ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Το πανηγύρι της ροκ ματαιοδοξίας. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη

Το πανηγύρι της ροκ ματαιοδοξίας. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter
1

Το πανηγύρι της ροκ ματαιοδοξίας. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter

 

Έχω προλάβει την εποχή που κανείς δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «βινύλιο» για τους δίσκους μουσικής. Μόνο αυτοί υπήρχαν ως επίσημο φορμάτ και οι κασέτες ήταν απλώς για να ηχογραφείς το αυθεντικό – ακόμα και οι λεγόμενες κασέτες εταιρείας έπαιζε αν μετρούσαν ή όχι, όταν κάποιος καλούνταν να απαριθμήσει τους δίσκους του. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, η λέξη χρησιμοποιείται κατά κόρον και με έντονους φετιχιστικούς (βοηθάει και η φύση του υλικού που ορίζει η λέξη) και ρετροφιλικούς (βλέπε, λόγου χάριν, '80s μαυσωλεία, όπως η ντίσκο Vinilio στη Γλυφάδα) συνειρμούς, από τη στιγμή ειδικά που όσοι αγοράζουν ακόμα μουσική σε χειροπιαστή, μη ψηφιακή μορφή, αγοράζουν –«συλλέγουν»– δίσκους βινυλίου, κοινώς πλέον βινύλια. Τα οποία προσέχουν ως κόρη οφθαλμού και μάλλον δεν τα χρησιμοποιούν για να σνιφάρουν γραμμές κόκας στην ετικέτα του δίσκου που περιστρέφεται στο πικ-απ, όπως συμβαίνει σε μια χαρακτηριστική σκηνή '70s καφρίλας στον πιλότο της νέας, πολυδιαφημισμένης τηλεοπτικής σειράς «Vinyl» που φέρει την υπογραφή δημιουργών όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε (που σκηνοθέτησε τον δίωρο πιλότο), ο Τέρενς Γουίντερ (βετεράνος συγγραφέας των «Sopranos», δημιουργός του «Boardwalk Empire» και σεναριογράφος του Λύκου της Γουόλ Στριτ) και... ο Μικ Τζάγκερ, ατυχώς. Ατυχώς, διότι εν μέσω ενός λαμπρού καστ εμφανίζεται ως κεντρικός χαρακτήρας ο ατάλαντος γιος του, ο Τζέιμς Τζάγκερ, στον ρόλο του «τζάνκι μηδενιστή» ηγέτη μιας πρωτοπάνκ μπάντας με το σαχλό όνομα Nasty Bits που αναδύεται από τις τέφρες του εγκαταλελειμμένου από νόμο και τάξη downtown Μανχάταν στα 1973.

Το πανηγύρι της ροκ ματαιοδοξίας. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter

Η σειρά συγκεντρώνει και ξετυλίγει ένα κάρο μύθους και πραγματικότητες που ήταν γνώριμες από τη ροκ παραφιλολογία σ' εμάς τους «γνώστες», αλλά πλέον είναι κοινό κτήμα, αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας, αφηγηματικός άξονας μιας μεγάλης και έγκυρης τηλεοπτικής σειράς, υποταγμένης στις φόρμουλες του είδους.


