Γκούγκλαρέ το, ρε, άμα δεν με πιστεύεις... Η φράση που στοιχειώνει τόσες και τόσες συζητήσεις που ξεκινούν χαλαρά και κλιμακώνονται σε έντονη αντιπαράθεση, με τα smartphones να βγαίνουν από τις θήκες τους σαν πιστόλια σε γουέστερν μονομαχία. Δι' ασήμαντον αφορμή συνήθως, για trivia ζητήματα, για κάποιο όνομα, μια χρονολογία, έναν τίτλο, ένα επίμαχο περιστατικό, αν κάποιος επώνυμος ζει ή αν πέθανε πρόπερσι και απλώς δεν πήραμε χαμπάρι τα σουαρέ νεκρολογίας εκείνες τις μέρες στα διάφορα μέσα. Αφορμή για το πιο πρόσφατο σχετικό μπάχαλο, η κουβέντα σε μια ομήγυρη για τον Τζόνι Ντεπ και τις κατηγορίες εναντίον του από τη σύζυγό του για ξυλοδαρμό, επιθέσεις, βίαιη συμπεριφορά και ρίψη κινητών (ο μέσος οξύθυμος φαλλοκράτης θα το σκεφτόταν, θα τον κύκλωνε η καρμιριά, πριν εκσφενδονίσει iPhone και άλλα ακριβά αντικείμενα προς τη γυναίκα του). Είναι άδικο όμως. Όχι το κατηγορητήριο (δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς, γνωρίζουμε όμως μέχρι πού φτάνει ο αλκοολικός, όταν χαθεί στο στάδιο της θολωμένης οργής) αλλά το γεγονός ότι χρόνια προσπαθώ μάταια, σε γραπτά ή συζητήσεις, να αποκαθηλώσω τον μύθο του Τζόνι Ντεπ («ένας μεγάλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, ανθρωπιστής» είναι ο υπότιτλος της προσωπικής ιστοσελίδας του) και τώρα όλοι τον «τελειώνουν» με συνοπτικές διαδικασίες.
Κρίμα μόνο για τόσες γυναίκες από το παρελθόν που δεν τόλμησαν ποτέ να βγουν και να καταγγείλουν δημόσια τις επιθέσεις που είχαν δεχτεί από κάποιον σαν τον Τσάπλιν, τον Πικάσο ή τον Τζον Λένον, ο οποίος σήκωνε χέρι (στη σύζυγο) για ψύλλου πήδημα.
Όχι επειδή η τραγικά περιορισμένη γκάμα του έκανε τον Τομ Κρουζ –ο οποίος βρίσκεται στο άλλο άκρο: όλοι φαίνονται να τον αντιπαθούν, χωρίς να είναι σίγουροι ακριβώς γιατί– να μοιάζει ιερό τέρας υποκριτικής και άξιος υπηρέτης του Θέσπιδος, όχι επειδή ελάχιστοι μπορούν να ξεχωρίσουν τη μία από την άλλη όλες αυτές τις ταινίες goth καθήλωσης που έχει κάνει με τον Τιμ Μπάρτον, όχι εξαιτίας της χειρότερης σειράς παιδικών ταινιών ever (Οι πειρατές της Καραϊβικής), όχι εξαιτίας της βαριάς και κακόγουστης εσάνς ροκ μαυσωλείου που περιφέρει, αλλά επειδή σήκωνε χέρι και, τέλος πάντων, δεν ζούμε πια στην εποχή του Ρίτσαρντ Μπάρτον και της Ελίζαμπεθ Τέιλορ κι αυτά όχι μόνο δεν περνάνε αλλά η ετυμηγορία είναι αυστηρή και άμεση στα social media, πολύ πριν η υπόθεση φτάσει σε αρμόδιο δικαστήριο. Ο αντιδραστικός μέσα μου (που δεν θέλει και πολύ να εκδηλωθεί) εξανίσταται και με κάνει να τον στηρίξω. Άσε που έχω την αίσθηση ότι μέρος της κατακραυγής έχει να κάνει με το ότι είναι πλέον μεσήλικας (52), οπότε δεν του επιτρέπεται πια το rock'n'roll lifestyle και οι παρελκόμενες ακρότητες και καφρίλες, γεγονός που επίσης με οδηγεί αντανακλαστικά στη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης. Μόλις διάβασα ότι υπήρξε πρωτοφανής κινητοποίηση στη Σουηδία, υπό τη μορφή «καμπάνιας στα social media» (αυτή η μάστιγα), με την απαίτηση να ματαιωθεί λόγω των καταγγελιών η προχθεσινή συναυλία του σούπερ γκρουπ που έχει στήσει ο Τζόνι με την ονομασία Hollywood Vampires (το όνομα και μόνο θα δικαιολογούσε μποϊκοτάζ, ακόμα κι αν ο Τζόνι Ντεπ ήταν αγγελούδι). Δεν είμαστε καλά: έχουμε γίνει όλοι «ένορκοι, δικαστές και δήμιοι», που λένε στην Αμερική.
Μεγάλο, παλαιό και δυσεπίλυτο ζήτημα ο διαχωρισμός της δημόσιας εικόνας και της ιδιωτικής ζωής των ινδαλμάτων. Κακά τα ψέματα: τα καλά παιδιά με το μικρό εγώ και τη μεγάλη καρδιά σπανίως γίνονται αστέρες (οποιουδήποτε πεδίου), επειδή δεν έχουν καμιά διάθεση να μπλέξουν με τη λαμπερή αγριότητα της φήμης. Άγριο, όμως, είναι και το «τελείωμα» από τα media όσων βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωποι με τα φώτα της αρνητικής δημοσιότητας και με τους πρόχειρα θεσμοθετημένους σύγχρονους κανόνες ηθικής συμπεριφοράς. Δεν μιλάμε για ακραίες περιπτώσεις, όπως αυτή του Μπιλ Κόσμπι, όπου το κατηγορητήριο είναι βαρύ, συντριπτικό και σε βάθος χρόνου, και θα τον στείλει στην αιωνιότητα με τη στάμπα του μανιακού, επιθετικού σεξομανή, σβήνοντας ολόκληρη τη συνεισφορά του στην κωμωδία. Ας πρόσεχε, δεν περνάνε τέτοιες συμπεριφορές πια, ασχέτως του αν είναι βέβαιο ότι κάποια από τα θύματά του δεν προέβησαν σε εξομολογήσεις και αποκαλύψεις μόνο για να βρουν επιτέλους το δίκιο τους αλλά και για να εξασφαλίσουν μια σημαντική οικονομική αποζημίωση. Κρίμα μόνο για τόσες γυναίκες από το παρελθόν που δεν τόλμησαν ποτέ να βγουν και να καταγγείλουν δημόσια τις επιθέσεις που είχαν δεχτεί από κάποιον σαν τον Τσάπλιν, τον Πικάσο ή τον Τζον Λένον, ο οποίος σήκωνε χέρι (στη σύζυγο) για ψύλλου πήδημα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.