Η επιστροφή
Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου
Η κινηματογραφική φιλοσοφία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, προέκταση της δικής του κοσμοθεωρίας, βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην «Επιστροφή», με φουλ τις μηχανές σε όλα τα επίπεδα, στο φιλμικό τοπίο, διασταύρωση Ταρκόφσκι με γουέστερν, τις απέραντες εκτάσεις που φώτισε ευαίσθητα ο Εμάνιουελ Λουμπέτσκι, την πνευματική αναγέννηση, τους κύκλους της ζωής, την ανάσταση και την αναγέννηση, την υπέρβαση και, αν θέλετε, την υπερβολή. Οι δύο ήρωες δεν έχουν να χάσουν τίποτα και επιδίδονται σε περιπετειώδη αντίθεση, το δίπολο συνείδησης και ανομίας. Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και ο Τομ Χάρντι κόβουν την ανάσα, με τον πρώτο να αποσπά δίκαια το Όσκαρ, όχι γιατί το άξιζε εδώ και καιρό αλλά κυρίως διότι κράτησε ζωντανές τις παύσεις και αιχμηρή τη δράση. Λίγο αυτός, λίγο η σκηνή με την αρκούδα και ο μύθος μαζί με τον must see θόρυβο που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την πρεμιέρα της, η «Επιστροφή» έγινε παγκόσμια εισπρακτική επιτυχία (ακόμη και στην Ελλάδα, κόβοντας πάνω από 300.000 εισιτήρια), αποτελώντας τη λαμπρή εξαίρεση σε έναν ορυμαγδό μέτριων επιδόσεων των ταινιών για ενηλίκους.
La La Land
Ντέιμιαν Σαζέλ
Όπως η επιστημονική φαντασία αποτελούσε υποσημείωση πριν από μερικά χρόνια, και με την κατάλληλη συγκυρία και τα σωστά δείγματα το είδος επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο, ενδεχομένως το «La La Land» να δώσει το έναυσμα για την επαναφορά των μιούζικαλ. Εκτός του ότι είναι σπουδαίο, η ώσμωση του δράματος με τη μουσική και τα τραγούδια, αξεδιάλυτα δεμένα μεταξύ τους, είναι το κατάλληλο, σουρεαλιστικό αντίδοτο σε μια εποχή κατάθλιψης και μαυρίλας. Ο Ντέιμιαν Σαζέλ είναι ο ιδανικός μπροστάρης, ένας σοβαρός μελετητής του ιδιώματος, μεγάλος φαν των κλασικών μιούζικαλ της χρυσής εποχής (μανιακός με τις '30s ονειροφαντασίες των Φρεντ Αστέρ-Τζίντζερ Ρότζερς και το «It's always fair weather» των Τζιν Κέλι-Στάνλεϊ Ντόνεν, το κύκνειο άσμα της M-G-M). Με άξονα το σκορ του Τζάστιν Χέρβιτς, ο Σαζέλ προσθέτει τη μελαγχολία του Ζακ Ντεμί και φτιάχνει ένα καταπληκτικό πορτρέτο του Λος Άντζελες, φέρνοντας κοντά μια νέα ηθοποιό και έναν φιλόδοξο μουσικό, τη φοβερή Έμα Στόουν και τον Ράιαν Γκόσλινγκ. Ένα γλυκόπικρο, ρετρό διαμάντι με σύγχρονη ευαισθησία, που τραγουδάει το όνειρο στο διηνεκές.