Η μπάντα αυτή αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, στη σειρά όμως αναφέρονται και εμφανίζονται σε δραματοποιημένη μορφή στο πρώτο διπλό επεισόδιο πραγματικά συγκροτήματα, με βαριά ιστορία. Όπως οι New York Dolls, που τότε τους ήξεραν μόνο οι πολύ καμένοι και οι πολύ ψαγμένοι και παρουσιάζονται να κατεδαφίζουν κυριολεκτικά το ιστορικό Mercer Arts Centre, και οι ακραίας δημοτικότητας Led Zeppelin, ο Ρόμπερτ Πλαντ βασικά, που με πολλή ευχαρίστηση είδα να απεικονίζεται ως απαιτητικό και κακομαθημένο πριαπικό τσόλι, και ο βίαιος, θηριώδης μάνατζέρ τους Πίτερ Γκραντ. Διαβάζω ότι στα επόμενα επεισόδια (δέκα θα έχει ο πρώτος κύκλος) θα εμφανιστούν επίσης ο Άντι Γουόρχολ και η κουστωδία του Factory, ο Λου Ριντ και οι Velvet Underground, και η ατυχής Κάρεν Κάρπεντερ, μεταξύ άλλων. Άχαρες αυτές οι βιογραφικές αναπαραστάσεις που ξύνουν τα πιο στερεοτυπικά στοιχεία πολύπλοκων και αμφιλεγόμενων χαρακτήρων του ροκ Κανόνα, αλλά τελικά δεν έχει και πολλή σημασία: περιφερειακοί παίκτες είναι στο σύμπαν μυθοπλασίας του «Vinyl», όπου πρωταγωνιστούν φανταστικοί χαρακτήρες βασισμένοι σε αρχέτυπα της πάλαι πότε κραταιάς μουσικής βιομηχανίας, με προεξάρχοντα τον εξαιρετικό πρωταγωνιστή της σειράς, Μπόμπι Καναβάλε, στον ρόλο του ιδιοκτήτη δισκογραφικής Ρίτσι Φινέστρα (από τις πρώτες στιγμές είναι αδύνατον να διανοηθείς ότι θα μπορούσε να τον υποδυθεί κάποιος άλλος ηθοποιός), ο οποίος, προσπαθώντας να διαχειριστεί τους παλιούς σκελετούς στην ντουλάπα του, φορτώνεται και με καινούργιους, μονίμως παγιδευμένος σε μια δίνη οργίων, drugs και rock & roll.

Το πανηγύρι της ροκ ματαιοδοξίας. Aπό τον Δημήτρη Πολιτάκη Facebook Twitter

Τα πρώτα σπαράγματα του πανκ (αλλά και του hip hop), η Νέα Υόρκη όταν έμοιαζε σάπια, τελειωμένη, υπόγεια και σαγηνευτικά επικίνδυνη, οι προσδοκίες και οι ιδεαλισμοί των '60s που αποτεφρώθηκαν στη μεγάλη πυρά εγκεφαλικών κυττάρων των '70s, η ματαιοδοξία και η ύβρις των εκατομμυριούχων ροκ σταρ, η απληστία των δισκογραφικών εταιρειών, η εκμετάλλευση των μαύρων καλλιτεχνών, ο κυνισμός, ο σεξισμός, οι γκρούπις, η χειραγώγηση των αιτημάτων της αντικουλτούρας... Η σειρά συγκεντρώνει και ξετυλίγει ένα κάρο μύθους και πραγματικότητες που ήταν γνώριμες από τη ροκ παραφιλολογία σ' εμάς τους «γνώστες», αλλά πλέον είναι κοινό κτήμα, αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας, αφηγηματικός άξονας μιας μεγάλης και έγκυρης τηλεοπτικής σειράς, υποταγμένης στις φόρμουλες του είδους. Η δίωρη πρεμιέρα, πάντως, αποτελεί, πέρα από ενστάσεις τεχνικής φύσεως, ένα συναρπαστικό τριπ ροκ φαντασμαγορίας (θα έλεγε κανείς, χαριτολογώντας, ότι ο Σκορσέζε ξανάρχισε τα σκληρά που κόντεψαν να τον ξεκάνουν κάποτε, μόνο και μόνο για να γυρίσει αυτό τον πιλότο) ντελιριακής και απενοχοποιημένης σκηνοθετικής προσέγγισης, σαν αυτόνομη ταινία που έγινε με τρελό κέφι και δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ιδανική ψυχαγωγία, λοιπόν, και κορυφαία δραματική σειρά αυτής της σεζόν (μαζί με το σαδομαζοχιστικό «Billions» και το «Better Call Saul» που καταφτάνει δριμύτερο), που, εκτός από την αίσθηση ενός άγριου πάρτι που αναπόφευκτα θα στραβώσει κάποια στιγμή, μεταφέρει και τη βαριά υπενθύμιση ότι όλοι εμείς που αναζητήσαμε την υπέρβαση και την εναλλακτική κουλτούρα μέσω της ροκ μυθολογίας στηρίξαμε ως καταναλωτές της μουσικής βιομηχανίας μία από τις πιο αχαλίνωτες εκφάνσεις ξεσαλωμένου καπιταλισμού που υπήρξε ποτέ.

