Όταν πρωτοψηφίστηκε ο νόμος, η απαγόρευση μας έβαλε τα δυό πόδια σ’ένα παπούτσι, εμάς τους καπνιστές. Το σαφέστατο «όχι» της κάθε διεύθυνσης εξωστράκισε στο πεζοδρόμιο την κακή μας συνήθεια, κι εκείνο τον πρώτο χειμώνα καπνίσαμε παγωμένα τσιγάρα της μισής χαράς, όρθιοι και τουρτουρίζοντες εκτός του νυμφώνος, με όλο το μαγαζί να μας κοιτά στο πήγαιν’έλα προς την έξοδο ανάμεσα στο κυρίως και το επιδόρπιο.
Αντίθετα απ’όσα λέγανε οι ομόλογοι ευρωπαίοι που βίωσαν πρώτοι το «έξω από δω» του τσιγάρου, στα κατώφλια του βιαστικού καπνίσματος δεν συνέβη κανένα συνταρακτικό στη ζωή μας: δεν κάναμε καινούριους φίλους, η περιθωριοποίηση δεν μας έφερε πιο κοντά, στην ατζέντα μας δεν προσθέσαμε το όνομα το όνομα του διπλανού ομοϊδεάτη με τον οποίο γίναμε κολλητοί ανάμεσα σε δέκα ρουφηξιές και κυρίως, δεν ξέρω κανένα ζευγάρι που ενώθηκε με τα δεσμά του πρώτου φλερτ χάρη σε ένα παράλληλο τσιγάρο της απαγόρευσης.
Μετά την πρώτη εσωτερική εξέγερση-δεν πρόκειται να ξαναβγώ ποτέ έξω για φαγητό-, ωστόσο, ο καπνιστής εαυτός μας έμαθε δυό-τρία πράγματα που δεν ξέραμε γι’αυτόν: στην τελική σε όλα προσαρμόζεσαι, το φαγητό έξω σημαίνει πολλές περισσότερες ηδονές από μια κακιά έξη, και τί ωραία που νοιώθεις όταν γλυτώνεις κάμποση νικοτίνη έστω και με το στανιό. Γίναμε παρατηρητές του εθισμού μας, η εικόνα του πάνω-κάτω για ένα τσιγάρο ανάμεσα στα πιάτα δεν ήταν και για πολλά συγχαρητήρια, η αξιοπρέπεια του μεσόγειου που νοιάζεται για το βλέμμα των άλλων μας συμόρφωσε, το ήπιαμε ακάπνιστο κι αυτό το ποτήρι, λίγο-πολύ συμμορφωθήκαμε.
Και πάνω που το πήραμε απόφαση, άρχισε ο παραλογισμός. Λες και ο έλληνας, μετά από κάθε στριμωγμένο νόμο, χρειάζεται μια μικρή ανάσα προσαρμογής για να μηχανευτεί πώς θα τον παραβιάσει, πώς θα τον καταργήσει, πώς θα τον γράψει στα παλιά του τα παπούτσια, πώς θα του ανοίξει το αγαπημένο του «παραθυράκι». «Μετά τις 12 που φεύγουν οι περισσότεροι, θα το κανονίσουμε!». «Μόλις φύγει το απέναντι τραπέζι που είναι λιγάκι περίεργο, βγάλτε τα πακέτα διακριτικά!».
Ποτήρια με βρεμένες χαρτοπετσέτες, πιατάκια του καφέ και λοιπά ανορθόδοξα σταχτοδοχεία άρχισαν να μοιράζονται «κάτω από το τραπέζι» συνωμοτικά, το γκαρσόνι ρωτά τους δίπλα αν ενοχλούνται να ανάψω ένα τσιγαράκι εγώ η θεριακλού, δεν προλαβαίνω να ακούσω το κλικ του αναπτήρα και σαν την Ολυμπιακή φλόγα ο ήχος μεταδίδεται σε όλο το μαγαζί που ξεφυσά σε απόλυτο συγχρονισμό την πρώτη ρουφηξιά της ανακούφισης, το κάπνισμα γίνεται αίνιγμα: σήμερα θα βγω, για να δούμε, θα καπνίσω για δεν θα μ’αφήσουν.
Άλλοτε πάλι, στο μαγαζί που έχεις σταμπάρει «ελευθέρας» σου προκύπτει ακάπνιστη μια βραδιά γιατί στο πλάι τραπέζι προέκυψε έγκυος, υπάλληλος του Δήμου, του Υγειονομικού ή ορκισμένος αντικαπνιστής καρδιοχειρούργος, χαμένοι στη μετάφραση οι καπνιστές πιάνουμε το πακέτο και δεν ξέρουμε αν είναι ντροπή να το βγάλουμε από τα σκοτάδια της τσάντας στο φως της κοινωνικότητας, σκανάρουμε τα τραπέζια ανιχνεύοντας την ύπαρξη σταχτοδοχείων, κρεμόμαστε από το βλέμμα των γκαρσονιών περιμένοντας αντιδράσεις, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον καπνιστή που ενοχλεί με τα ντουμάνια του τους υπόλοιπους που δεν φταίνε σε τίποτα, οι «υπαίθριοι» χώροι μεγαλώνουν αλλά δεν μας χωράνε, τα μαγαζιά βουλιάζουν κάτω από αντιαισθητικά, προχειροφτιαγμένα πλαστικά αίθρια ενώ τα εύμορφα εσωτερικά κλαίνε τη μοναξιά δυό-τριών τραπεζιών, πείτε μου τί να κάνω;
Το ένα αφεντικό σου λέει «εγώ τους γράφω, στο μαγαζί μου καπνίζουμε!». Το άλλο σου λέει «εδώ ποτέ! Ακόμη και οι καπνιστές πελάτες μου χαίρονται τον καθαρό ουρανό μου». Κι όλοι μαζί περιμένουμε τις αίθριες μέρες που τα τραπεζάκια έξω έρχονται για να ομονοήσουμε και πάλι, τα δυό στρατόπεδα. Αφετέρου, καθώς η επαγγελματική μου ιδιότητα πολύ συχνά με βάζει στην κουζίνα να πω ένα «γεια» στον σεφ, πολλές φορές έχω εντυπωσιαστεί από τα βουνά με τις γόπες-που δεν είναι καθόλου θαλασσινές-γόπες που κυκλοφορούν ελεύθερες πλάι σε αφρούς ελιάς και φέτας στις πιο γκουρμέ κουζίνες, αυτές που συνοδεύουν αυστηρώς αντικαπνιστικές σάλες.
Κι αν επικαλεστείς το νόμο να σε βάλει σε μια τάξη, να σε συνετίσει μ’ένα πρόστιμο, να σε βάλει στη θέση σου ή να σου δώσει το πράσινο φως, θα τον βρεις πολύ απασχολημένο, να απουσιάζει για άλλες πιο επείγουσες δουλιές. Εδώ το κράτος αδυνατεί να καταστρώσει ένα φορολογικό, πού να ξενυχτάει κι από πάνω κυνηγώντας τα δικά σου τσιγάρα; Ο επόμενος χειμώνας, λέει, θα είναι αυστηρός. Σαν τη δίαιτα από Δευτέρα μου ακούγεται.
σχόλια