Τόνι Έρντμαν
Μάρεν Άντε
Η Μάρεν Άντε χρησιμοποίησε, ως έναν βαθμό, τον πλακατζή πατέρα της ως μοντέλο για τον αξέχαστο ρόλο του Πέτερ Σιμόνιτσεκ, του συνταξιούχου καθηγητή που δοκιμάζει τα όρια του καλού γούστου και της ανοχής των ανύποπτων επισκεπτών, των γειτόνων και κυρίως της κόρης του, που υποδύεται μοναδικά η Σάντρα Χίλερ. Μονίμως στρεσαρισμένη, στέλεχος πολυεθνικής και εκτός έδρας, η Ινές βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την εκκεντρική, παλαιοχίπικη νοοτροπία του Γουίνφριντ Κονράντι και η δουλειά της Άντε είναι να φέρει τους δύο κόσμους σε σύγκλιση, όταν εκείνος την επισκέπτεται στο Βουκουρέστι με το ψευδώνυμο Τόνι Έρντμαν και την κάνει ρεζίλι σε κρίσιμα meetings. Η κωμωδία της Γερμανίδας, που είναι η πρώτη γυναίκα που βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία, ξεφυτρώνει άβολα, αλλά εκρηκτικά μέσα από την ανατροπή των οικογενειακών ρόλων και προκαλεί συγκίνηση αλλά και τη βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς που αφήνει μόνο το αυθεντικό δράμα εμπεριστατωμένων χαρακτήρων.
Στην αγκαλιά του φιδιού
Σίρο Γκουέρα
Διαφεύγοντας την προσοχή του επίσημου Διαγωνιστικού στο Φεστιβάλ Καννών, το «Στην αγκαλιά του φιδιού» τρύπωσε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών και απογειώθηκε παγκοσμίως ως μια αξιοσημείωτη αποκάλυψη. Ανάμεσα στους δύο ερευνητές, έναν Γερμανό εθνογράφο κι έναν Αμερικανό βοτανολόγο, και τα 30 χρόνια διαφοράς που χωρίζουν το ταξίδι τους στον Αμαζόνιο, αρχές του 20ού αιώνα, δεσπόζει η ζωντανή μνήμη και ο τελευταίος διασωθείς της φυλής του, ο σαμάνος Καραμακάτε, μια μυστικιστική μορφή, κανονικό ανθρώπινο στοιχειό, ξεναγός στα βάσανα και την καλλονή του τόπου του. Μπορεί ο Κολομβιανός σκηνοθέτης Σίρο Γκουέρα να ήθελε να εφαρμόσει τον χωροχρόνο του μαθηματικού Μινκόφσκι στο σινεμά, αλλά το θεωρητικό υπόστρωμα των προσθέσεων στο σενάριό του ουδόλως επηρέασε τη συναρπαστική διαδρομή της πλοκής και την ασπρόμαυρη ομορφιά της εκτέλεσης. Εκεί που Τζόζεφ Κόνραντ συναντά τον Βέρνερ Χέρτσογκ, ο Γκουέρα προβιβάζεται σε σκηνοθέτη μεγάλων δυνατοτήτων και το επερχόμενο αμερικανικό ντεμπούτο του με ένα γκανγκστερικό δράμα «αλλιώτικο από τα άλλα» αυξάνει την προσμονή.
Η καρδιά του σκύλου
Λόρι Άντερσον
Ο θάνατος της Λόλαμπελ ή, όπως θέλει να πιστεύει η Βουδίστρια Λόρι Άντερσον, το πέρασμά της στη μεταβατική κατάσταση bardo στέκεται αφορμή για την πολυπράγμονα visual artist να ανασυνθέσει μνήμες από την κοινή τους ζωή, χρησιμοποιώντας υλικό από βίντεο, να μας γνωρίσει τους γείτονές της, να αναπολήσει χωρίς εμφανές πένθος και από κει να ξεδιπλώσει τις σκέψεις της για τη μετά-9/11 Αμερική σε ένα freestyle πολιτικό ποίημα με υπέροχες μουσικές φράσεις και την υπνωτική της αφήγηση. Το προσωπικό γίνεται συλλογικό, η θιβετιανή της ψυχή ανησυχεί αριστερά και προβληματίζεται πολιτισμένα, ολοκληρώνοντας έτσι ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ που, ενώ είναι τόσο εγκάρδιο που δεν μπορείς με τίποτε να το χαρακτηρίσεις πειραματικό, αποποιείται με χάρη και φωτεινές ιδέες, κατασκευασμένες φόρμουλες και οικείες φόρμες.
