Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997) ξεκίνησε να βγάζει φωτογραφίες το 1953, όταν αγόρασε μια φτηνή μεταχειρισμένη φωτογραφική μηχανή της Κόντακ. Για δέκα χρόνια έβγαζε φωτογραφίες τον εαυτό του, τους φίλους του και τους εραστές του. Το 1963 σταμάτησε να βγάζει φωτογραφίες αλλά στις αρχές του 1980 επέστρεψε ενθαρρυμένος από τους φωτογράφους Berenice Abbott και ο Robert Frank. Άρχισε να ανατυπώνει το πρώιμο έργο αλλά συνέχισε και με νέα πορτρέτα, προθέτοντας μερικές φορές εκτενείς περιγραφές. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν ένα συναρπαστικό πορτρέτο της γενιάς Μπιτ αλλά είναι δεν είναι απλά ιστορικά έγγραφα. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν το είδος της ποίησης που χαρακτηρίζει αυτή τη γενιά: την παρατηρητικότητα, την βαθιά εκτίμηση για την ομορφιά της καθημερινότητας, τη ιερότητα του παρόντος.
Φωτογραφίες του Γκίνσµπεργκ περιλαµβάνονται στα λευκώµατα «Beat Memories: The Photographs of Allen Ginsberg» (εκδόσεις Prestel) και «Snapshot Poetics» (εκδόσεις Chronicle).
Δείτε ακόμα: ο Άλεν Γκίνσμπεργκ διαβάζει το ποίημά του, «Ουρλιαχτό»
Απόσπασμα από το «Ουρλιαχτό» / Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ' τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ' τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ' απ' τον τοίχο...
Από τη μελοποίηση που έκανε ο Λάκης Παπαδόπουλος (Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ)
Τραγουδάει η Χαρά Αργυροπούλου
Διαβάστε επίσης: Το "Ουρλιαχτό" του Αλεν Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα το 1978
Το Ουρλιαχτό εκδόθηκε στην Αμερική το 1956, έγινε εμβληματικό ποίημα της γενιάς των χίπις τη δεκαετία του '60 και ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70.
Μετέφραζα τα ποιήματα του Γκίνσμπεργκ στα τέλη της δεκαετίας του '60, επί χούντας. Ημουν εικοσιπενταετής και ηπίως χίπης (μακριά, αλλά περιποιημένα μαλλιά). Το κατά πόσον το μεταφράζειν μπιτ ποιητές αποτελούσε αντιχουντική και αντιστασιακή έκφραση δεν είμαι σε θέση να το πω, δεν θυμάμαι να είχα αυτή την αίσθηση, ή μπορεί και να την είχα και να το έχω ξεχάσει. Γεγονός είναι ότι τα ποιήματα του Γκίνσμπεργκ άρεσαν στη γενιά μου, όπως και του Γιεφτουσένκο, του Κατσαρού. Ηταν ποίηση ανατρεπτική, ειλικρινής (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει), ηχηρή, ραψωδική· είχε μεγάλη ανάσα - το αντίθετο της κοντής ανάσας του Σεφέρη.
Οι μεταφράσεις δεν εκδόθηκαν τότε - κανείς εκδότης δεν θα διακινδύνευε να κοπούν από τη λογοκρισία. Μπήκαν στο συρτάρι. Το 1978 μου τις ζήτησε ο Ευγένιος Αρανίτσης, σύμβουλος τότε του εκδοτικού οίκου Ακμων της Μάνιας Τεγοπούλου. Κυκλοφόρησαν τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και σ' έναν μήνα το βιβλίο είχε εξαντληθεί.
