Από εσχατολογίες και μνημόσυνα άλλο τίποτα στους καιρούς μας, και το σινεμά έχει κηδευτεί και μακαριστεί περισσότερο ίσως από κάθε άλλη αφηγηματική τέχνη. Αν με ρωτούσε κανείς παλιότερα, θα έλεγα κι εγώ, συμμετέχοντας στο μοιρολόι, ότι το αποτελείωσε ο Τζέιμς Κάμερον: ο Τιτανικός ήταν η σφαγή (ειδικά την ώρα που νόμιζε κανείς ότι βλέπει στην οθόνη ένα κοντέρ με τα μηδενικά του μπάτζετ να πολλαπλασιάζονται μαζί με τις ψηφιακές ανθρώπινες φιγούρες που βουτούσαν απελπισμένα στα παγωμένα νερά) και το Άβαταρ ο επιθανάτιος ρόγχος. Μέχρι σήμερα δεν έχω δει το δεύτερο, επιμένοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο σαν κακόγουστη φάρσα ή σαν κακό όνειρο. Πραγματικά κακό όνειρο, δηλαδή κάτι δύσμορφο, άσχετο και ξένο που μεταφυτεύτηκε από το υποσυνείδητο κάποιου άλλου στο δικό σου και δεν σε πηγαίνει απολύτως πουθενά. Καμία σχέση με τους μεγαλειώδεις εφιάλτες του Ντέιβιντ Λιντς.
Η τελευταία χρονιά που αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου για ένα σύγχρονο ονειρικό σινεμά μεγάλης κλίμακας και συγκινητικής φιλοδοξίας ήταν το 2012, με το Δέντρο της Ζωής του Τέρενς Μάλικ και το Holy Motors του Λεό Καράξ (βετεράνοι αναχωρητές και οι δύο ήδη τότε, γεγονός που θα έπρεπε να με είχε προβληματίσει για το μέλλον της Μεγάλης Εικόνας). Από τότε οι συγκινήσεις φτάνουν μόνο σποραδικά και κατά τόπους. Τελευταία, μάλιστα, αναρωτιέμαι μήπως τελικά το τέλος δεν το έδωσε ο Κάμερον αλλά ο Ντέιβιντ Λιντς με τις δύο τελευταίες ταινίες του, το Mulholland Drive (η επιβλητική ταφόπλακα) και το Inland Empire (το στοιχειωμένο μνημόσυνο). Όχι μόνο επειδή και οι δύο τίτλοι αναφέρονται σε πραγματικά μέρη στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τα εργαστήρια ψευδαισθήσεων στην Πόλη των Αγγέλων, όχι μόνο επειδή η υπόθεση και των δύο έχει να κάνει με τη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας, όχι μόνο επειδή και στις δύο το όνειρο είναι ψέμα κι ο εφιάλτης πραγματικότητα, αλλά κυρίως επειδή παρουσιάζουν με τον πιο ελεγειακό τρόπο πώς μας έχει γαμήσει όλους «η μαγεία του κινηματογράφου».
Ο όρος «λιντσικό» (Lynchian) έχει εισβάλει προ πολλού στο σύγχρονο πολιτισμικό λεξιλόγιο, έστω κι αν χρησιμοποιείται χαλαρά κι αφηρημένα, όπως το «καφκικό».