Φωτιά στη θάλασσα
Φραντσέσκο Ρόζι
Μετά τον μεθοδικό, παρατηρητικό τεμαχισμό της ανθρώπινης ζωής στον περιφερειακό της Ρώμης, στο «Sacro GRA» (Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας), ο Φραντσέσκο Ρόζι αλλάζει πρόσωπο και από φυσιοδίφης κινηματογραφιστής μεταμορφώνεται σε συμμετοχικό ντοκιμαντερίστα στο «Φωτιά στη Θάλασσα (Χρυσή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου). Παρακολουθώντας ένα αγόρι στη Λαμπεντούζα, καταγράφοντας λεπτομερώς τις μικρές του συνήθειες και φτάνοντας μέχρι το, παράδοξο για την ηλικία του, αλλά όχι και αναίτιο, υπαρξιακό του άγχος, ο Ρόζι εξάγει από την καθημερινότητα τον μηχανισμό του μεταναστευτικού ζητήματος, αντικαθρεφτίζοντάς τον στους ζωντανούς κατοίκους του νησιού, τους ταπεινούς Σικελούς ψαράδες που έγιναν ευγενικοί υποδοχείς (χρονικά οι πρώτοι στην Ευρώπη), πέρα από το στάνταρ τηλεοπτικό ρεπορτάζ, πιάνοντας αθόρυβα τον μίτο της ντροπής και του πραγματικού προβλήματος από κει που σβήνουν τα φώτα της κάμερας.
Εκείνη
Πολ Βερχόβεν
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται το Σύνδρομο της Στοκχόλμης (με βιαστή στη θέση του απαγωγέα) ο Πολ Βερχόβεν δείχνει θάρρος, κοντρόλ και σοβαρότητα, με ακέραιο το χιούμορ και το στοιχείο του θρίλερ στην καρδιά του ψυχολογικού δράματος «Εκείνη». Ο Ολλανδός σκηνοθέτης και η Ιζαμπέλ Ιπέρ βρίσκονται στην καλύτερη και ωριμότερη στιγμή της καριέρας τους και μαζί συνθέτουν το καθηλωτικό πορτρέτο μιας γυναίκας που απεχθάνεται την υποταγή, είτε προέρχεται από την αδυναμία των ανδρών είτε από τη δολιότητα των γυναικών, με μοναδική εξαίρεση αυτήν που επιλέγει για συντροφιά στο φινάλε − μια αναπάντεχη πνευματική σύμμαχο. Η Μισέλ Λεμπλάν δοκιμάζεται εσωτερικά όσο επεξεργάζεται το επώδυνο τραύμα του δολοφόνου πατέρα και τον ξεπερνά με δικαιολογημένη καθυστέρηση. Είναι μια συνειδητοποιημένη και ρεαλιστική εξέλιξη της ατρόμητης Κάθριν Τρεμέλ, με οικογένεια, παρελθόν, ευθύνες και κανονική δουλειά, χωρίς τις χιτσκοκικές κορόνες, τα χοντροκομμένα λεσβιακά σχόλια του Τζο Έστερχαζ ή το λούστρο του Βερχόβεν που θέλησε να εντυπωσιάσει δεξιοτεχνικά στο «Βασικό Ένστικτο». Τρώει τους άντρες για πρωινό. Δεν χρειάζεται να τους σκοτώσει. Έχει pepper spray.
