Λέει «θέλω να σε γλείψω πατόκορφα, θέλω να σε φάω ολόκληρη, να φτάσω στα κόκαλά σου, να κλειστούμε σ' ένα δωμάτιο για μέρες». Κι αυτό είναι φοβερό από μόνο του. Όλο αυτό το τσουνάμι επιθυμίας». Χώνει το χέρι του μέσα από το τζιν, εξάρει το δέρμα. Ανεβαίνει τη ραχοκοκαλιά προς τα πάνω, αλλιώς θα ήμουν αμυντική και το ξέρει. «Και μόνο αυτό είναι αρκετό, είναι καταβύθιση στην ηδονή, θέλω να βυθιστώ κι άλλο μέσα σου», λέει και σκέφτομαι ότι εννοεί να βυθίσει το πουλί του.
«Και δεν εννοώ να βυθίσω το πουλί μου», διευκρινίζει. «Δηλαδή, δεν θα το βυθίσεις;» λέω. Θα προτιμούσα να συμμετέχει κι αυτό. Παραδοσιακά. Με τον κλασικό τρόπο. Καλό είναι το κίνκι, κατανοώ, είμαστε όλοι κατεστραμμένοι από τον χριστιανισμό και τις μαμάδες μας. Τι να σου κάνει και η ψυχοθεραπεία, η λίμπιντο είναι λίμπιντο, δεν αλλάζει: δεν γίνεσαι foot fetishist, γεννιέσαι. Μια φορά ουρολάγνος, για πάντα ουρολάγνος.
«Και δεν εννοώ να βυθίσω το πουλί μου», διευκρινίζει. «Δηλαδή, δεν θα το βυθίσεις;» λέω. Θα προτιμούσα να συμμετέχει κι αυτό. Παραδοσιακά. Με τον κλασικό τρόπο. Καλό είναι το κίνκι, κατανοώ, είμαστε όλοι κατεστραμμένοι από τον χριστιανισμό και τις μαμάδες μας.
Με κοιτάει σοκαρισμένος. Δεν με θυμάται έτσι. Αναπτύσσει λεπτομερώς τι σκοπεύει να κάνει. Και ότι αναφερόταν σε μια επιθυμία πιο ολιστική. «Θέλω να σε κατέχω», λέει. Αρχίζω να ελπίζω σε γάμο. Ή, έστω, σε μια παραδοσιακή αντρική βαρβαρότητα. Ναι: είναι σίγουρα ικανός για λίγη κλασική, ζωώδη βία, όπως μας την εμφύσησαν η θρησκεία και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ. Ένα πάτημα εδώ, ένα τραβηγματάκι μαλλιού εκεί, μια προσομοίωση βιασμού παραπέρα - κι όταν λέω προσομοίωση, εννοώ προσομοίωση.
Προς το παρόν, βυθίζει τη γλώσσα στα δόντια. Και να 'μαστε: δύο αντιεξουσιαστές, δύο εντελώς φεμινιστές, δύο του χώρου να φασωνόμαστε εξουσιαστικά μέσα στ' αμάξι. Με καρδιές που χτυπάνε σαν ταμπούρλα. Πίσω στην τρίτη λυκείου: το δέρμα κολλάει στη δερμάτινη επένδυση και δεν το ξανακάνω σ' οτομπιάνκι. Εκτός αν αντικειμενοποιηθώ από κάποιον ιδιοκτήτη οτομπιάνκι.
Λέει, «είσαι με το 'να μάτι έξω απ' το αμάξι, σαν αφηρημένο επαρχιακό φανζίν, με τα μισά γράμματα έξω από τη σελίδα. Πες μου, γαμώ τον Γκι Ντεμπόρ μου μέσα. Τι σκέφτεσαι;». Σκέφτομαι ότι έχω αντικειμενοποιηθεί, ότι εδώ συντρέχουν συνθήκες αντικειμενοποίησης, ότι με βλέπει σαν κρέας και σαν εκείνο το πλάσμα του οποίου την ουσία θες να φορέσεις σαν πουλόβερ, του οποίου το δέρμα θες να σκαλίσεις και να φας, σαν να πρόκειται για την ίδια σου τη μύτη – ε, ναι, κάποιοι άνθρωποι το κάνουν αυτό, το 'χω δει. Σκέφτομαι ότι είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ζούμε, ο λόγος για τον οποίο τραγουδάμε, γράφουμε, κάνουμε δίαιτα, εκτοξεύουμε εξυπνάδες: αυτή η στιγμή που ο άλλος επιθυμεί ξεκάθαρα και κολασμένα το σώμα μας. Που η καύλα καλπάζει.
Η καύλα η μεταδοτική. Η καύλα των άσχημων. Η καύλα των ποθητών. Η καύλα των συμμαθητών για τη μαζορέτα. Η καύλα των γέρων. Η ακυρωμένη καύλα του εραστή που σε βλέπει σαν νεράιδα και αδυνατεί να σε πάρει. Η καύλα που δεν απαντά στη δική σου: η καύλα η αναπάντητη. Η καύλα του διπλανού στο μπαρ. Του αγοριού που σου τραβούσε το σουτιέν στο σχολείο. Καύλα μπλεγμένη με έρωτα. Σκέτη καύλα. Η καύλα δεν είναι απόδειξη έρωτα. Η καύλα είναι απόδειξη καύλας.