Θυμάμαι την τελετουργική κάθοδο στο Άστυ για να δω το Inland Empire (θυμάμαι, επίσης, και το μεσήλικο ζευγάρι ευγενών και σινεφίλ προθέσεων που καθόταν δίπλα να μοιάζει εμφανώς τρομοκρατημένο, μόλις άναψαν τα φώτα για το διάλειμμα) εξίσου καλά με την πρώτη φορά που είδα, 15 χρονών, στη Νέα Σμύρνη (στον Άτταλο; μάλλον) το Μπλε Βελούδο, με διαφορά η πιο κρίσιμη και σημαντική ταινία που έχω δει ποτέ, αν με υποχρέωνε κάποιος να διαλέξω οπωσδήποτε μία, παρόλο που το Mulholland Drive, λόγω και της «φύσης» του, είναι εκείνη η ταινία που μπορώ να δω ξανά και ξανά και ξανά και ουκ έσται τέλος. Μία δεκαετία έχει περάσει από εκείνο το βράδυ στο Άστυ, καμιά καινούργια ταινία, αλλά βέβαια μόνο εξαφανισμένος δεν είναι ο Λιντς, ο οποίος δεν είναι κανένας μονήρης ή παρίας σαν τον Μάλικ ή τον Καράξ, κυκλοφορεί παντού, κάνει εκθέσεις με τα εικαστικά του, διαθέτει το πιο εντυπωσιακό μαλλί μαζί με τον Τζάρμους, φτιάχνει έπιπλα, ηχογραφεί μουσικές ιδανικές για ατμοσφαιρικό φάσωμα, είναι γκουρού του υπερβατικού διαλογισμού και επιστρέφει, λέει, στο τηλεοπτικό «Twin Peaks», προκαλώντας ενθουσιασμό σε όσους έχουν ξεχάσει πόσο αχρείαστη ήταν η δεύτερη σεζόν και πόσο μάπα η ταινία μετά.
Το σύμπαν του, όμως, κατοικεί εντός και το βλέπει κανείς παντού. Όταν τρεμοσβήνει μια λάμπα, όποτε πετυχαίνεις κάποια σκηνή γκροτέσκας γκλαμουριάς, όποτε νιώθεις μια περίεργη νοσταλγία για το παρόν (όσο παράξενο κι αν μοιάζει αυτό), όποτε αναζητάς εξωτικούς, σκοτεινούς αντιπερισπασμούς, ακόμα κι αν (ή μάλλον ειδικά αν) είναι βέβαιο ότι θα μπλέξεις σε ύποπτους κόσμους και νοσηρά συστήματα που φέρουν μια απόκοσμη αυτοτέλεια και φυσικά δεν στήθηκαν για να φιλοξενούν φιλοπερίεργους φλώρους. Ο όρος «λιντσικό» (Lynchian) έχει εισβάλει προ πολλού στο σύγχρονο πολιτισμικό λεξιλόγιο, έστω κι αν χρησιμοποιείται χαλαρά κι αφηρημένα, όπως το «καφκικό». Κάποτε, ο συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας είχε αποπειραθεί να το προσδιορίσει κάπως: «Θα μπορούσαμε ακαδημαϊκά να πούμε ότι ο όρος αναφέρεται σ' έναν πολύ ιδιαίτερο και συγκεκριμένο τύπο ειρωνείας, όπου ο συνδυασμός του μακάβριου με το τετριμμένο αποκαλύπτει πόσο βαθιά και διαχρονικά το πρώτο εμπεριέχεται στο δεύτερο... Για μένα, η αποδόμηση αυτής της παράξενης ειρωνείας του μπανάλ στις ταινίες του Λιντς έχει επηρεάσει τον τρόπο που βλέπω και οργανώνω τον κόσμο. Από τότε που πρωτοείδα το Μπλε Βελούδο, παρατηρώ, φέρ' ειπείν, ότι γύρω στο 65 τοις εκατό των ανθρώπων που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων από τα μεσάνυχτα ως τις έξι το πρωί αποτελούν λιντσικές φιγούρες: γκροτέσκες, λιπόψυχες, φανταχτερά απωθητικές, χαρακωμένες από μια οδύνη ακραία δυσανάλογη με τις προφανείς περιστάσεις ρουτίνας... μια τάξη ανθρώπων του δημόσιου χώρου τους οποίους έχω αυθαίρετα και ιδιωτικά καταχωρίσει, μέσω του Λιντς, ως "επίμονα γαμημένους"».
σχόλια