1

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αναζητώντας το μυστικό του Γιάννη Πετρίδη

Δ. Πολιτάκης / Αναζητώντας το μυστικό του Γιάννη Πετρίδη

Στις 29 Μαρτίου συμπληρώθηκαν σαράντα έξι χρόνια από την πρώτη εκπομπή του ανθρώπου που μας έμαθε να ακούμε μουσική, όμως, παρά την οικειότητα, το κύρος και τη γνώση που εκπέμπει ακόμα η φωνή του από τα ερτζιανά, ο ίδιος παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
200 χρόνια «κρυφό σχολειό»

Δ. Πολιτάκης / 200 χρόνια «κρυφό σχολειό»

Πέρα από τις εθιμοτυπικές τελετουργίες της αρμόδιας επιτροπής, ο εορτασμός των 200 χρόνων από το ’21 θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μια βαθύτερη αντίληψη των συναρπαστικών γεγονότων εκείνης της εποχής από αυτή που μας χάρισε το σχολείο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Αποχαιρετισμός στην κυρία Μιράντα

Δημήτρης Πολιτάκης / Αποχαιρετισμός στην κυρία Μιράντα

Πηγαίνοντας μετά από καιρό σε σπίτι φίλων, είδα στην εξώπορτα το αγγελτήριο θανάτου της ηθοποιού Μιράντας Κουνελάκη που έμενε στην ίδια πολυκατοικία και για χρόνια «επέβλεπε» στοργικά και διακριτικά τις νεανικές μας τρέλες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
H περίπτωση του Άκη Πάνου, που ακόμα μας στοιχειώνει

Δημήτρης Πολιτάκης / H περίπτωση του Άκη Πάνου, που ακόμα μας στοιχειώνει

Ούτε το έργο ενός δημιουργού μπορεί εύκολα να διαγραφεί ούτε όμως και η σύνδεσή του με τις όποιες αποτρόπαιες πράξεις. Μένει εκεί, σαν ανεξίτηλη κηλίδα που διαβρώνει και συρρικνώνει το σέβας, το δέος, την εκτίμηση, την απόλαυση. Αυτό είναι το τίμημα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Βρίσκοντας καταφύγιο στη μοιρολατρία και στα εποχικά μαγαζιά

Δημήτρης Πολιτάκης / Βρίσκοντας καταφύγιο στη μοιρολατρία και στα εποχικά μαγαζιά

Έχει ανάγκη ο κόσμος να περιβληθεί στην απομόνωσή του από ένα γιορτινό σκηνικό, από μια λαμπερή ψευδαίσθηση, ξορκίζοντας μια χρονιά που έγινε η προσωποποίηση όλων των δεινών που έχουν πέσει στο κεφάλι μας, όχι μόνο της πανδημίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Η πανδημία και η λαχτάρα μας να «σώσουμε τα Χριστούγεννα»

Δημήτρης Πολιτάκης / Η πανδημία και η λαχτάρα μας να «σώσουμε τα Χριστούγεννα»

Ας είμαστε προετοιμασμένοι για σεμνές, ταπεινές, υπερβατικές γιορτές, όπως θα έπρεπε δηλαδή πάντα να είναι, αν πιστέψουμε όλες αυτές τις χριστουγεννιάτικες ταινίες που βλέπουμε μια ζωή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Απόδραση από την Αθήνα

Δημήτρης Πολιτάκης / Απόδραση από την Αθήνα

Παίζει ξανά δυνατά ως σενάριο ή ως όραμα μέσα στην πανδημία η οριστική φυγή από τη μητρόπολη και η μετεγκατάσταση σε κάποια ιδανική γωνιά της επαρχίας με άμεση πρόσβαση σε φύση, βουνά, ακρογιαλιές, δειλινά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
Η μόνη ερμηνεία που πραγματικά αξίζει είναι του Ian Hart που υποδύεται τον μάνατζερ των Led Zeppelin. Πραγματική θύελλα! Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ερμηνείες είναι τρομερά επιτηδευμένες, σαν να πασχίζουν να δείξουν τόσο 70s. Και κάποιες επιλογές ηθοποιών εντελώς άστοχες, πχ James Jagger (εντάξει το αγοράκι έχει ωραίο χειλάκι αλλά είναι ατάλαντο) και Juno Temple.