Χαίρε Καίσαρ
Τζόελ και Ίθαν Κόεν
Όσοι πιστεύουν, άλογα και πρόχειρα, πως οι αδελφοί Κόεν μισούν το Χόλιγουντ επειδή τόσα χρόνια ακολουθούν μια ανάδελφη πορεία στην καρδιά, αλλά και στο περιθώριο, του indie cinema, μάλλον θα μπερδευτούν ακόμη περισσότερο από το «Χαίρε Καίσαρ», μια πολυεπίπεδη, πανάκριβη νοσταλγική παρωδία που εκφράζει ανάγλυφα και μεγαλόπρεπα την απεριόριστη λατρεία τους στο μεταπολεμικό σινεμά των στούντιο. Ωστόσο, ο Τζόελ και ο Ίθαν Κόεν είναι πάνω απ' όλα τεράστιοι σατιρικοί καλλιτέχνες, με βαθιά ριζωμένη τη ματαιότητα στο έργο τους. Διασχίζουν τα είδη, αλλά δεν αλλάζουν μυαλό: το «Χαίρε Καίσαρ» κάνει πλάκα σε όλους τους εμπλεκόμενους στη μηχανή ονείρων, στους παραγωγούς (που δεν απέχουν πολύ από τον Μάικλ Λέρνερ του «Μπάρτον Φινκ»), στους αγράμματους ηθοποιούς που σαν βλαχάκια θέλουν να λάμψουν στη Μέκκα του θεάματος, στους ψωνισμένους, άσχετους σταρ, στους διανοούμενους, κυνηγημένους, λιμάρηδες σεναριογράφους με αριστερή ιδεολογία και αμίμητη αφέλεια. Τα μουσικοχορευτικά νούμερα με τον Τσάνινγκ Τέιτουμ, η λαϊκή τραχύτητα της τεχνητής σειρήνας Σκάρλετ Τζοχάνσον, οι χαοτικοί μονόλογοι του Τζορτζ Κλούνι αλλά και η σκηνή με τους ιερείς των διαφόρων θρησκειών είναι μερικές μόνο από τις απολαυστικές, συχνά σπαρταριστές στιγμές μιας τρυφερής επιστολής στο παλιό Χόλιγουντ που δαγκώνει και διασκεδάζει.
Από μακριά
Λορέντσο Βίγιας
Ο ήρωας στο «Από Μακριά» πάσχει από το άγνωστο, αλλά υπαρκτό παρθενικό σύνδρομο: παρακολουθεί τους συντρόφους που ψαρεύει, τους ζητάει να γδυθούν και αρκείται στη διαδικασία της μηχανικής παρουσίας τους, χωρίς να επιθυμεί ερωτική ολοκλήρωση. Βασικά, δεν επιθυμεί τίποτε και κανέναν. Το τραύμα που προφανώς συνέβη στην κρίσιμη ηλικία της σεξουαλικής αφύπνισης τον έχει αφήσει έρημο και σκοτεινό. Δυστυχώς για τον νεαρό που βρήκε για να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα που έψαχνε απελπισμένα και άγρια, ο πρωταγωνιστής του δράματος του Λορέντσο Βίγιας εξαπολύει, ήρεμα και ψυχρά, την απωθημένη εκδικητικότητα για τον δικό του απόντα πατέρα. Βραβευμένη με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2015, η ταινία προβλήθηκε τον Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα και πέρασε στα ψιλά με συνοπτικές διαδικασίες.
Theeb: Ο λύκος της ερήμου
Νάτζι Αμπού Νοουάρ
Σε ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, ο Ιορδανός Νάτζι Αμπού Νοουάρ, που βραβεύτηκε στα BAFTA και πλασαρίστηκε στην πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ, έστησε το καλύτερο γουέστερν της χρονιάς, όχι πολύ μακριά από τις μαγευτικές φυσικές τοποθεσίες του «Λόρενς της Αραβίας». Ο μικρός ορφανός βεδουίνος Theeb, σωστό λιοντάρι, ενάντια στα προγνωστικά, υπερβαίνει τα εμπόδια και τους κακούς για να επιβιώσει σε μια καταδίωξη ανάμεσα στους γρανιτένιους βράχους και τις αχανείς πεδιάδες του Wadi Rum, στριμωγμένος άθελά του στις παρυφές της αραβικής εξέγερσης απέναντι στην οθωμανική κυριαρχία και στα αγγλικά συμφέροντα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με δύο παρακμάζουσες αυτοκρατορίες να καταρρέουν, το αδάμαστο πνεύμα ενός Δαβίδ μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι στον χρόνο που μοιάζει με χολιγουντιανό παραμύθι, φτιαγμένο, ωστόσο, από ανθρώπους που κουβαλάνε το DNA του τόπου.