Ο Γουόρχολ λέει ότι υπάρχουν αυτοί που περνάν τη ζωή τους αποφεύγοντας την επιθυμία των άλλων κι εκείνοι που τους κυνηγάνε. Οι πρώτοι περνάνε χρόνια ξεσκονίζοντας από πάνω τους τα σάλια των άλλων, τα βλέμματα συμπυκνωμένης λαγνείας, τις ριπές πόθου που τους εκτοξεύονται στο σούπερ μάρκετ σαν Άζαξ από εκείνους που τους βλέπουν ως κομμάτι ζουμερού κρέατος. Με τον καιρό αναπτύσσουν αντισώματα ή και άνεση στην ξένη λαγνεία. Κάποτε, πιο υποψιασμένοι, βασανισμένοι ή πιο αγάμητοι, την εκτιμάνε ανεξαιρέτως. Αυτή την αντικειμενοποίηση. Αντικειμενοποίησέ με. I wanna be your dog. Your thing. Your something.
Πολλοί έχουμε νιώσει αντικείμενα – δυστυχώς, όχι όλοι. Κάποιοι δεν έχουν αγκαλιαστεί ποτέ, από κανέναν – πλην της μάνας τους: δεν ένιωσαν αντικείμενα του πόθου του άλλου. Όπως λέει ο Χριστιανόπουλος: «Εσείς που... έχετε κάποιον να σας σφίγγει τρυφερά το χέρι... είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;». Που κάνουν οne night stand για λίγη στοργή: ακόμα κι εκεί παίρνεις χάδι, πόθο. Ακόμα κι εκεί, όταν αποχωρίζεσαι, χάνεις τα μάτια που σ' έχουν –για λίγο– ποθήσει, τα χέρια που σ' έχουν χαϊδέψει. Λέει ο Καροτενούτο: «Tο σώμα γίνεται αφανές, εκμηδενίζεται όταν ο άλλος μας πληροφορεί ότι το σώμα μας δεν τον συγκινεί πια». Όσοι το έχουμε ζήσει: Τι πόνος!
Θυμάμαι τη θεία να λέει στα πενήντα πέντε της ότι έρχεται μια στιγμή που οι άντρες δεν σε βλέπουν, δεν υπάρχεις, δεν σε ποθούν, κι αυτή είναι μια τραγική στιγμή στη ζωή μιας γυναίκας. Ενός ανθρώπου, θα έλεγα εγώ, που κοιτάω τους μπαρμπάδες με αδιαφορία, που εκπλήσσομαι από τη λαγνεία τους. Όμως κι αυτοί καυλώνουν. Μερικοί έχουν κάποια που τους ποθεί ακόμα. Ευτυχώς. Η θεία εννοούσε: μια μέρα θα αποαντικειμενοποιηθείς, θα ψάχνεις να σ' αντικειμενοποιήσουν.
«Ωραία είναι», θέλω να πω στον φίλο που είναι ψιλοσέξι-αλλά-δε-θα-τον-ερωτευτώ-κιόλας. Δεν μιλάω, όμως: έτσι κάνει το αντικείμενο, παραμένει αινιγματικό, εάν θέλει να παραμείνει αντικείμενο. «Κι εγώ γουστάρω, φίλα με κι άλλο», λέω τελικά, δεν γαμιέται; Κι αν όχι, γιατί δεν γαμιέται;
Οι γυναίκες στα βιβλία του Χένρι Μίλερ είναι αντικείμενα είναι και υποκείμενα: αντικειμενοποιούν τους άντρες, εφόσον είναι εγωιστικά ηφαίστεια ασυγκράτητης λάβας. Ίσως γι' αυτό μου αρέσει ο Χένρι. Είναι καλό να είσαι αντικείμενο, δεν χρειάζεται να γίνεις η Βαλεντίνα του Κρέπαξ. Γιατί κιόλας να το παίζεις πριγκίπισσα τύπου «μ' αρέσει, αλλά δεν είμαι εύκολη, δεν γαμιέμαι χωρίς λόγο»; Πριγκίπισσες όλου του κόσμου, γαμηθείτε! Δεν χρειάζεται να παντρευτείτε πρώτα. Υπάρχει κι εμβόλιο για τα κονδυλώματα.
Η καύλα των άλλων. Κάτι σου δίνουν, κάτι ζητάνε, πάντως κάτι τους εμπνέεις. Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν αυνανισμό στη μέση της νύχτας. Μπορείς να τους σνομπάρεις. Μπορείς να ενοχλείσαι. Αλλά δεν παύει να είναι δώρο: ένα αγαπησιάρικο γράμμα του οποίου είσαι ο παραλήπτης.
Κι αν αύριο πω «όχι στο να γινόμαστε σεξουαλικά αντικείμενα, όχι στο εξουσιαστικό σεξ, τέρμα, και στο εξής θα γαμιόμαστε μόνο στο πλάι, φάτσα με φάτσα, ώστε κανείς να μην είναι από πάνω ή από κάτω», αν μια μέρα το πω αυτό, να ξέρεις ότι μου 'χει πέσει η λίμπιντο στα πατώματα – ή κανείς δεν με αντικειμενοποιεί.
σχόλια