαν θαύμα, ήταν σα να άλλαξα σελίδα και είδα τα πράγματα διαφορετικά. Ξεκίνησα να παλεύω και έλεγα: «Τουλάχιστον αυτό θα το κάνω για τη μαμά μου! Να βλέπει η μαμά μου από ψηλά ότι είμαι καλά. Να είναι ήσυχη». Σα να της μιλούσα. Εδώ, από το κηπάκι μου, εδώ που είμαι με τα γατάκια μου.
Πόσων χρόνων ήσουνα όταν πέθανε η μαμά σου;
Ήμουνα 26. Η Κατερίνα ζούσε τότε με τον σύντροφό της, τον Νίκο, στο σπίτι της γιαγιάς, στον Κεραμεικό. Ήταν ένα σπίτι μισογκρεμισμένο, γιατί δεν είχε χρήματα για να το φτιάξει. Τις τρεις τελευταίες μέρες προτού φύγει απ' τη ζωή δεν την είχα δει. Την είχα δει την Πέμπτη. Αλλά Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή όχι. Όμως θυμάμαι που μου έλεγε: «Τις Κυριακές δεν τις αντέχω! Άλλη Κυριακή δεν θα τη βγάλω πέρα!». Έτσι κι έγινε. Το αποφάσισε να φύγει μια Κυριακή. Νιώθω ενοχές! Γιατί δεν την πρόλαβα εκείνη την Κυριακή! Γιατί εγώ πάντα την προλάβαινα! Ήμουνα πάντα έτοιμη να τη «σηκώσω». Ξάπλωνα δίπλα της, τη χάιδευα μέχρι να κοιμηθεί, της έφτιαχνα κάτι ζεστό… Κι εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα περιμένοντας να της περάσει η επίδραση του «ξιδιού».
Την επόμενη μέρα, εκείνη τη Δευτέρα, 4 Οκτωβρίου του 1993, έμαθες για το θάνατό της;
Ναι. Ξύπνησα και βρήκα ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα: «Να πάρεις επειγόντως τον νονό σου!». Ο νονός μου ήτανε αδελφός της γιαγιάς. Ξαφνιάστηκα. Σκέφτηκα: «25 χρόνια και δεν με έψαξε ποτέ! Τι συνέβη;». Τον πήρα τηλέφωνο. Και μου είπε: «Κοίταξε να δεις, κορίτσι μου. Η μητέρα σου ήτανε πολύ άρρωστη. Και επιτέλους τώρα ξεκουράζεται. Η μητέρα σου πέθανε». Έτσι ξερά μου τα είπε. Παράτησα το τηλέφωνο και άρχισα να τρέχω στην Πατησίων. Και φώναζα: «Η Κατερίνα μου πέθανε! Η Κατερίνα μου πέθανε! Η Κατερίνα μου πέθανε!»… Την ίδια μέρα είχαν έρθει να με δουν όλοι: Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Καστανιώτης, ο Λιβάνης κι άλλοι φίλοι της που δεν ήταν γνωστοί στον κόσμο. Την αγαπούσαν όλοι… Η κηδεία της ήταν σαν μια συναυλία. Τραγουδούσαμε. Για να την κάνουμε χαρούμενη! Εγώ όμως, Γιάννη, δεν μπόρεσα να την κοιτάξω! Κοιτούσα στον ουρανό. Ήθελα να τη θυμάμαι ζωντανή. Μου έμεινε η εικόνα της ζωντανή!
Τι σε τρόμαζε;
Το ότι θα έμενα μόνη μου! Εγώ και οι ενοχές μου. Αφού ήξερα για τις Κυριακές, αφού ήξερα…Το ξεπέρασα. Πέρασα μετά μία περίοδο πολύ μεγάλης δυστυχίας. Ήμουνα σχεδόν πεθαμένη. Κυριολεκτικά. Αλλά τώρα τα πράγματα είναι όπως έπρεπε να είναι. Ήταν σα να είχα ένα κόκκινο φωτάκι που βαρούσε μπιπ μπιπ μπιπ, μια καρδιά που μου έλεγε «προχώρα!». Για την Κατερίνα έζησα… Για να με βλέπει από ψηλά να ζωγραφίζω, να γράφω… Η μαμά μου έζησε μια ζωή γεμάτη. Αλλά δεν πρόσεχε!
Είχαν αντιστραφεί κάποια στιγμή οι ρόλοι σας;
Ναι. Έτσι ακριβώς. Από κάποια ηλικία κι έπειτα είχα γίνει εγώ η μητέρα της Κατερίνας. Την κυνηγούσα όπου πήγαινε για να την προλάβω, να μην κάνει του κεφαλιού της. Με κάποιο τρόπο παρέτεινα κάπως τη ζωή της.
Όσο ζούσε καταλάβαινες τη σημαντικότητά της; Πόση επίδραση είχαν τα ποιήματά της σε πάρα πολύ κόσμο;
Φυσικά! Αλλά εγώ ήμουν η μεγαλύτερη θαυμάστριά της.
Εκείνη έγραφε «στο μυαλό είναι ο στόχος». Σήμερα ο στόχος πού είναι;
Στην καρδιά! Εκεί είναι ο στόχος!
Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο, δεν ησυχάζαμε ποτέ: από θαυμαστές της που έρχονταν για να τη δουν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από φίλους της με μαλλιά μακριά και γένια που τους έβλεπα και τρόμαζα, από ανθρώπους απ' τις οργανώσεις. Ζήλευα που διεκδικούσαν την προσοχή της μαμάς μου τόσοι πολλοί άνθρωποι!
Είχατε την ίδια ευαισθησία;
Μου φαίνεται πως είχα μεγαλύτερη ευαισθησία από εκείνη. Ήταν όμως πολύ τρυφερή. Αλλά όταν «έπινε», άλλαζε πρόσωπο. Άλλαζε όψη. Δεν ήταν αυτή που ήξερα. Την έχανα. Άλλαζε πρόσωπα επίσης στο θέατρο, στο σινεμά, στις οργανώσεις, στο σπίτι - γινόταν η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα.
Σου διάβαζε πάντα τα ποιήματά της;
Πάντα. Σε μένα και στον Γιώργο τον Κορδέλλα. Για κάθε ποίημα που έγραφε, με φώναζε και με ρωτούσε: «Σ' αρέσει;». Κι εγώ της απαντούσα «ναι» ή «όχι».
Αν απαντούσες αρνητικά, τι έκανε;
Το άλλαζε. Και μου το ξαναδιάβαζε. Έδειχνε να μου έχει μεγάλη εμπιστοσύνη. Μάλλον γιατί έβλεπε σε μένα μια αξιοπρέπεια - στη φτώχεια, στην ανέχεια, στη μιζέρια. Τα ποιήματα της μαμάς μου τα θυμάμαι όλα απέξω!
Είχες φοβηθεί ποτέ μήπως χάσεις κι εσύ τη ζωή σου, όπως συνέβη με τη μαμά σου;
Όχι. Δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Με αφορούσε η ζωή! Γι' αυτό αφέθηκα και ερωτεύτηκα και πήρα από τον άντρα μου αγάπη. Ήταν σα να έγινε μία μεταβίβαση και εγώ ξαναγεννήθηκα με τον προστάτη μου, με κάποιον που πήρε τη ζωή μου στα χέρια του και μου την επέστρεψε.
Υπήρξαν φορές που είπες στην Κατερίνα «δεν θα ήθελα να ήσουνα εσύ η μητέρα μου»;
Ναι. Της το είπα.
Το μετάνιωνες μετά;
Όχι. Γιατί όταν της το έλεγα ήταν η αλήθεια. Γιατί υπέφερα! Κι ήθελα να το ξέρει ότι υπέφερα!
Θα την πλήγωνες…
Το ξέρω. Αλλά κι εκείνη με πλήγωνε. Που δεν μπορούσα, για παράδειγμα, να φωνάξω ένα φίλο μου στο σπίτι, αφού εκεί μέσα γινόταν της πουτάνας. Γιατί το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο, δεν ησυχάζαμε ποτέ: από θαυμαστές της που έρχονταν για να τη δουν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, από φίλους της με μαλλιά μακριά και γένια που τους έβλεπα και τρόμαζα, από ανθρώπους απ' τις οργανώσεις. Ζήλευα που διεκδικούσαν την προσοχή της μαμάς μου τόσοι πολλοί άνθρωποι! Ήθελα να την τραβήξω από το χέρι, να την πάω στο δωμάτιό μου και να μην ασχολείται με όλους αυτούς. Γι' αυτούς όλους ήμουνα «η κόρη της Κατερίνας Γώγου», δεν ήμουνα η Μυρτώ.
Από πότε έχεις να έρθεις στην Ελλάδα;
Περίπου τέσσερα χρόνια.
Δεν πήγες στην κηδεία του μπαμπά σου;
Όχι. Δεν μου το είχαν πει. Δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Άλλωστε, ο πατέρας μου δεν ήθελε επ' ουδενί να έρχομαι στην Ελλάδα, γιατί συγκινούμαι πολύ και πίστευε πως αυτό δεν μου έκανε καλό. Γιατί πήγαινα όπου πηγαίναμε με την Κατερίνα, έβλεπα φίλους που είχε η Κατερίνα, περπατούσα στους δρόμους που περπατούσαμε με την Κατερίνα… Η καρδιά μου γινόταν κομματάκια.
Σήμερα πώς σκέφτηκες τη μαμά σου;
Α, σήμερα ήταν σαν μια βασίλισσα Αιγυπτία! Με τα στολίδια της, με τα χρυσά της…
*Νεκρή βρέθηκε η Μυρτώ Τάσιου, κόρη της Κατερίνας Γώγου.
Info:
Η Μυρτώ αυτή την εποχή γράφει ποιήματα, ζωγραφίζει και ετοιμάζει τη βιογραφία της μητέρας της, η οποία θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Από τον Καστανιώτη κυκλοφορεί και το βιβλίο της «Η Αλίκη δε μένει πια εδώ». Η συγκεκριμένη συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» της Κύπρου (ένθετο «ΦιλGood»). Αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια του συγγραφέα.
σχόλια