Θυμάσαι εκείνη την παλιακή σύμβαση που ήθελε όλα τα μεγάλα κλαμπ να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες face control στην πόρτα τους; Λίγο-πολύ τότε, στα ζοφερά '90s-'00s, οι μέινστριμ πορτιέρηδες απαιτούσαν συγκεκριμένο ντύσιμο, σύνθεση παρέας και attitude για να μπεις μέσα.
Προσγειωνόμαστε στο σήμερα: ευτυχώς πια λίγα κλαμπ έχουν ξεμείνει σε αυτούς τους απόλυτα εξευτελιστικούς κανόνες, η διασκέδαση είναι πιο «ενιαία» από ποτέ, το face control ως έννοια μυρίζει μούχλα, ενώ ελάχιστα μαγαζιά διατηρούν αντίτιμο εισόδου σε μόνιμη βάση, αν δεν μιλάμε για κάποιο special event ή κάποιον ξεχωριστό καλεσμένο στα decks.
Στο εξωτερικό τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, καθώς το κόνσεπτ του μαζικού clubbing συντηρείται ακόμα, ενώ υπάρχουν και πολλά memebers only μαγαζιά, οπότε η πόζα καλά κρατεί κατά περίπτωση. Υπάρχει όμως και μια αντεστραμμένη μορφή «πόρτας» που πολύ μπορεί να σε διασκεδάσει (ή να σε εξοργίσει). Καλωσήρθατε στον μοναδικό, από κάθε άποψη, κόσμο του Berghain.
Πέρα από τον σωματικό έλεγχο, θα σε ρωτήσουν αν γνωρίζεις τον κανόνα για τις φωτογραφίες. Ποιος είναι αυτός; Δεν βγάζεις φωτογραφίες στο Μπεργκχάιν. Τόσο απλά, σαν το «First rule of Fight Club is: You Do Not Talk About Fight Club».
Αυτό το γκέι (κατά βάση) κλαμπ, που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις περιοχές Kreuzberg και Friedrichshain του ανατολικού Βερολίνου, έχει χαρακτηριστεί από Μέσα όπως οι New York Times και το DJ Mag ως το καλύτερο στον κόσμο. Ξεκινώντας με αυτή τη διαπίστωση, γνωρίζεις τι πρέπει να περιμένεις. Γνωρίζεις; Όχι.
Από τα λίγα σκόρπια που είχα ακουστά πριν από την πρώτη μου επίσκεψη, ήξερα απλά ότι το σκηνικό στο δυσπρόφερτο, για εμάς τους μη γερμανομαθείς, Μπεργκχάιν είναι καταπληκτικό και ότι καλό είναι να πας νωρίς γιατί έχει πάντα ουρά.
Βαθύτατα νυχτωμένος λοιπόν ξεκίνησα κι εγώ, Σάββατο βράδυ κατά τις 12:30 (το «νωρίς» των ελληνικών δεδομένων). Το ταξί με αφήνει σε νοεμβριάτικο ψιλόβροχο και ανεκτό για τα δεδομένα του Βερολίνου κρύο, σχεδόν ένα τετράγωνο πιο κάτω.
Δεν ήταν στριτ πάρτι αυτό που εκτυλισσόταν απ' έξω, ήταν ουρά. Μεγάλη. Του τριώρου τουλάχιστον. Με καντίνες για wurst σε ασφαλή απόσταση. Και αθόρυβους, σκουροντυμένους κλάμπερς να περιμένουν στωικά, με ομπρέλες ή χωρίς. Μπήκα στο επόμενο ταξί κι έφυγα, όμως η περιέργεια γι' αυτό που έχασα με έκανε στη συνέχεια να ρωτήσω και να γκουγκλάρω.
Το Μπεργκχάιν είναι ο ορισμός της «πόρτας», που λέγαμε πιο πάνω, αλλά μιας «πόρτας» διαφορετικής, εντελώς '10s και meta. Και για πολλούς, πάρα πολλούς (σύμφωνα με τους αστικούς θρύλους, ανάμεσα σε αυτούς έχει υπάρξει και η Μπρίτνεϊ Σπίαρς), η εμπειρία Μπεργκχάιν τελειώνει εκεί, έπειτα από αυτό το ιδιότυπο τελετουργικό της αναμονής.
Ποια η συνταγή λοιπόν για να μπεις; Όλα τα μίντια που έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς με το ζήτημα της «εισόδου στο πιο exclusive κλαμπ της Ευρώπης» (έχοντας μάλιστα επιχειρήσει να κάνουν βιωματικό ρεπορτάζ, όπως εκείνος ο ταλαίπωρος συντάκτης της Telegraph που έφαγε πόρτα «γιατί έτσι») διατείνονται ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή.
Στα tips όμως που καταγράφουν, σταχυολογώντας τυχαίες συμπεριφορές των υπεύθυνων face control, αναφέρουν πράγματα που αν τα διαβάσεις μπορεί και να αγχωθείς.