Το φθινόπωρο του 1993 ο Γκίνσμπεργκ ήρθε στην Αθήνα, προσκαλεσμένος του περιοδικού «Ρεύματα», για να διαβάσει το Ουρλιαχτό σε εκδήλωση που έγινε στο θέατρο «Ρεξ». Μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να είμαι μαζί του και να διαβάσω τις μεταφράσεις μου. Αρνήθηκα ευγενικά, λέγοντας ότι αυτού του είδους οι δημόσιες εκδηλώσεις μού προκαλούν αγοραφοβία. Με συμβούλευσε να κάνω ασκήσεις ζεν. Του υποσχέθηκα να τον δω την επομένη και να τα πούμε κατ' ιδίαν. Πράγματι, το μεσημέρι τον συνάντησα στο ξενοδοχείο «Ηλέκτρα» στην Πλάκα όπου έμενε και ανεβήκαμε με τα πόδια την οδό Νικοδήμου. Τον ρώτησα τι θέλει να κάνουμε και απάντησε ότι για μερικές ώρες ήταν ελεύθερος, το απόγευμα μόνο είχε ραντεβού με τους έλληνες βουδιστές στο προαύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Στο μεταξύ μπορούσαμε να φάμε. Φτάνοντας στον Εθνικό Κήπο διαπίστωσα ότι τα ταξί είχαν απεργία. Πήραμε το τρόλεϊ, κάθισμα αδειανό δεν υπήρχε, και η έγνοια μου ήταν να τον υποβαστάζω όρθιο στο διάδρομο, ήταν άρρωστος και ετοιμόρροπος. Στη διαδρομή μού απήγγειλε ένα ποίημα που είχε γράψει πρόσφατα για τον πατέρα του. Μπροστά μας καθόταν μια κοπέλα, είχε στην αγκαλιά βιβλία, έδειχνε φοιτήτρια· κάποια στιγμή άνοιξε το ντοσιέ της και του έδειξε, μέσα σε σελοφάν, τη σελίδα της συνέντευξης που του είχε πάρει ο Θανάσης Λάλας του «Βήματος», την προηγούμενη Κυριακή. Υπήρχε και μια μεγάλη φωτογραφία του και, κατακόκκινη και τείνοντας το δάχτυλο, η κοπέλα τον ρώτησε «Is it you?» Ο Γκίνσμπεργκ έριξε μια φευγαλέα ματιά, είπε ένα αδιάφορο «yes» και συνέχισε να μου μιλάει. Τον ρώτησα αν αυτό συμβαίνει συχνά στη Νέα Υόρκη. Απάντησε «μερικές φορές», κάτι κατάλαβε, και της απηύθυνε δυο κουβέντες.
Κατεβήκαμε στο Μουσείο και βρήκαμε ένα παραδοσιακό εστιατόριο στην Πατησίων. Παρήγγειλε φασουλάδα και κουβεντιάσαμε περί ποιήσεως. Δυσφόρησε όταν του είπα ότι είχα στραφεί ως αναγνώστης και ως μεταφραστής στον αγγλικό λογοτεχνικό μοντερνισμό και σιώπησε όταν σε σχετική του ερώτηση του απάντησα ότι είμαι παντρεμένος και έχω μια κόρη. Μου είπε ότι τον περασμένο χρόνο έκανε την πεντηκοστή πολιτεία του Ουρλιαχτού (δηλ. διάβασε το ποίημα σε δημόσια συγκέντρωση στην τελευταία Πολιτεία των ΗΠΑ όπου δεν το είχε μέχρι τότε διαβάσει). Συζητώντας περί ποιήσεως και ποιητών είπε ότι ο Γκρέγκορι Κόρσο, γνωστός ποιητής μπιτ, είναι πολύ έξυπνος («very smart»), καθόσον τα ποιήματα που γράφει τώρα δεν τα δίνει σε περιοδικά, αλλά τα πωλεί ως χειρόγραφα κατευθείαν σε συλλέκτες. Η αμοιβή είναι τουλάχιστον πενταπλάσια. Σε σχόλιό μου ότι εμείς, το αναγνωστικό κοινό, στερούμεθα έτσι ενός ενδεχομένως σπουδαίου ποιήματος, απάντησε ότι κάποτε στο μέλλον θα εκδοθούν, μπορούμε να περιμένουμε. Στη διάρκεια της συνομιλίας μας πολιτικές απόψεις δεν διατύπωσε. Ηπιε διάφορα δισκία φαρμάκων και όταν τον ρώτησα γιατί δεν κάνει ασκήσεις ζεν αντί να καταπίνει χάπια, μου απάντησε ότι για να αντιμετωπίσει τις συγκεκριμένες παθήσεις πρέπει να μπει σε πολύ βαθιά νερά διαλογισμού, για τα οποία δεν είναι έτοιμος. Στον κήπο του Μουσείου, οι καρέκλες άδειες, αποχαιρετηθήκαμε. Γύρισα σπίτι με τα πόδια.