Στο Μπεργκχάιν δεν γουστάρουν τους τουρίστες. Συνεπώς αν σε ρωτήσουν κάτι στα γερμανικά, στην είσοδο, προσπάθησε να απαντήσεις στα γερμανικά.
Φρόντισε να αποφύγεις το πολύ μπλα μπλα, τα γέλια και -σαφώς- τις φωτογραφίες όσες ώρες περιμένεις στην ουρά. Σε σκανάρουν από την ώρα της άφιξής σου, όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι από την είσοδο, και παρακολουθούν τις κινήσεις σου.
Μεγάλα fancy παρεόνια με τρέντι ντυσίματα είναι το σιγουράκι της πόρτας. Δείχνε ότι είσαι μόνος – άλλωστε είναι πολύ πιθανό να σε χωρίσουν από τους φίλους σου, αν κάποιοι πάρουν το ΟΚ κι άλλοι όχι. Ντύσου μαύρα, μονόχρωμα, μουντά, βερολινέζικα, ή μην ντυθείς καθόλου. Πιο πιθανό είναι να μπει κάποιος που φοράει το εσώρουχό του και από πάνω ένα παλτό, παρά κάποιος που έχει ξεσηκώσει όλη την τελευταία συλλογή της Vivienne Westwood.
Η εκδίκηση του no-name έναντι στη μέχρι τώρα παντοκρατορία των labels στο nightlife; Όχι ακριβώς, αν αναλογιστείς ότι η απολυτότητα και ο φασισμός του face control, η βάση του οποίου είναι απλά το «γουστάρω τη φάτσα σου-δεν γουστάρω τη φάτσα σου», είναι κι εδώ εξίσου ενοχλητική – απλά έχει περάσει στην αντίπερα όχθη. Ένα μονόχρωμο τισέρτ, όχι φλούο, ένα μαύρο παντελόνι ή ένα ψηλόμεσο, σκουρόχρωμο τζιν, ένα δερμάτινο τζάκετ και αρβυλάκια φαντάζουν ιδανικά για άντρες και γυναίκες.
Ούτως ή άλλως, το πιθανότερο είναι να μείνεις (αρκετά έως πολύ) γυμνός μέσα – η θερμοκρασία είναι επίτηδες ιδιαίτερα αυξημένη. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, θα έχεις βιώσει απλώς μια πολύωρη, άνευ λόγου αναμονή και μαζί με άλλους, πολλούς, θα πάρετε τον... μακρύ δρόμο του γυρισμού, μπαίνοντας στην ομάδα «έφαγα κι εγώ πόρτα στο Μπεργκχάιν» - έχουν τυπώσει και μπλουζάκια με αυτό το μότο.
Έστω ότι πέρασες από το τρομακτικό βλέμμα-σκάνερ του Σβεν, του πελώριου τατουαρισμένου σουπερστάρ πορτιέρη (και φωτογράφου - παίζει να είναι ο μοναδικός πορτιέρης στον κόσμο που έχει ατζέντη) και μπήκες. Πέρα από τον σωματικό έλεγχο, θα σε ρωτήσουν αν γνωρίζεις τον κανόνα για τις φωτογραφίες. Ποιος είναι αυτός; Δεν βγάζεις φωτογραφίες στο Μπεργκχάιν. Τόσο απλά, σαν το «First rule of Fight Club is: You Do Not Talk About Fight Club».
Οπότε απλά ξέχνα εκείνη τη γελοία selfie με το «feeling blessed» ή το «drinking vodka» στην τοποθεσία Berghain. Για να είναι σίγουροι όμως γι' αυτό, θα σου ζητήσουν το κινητό σου και θα κολλήσουν stickers πάνω στις κάμερες. Και στην κανονική και στην μπροστινή για τις selfies. Αυτά τα stickers πρέπει να μείνουν μέχρι την έξοδο και την απομάκρυνσή σου από τον χώρο. Θα σε ελέγξουν ξανά στην έξοδο. Δεν θα σου συνιστούσα να αφαιρέσεις τα stickers, είναι ικανοί να σου σπάσουν το κινητό.
Μην φρικάρεις που πρέπει να μπουν αυτοκόλλητα πάνω στις κάμερες του πανάκριβου iPhone σου, είναι από αυτά που αφαιρούνται χωρίς να αφήνουν κατάλοιπα. Έχει συμβεί άνθρωπος να ανεβάσει φωτογραφία και να τον βρουν διαδικτυακά – ακολούθησε δημόσιο κράξιμο και απαίτηση η φωτογραφία να κατέβει.
Γι' αυτό, όσο και να ψάξεις, το πιθανότερο είναι να μην βρεις πολλές εικόνες από το εσωτερικό του Μπεργκχάιν – στοιχείο πραγματικά μοναδικό για τον πλανήτη Γη του σήμερα.
Γιατί όμως κάποιος να υποστεί όλη αυτή τη ρατσιστική, στα όρια της ατίμωσης συμπεριφορά για να μπει απλά σε ένα κλαμπ; Επειδή όλοι, κατά γενική ομολογία (και προσυπογράφω σε αυτό μετά τη δεύτερη, επιτυχημένη αυτήν τη φορά, επίσκεψή μου) συμφωνούν ότι, άπαξ και μπεις, θα περάσεις υπέροχα.