Είναι μοιραίο να απογοητευόμαστε όταν γνωρίζουμε συγγραφείς και καλλιτέχνες ινδάλματα της νεότητάς μας. Υπολείπονται πάντα από την εικόνα που είχαμε σχηματίσει γι' αυτούς. Ξεχνάμε ότι είναι άνθρωποι. Αλλά το Ουρλιαχτό παραμένει ένα καλό ποίημα, που άφησε το ευδιάκριτο αποτύπωμά του στην ποίηση του 20ού αιώνα. Στο πρώτο μου σημείωμα, το 1978, είχα γράψει ότι ο Γκίνσμπεργκ «κυριαρχεί με την εκρηκτικότητα της εμπνευσμένης, παιδικής, ακατάσχετης μπουρδολογίας, με κυλιόμενα κατεβατά και θρασείες αρχαγγελικές κοινοτοπίες, που αιφνιδιάζουν και επιβάλλονται», ότι «ο λυρικός του λόγος είναι αυθεντικός και η ποιητική του αποτελεσματικότητα, στις καλύτερες στιγμές του, αναμφισβήτητη». Μετά τριάντα χρόνια δεν έχω αλλάξει γνώμη.
Το Ουρλιαχτό επηρέασε βαθύτατα και διαμόρφωσε την ποιητική ευαισθησία πολλών γενιών ποιητών και αναγνωστών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Η γενιά των ποιητών του '70 μαθήτευσε στον Γκίνσμπεργκ, αλλά και κατεστημένοι, παλαιότεροι ποιητές τον τίμησαν και αναγνώρισαν την ποιητική του αξία. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αίφνης, στο ποίημά του «Οι Εποχές», από την Οκτάνα, δεν φείδεται επαίνων:
Ωστόσο, για να ξανάρθει η άνοιξις μέσ' στον βαρύ χειμώνα, πρέπει να είναι μπορετό να γίνει κάποτε μέσ' στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ, πρέπει να μην υψώνονται επ' άπειρον μέσ' στην ψυχή σωρείται, σωρείται βαρείς και αποκλειστικοί, όπως στο μέγα ποίημα «Χάουλ» του Γκίνσμπεργκ, ή όπως στου Κόρσο το «Αλκακράζ» ...και μολονότι ξαναδιάβασα τον Γκίνσμπεργκ και τον Κόρσο (που και οι δυο με συγκινούν πολύ) δεν μου 'ρχονται στο νου, ούτε του ενός, ούτε του άλλου οι στίχοι, μα επάνω από τους ουρλιαχτούς, τους ολολύζοντας του «Χάουλ» ανέμους...
Οι «βαρείς και αποκλειστικοί σωρείται», οι «ολολύζοντες άνεμοι» του Ουρλιαχτού. Χρησιμοποιώντας μεταφορική γλώσσα, ο Εμπειρίκος διατύπωσε δύο εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις. «Σωρείτες» είναι τα βαριά νέφη που είναι λευκά στα άκρα και σκοτεινά στο κέντρο· είναι ακόμη οι σύνθετοι συλλογισμοί, όπου παραλείπονται τα επιμέρους συμπεράσματα και προβάλλεται μόνο το τελικό. Κατά διαστολή και συνδυασμό των εννοιών θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για εκφραστικούς σωρείτες - οι όγκοι, τα κυλιόμενα κατεβατά της μαύρης απελπισίας του Ουρλιαχτού. Και ως προς τους «ολολύζοντας ανέμους», ας επισημάνουμε ότι η αγγλική λέξη «howl» αποδίδεται στην ωρυγή, την άγρια κραυγή σκύλων, λύκων ή ανθρώπων που κλαίνε ή γελούν ή φωνάζουν οργισμένοι, αλλά και στο δυνατό βουητό του ανέμου. Ο Γκίνσμπεργκ έδειξε ότι και τις φωνές βάζοντας μπορεί κανείς να κάνει ποίηση.
Το κείμενο αυτό διαβάστηκε ενώπιον του κοινού, την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009, στο κτήριο της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων,στη σειρά «Ομιλίες με θέμα τη σχέση της Λογοτεχνίας με τη δεκαετία 1960-1970» κι όλα αυτά ενταγμένα στον εορτασμό επί τη συμπληρώσει σαράντα ετών από την κυκλοφορία του δίσκου τού Δ. Σαββόπουλου «Το περιβόλι του τρελλού» (1969-2009).
σχόλια