Ο χώρος είναι ασύλληπτος, η επιτομή της βερολινέζικης industrial αισθητικής, ένα παλιό, τεράστιο, δαιδαλώδες εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, εγκαταλελειμμένο από τα '80s. Κάτι σαν το Asylum του American Horror Story με στοιχεία που φέρνουν στο μυαλό κομμουνιστική γκραντιόζα. Ακούγεται creepy; Για τους σκοπούς του -ιδρώτας, πολύωρος χορός, techno μουσική με τον βέλτιστο ηχητικό σχεδιασμό, drugs και ανώνυμο σεξ- είναι ιδανικό.
Από πάνω βρίσκεται το Panorama bar για πιο χαλαρές φάσεις με πιο μελωδική house μουσική, ενώ παραδίπλα, από άλλη είσοδο μπορείς να μπεις στο Lab.oratory, ένα από τα πιο ξακουστά και ίσως το πιο εξτρίμ γκέι σεξ κλαμπ της Ευρώπης που κάθε βράδυ έχει διαφορετική θεματική - από πάρτι όπου το dress code απαιτεί κοστούμι, μέχρι βραδιές αφιερωμένες στους κοπρολάγνους.
«Έρχομαι μια φορά τον μήνα περίπου στο Μπεργκχάιν» θα μου περιγράψει αργότερα ο Νικόλας, Αθηναίος που έχει μετακομίσει εδώ και λίγα χρόνια στο Βερολίνο. «Δεν είναι για πιο συχνά, δεν μπορώ να διανοηθώ να έρθω πιο συχνά, είναι το απόλυτο κάψιμο. Κατ' αρχάς όλοι οι ντόπιοι και οι μυημένοι ξέρουν ότι δεν πας στο Μπεργκχάιν παρά μόνο μεσημέρι, απόγευμα Κυριακής ώστε να φύγεις το πρωί της Δευτέρας.
Οι περισσότεροι μπορούν να υποστηρίξουν ακόμα και 24ωρους μαραθωνίους clubbing και λόγω των χαλαρών εργασιακών ωραρίων της Γερμανίας». Σφάλμα πρώτο λοιπόν.
«Το πάρτι ξεκινά από το βράδυ του Σαββάτου και συνήθως κρατά μέχρι τη Δευτέρα. Συνεχόμενα. Άρα η καλύτερη φάση του είναι Κυριακή, για να αποφύγεις τις ατελείωτες ουρές. Και ξέρεις ότι το 12ωρο εκεί περνάει για πλάκα. Δεν νομίζω ότι μένει κανείς λιγότερο». Αυτό είναι αλήθεια – μπορεί να έχεις προσέξει φίλους σου να ανεβάζουν κατάκοπες φωτογραφίες μετά από υπερωρίες εκεί μέσα.
Εξάλλου, η φωτογραφία μετά το Μπεργκχάιν (όπως και η φωτογραφία ανάμεσα στις κάθετες στήλες του νεοσύστατου μνημείου του Ολοκαυτώματος) είναι πλέον τα απόλυτα σοσιαλμιντιακά must των Ελλήνων που επισκέπτονται για πρώτη φορά το Βερολίνο - νομίζω ότι έχουν ξεπεράσει κατά πολύ σε δημοφιλία τις πάλαι ποτέ κραταιές πόζες στο πρώην τείχος. Σφάλμα δεύτερο: «Προφανώς και δεν πρέπει να κάνεις το λάθος να έχεις drugs μαζί σου. Ό,τι χρειαστείς θα το βρεις μέσα, από τους δικούς τους.
Έχω πετύχει κοντά στην πόρτα να βρίσκουν άτομο που κουβαλάει, να τον φωτογραφίζουν και να τον διώχνουν κακήν κακώς, έχοντας βάλει προφανώς τη φάτσα του στην black list δια παντός. Του τράβηξαν κανονική φωτογραφία, σαν αυτές που βγάζουν στο αυτόφωρο!».
Όσο υπερβολικά κι αν ακούγονται όλα αυτά, όλοι υποκλίνονται τουλάχιστον σε ένα πράγμα: στο πώς έχει καταφέρει να διατηρήσει αυτό το μαγαζί την ταυτότητά του αναλλοίωτη από το 2004 που πρωτολειτούργησε και να αποτελεί πλέον συνώνυμο της dance κουλτούρας στη Μέκκα της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ευρώπη, χωρίς να μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν παρά το τεράστιο hype – και μάλιστα χωρίς να του κολλάει καθόλου ο περιοριστικός χαρακτηρισμός του «γκέι» κλαμπ.
Γιατί το Μπεργκχάιν είναι πρωτίστως κλαμπ στο οποίο θα περάσει εξίσου υπέροχα ο καθένας – αρκεί να μπει.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 20.6.2016