Το να απέχει κανείς για καιρό, συνειδητά, από τις συγκεντρώσεις της αγίας ελληνικής οικογένειας κυρίως κέρδη έχει. Έχει, όμως, και το τίμημά της η αποχή, όταν για λόγους (συνήθως ανώτερης) βίας, πρέπει να δηλώσει ξανά το παρών, έστω και για λίγο. Το σοκ είναι απερίγραπτο, φτάνει ως τα τρίσβαθα και όπως στις ταινίες καταστροφής παίρνει να ξηλώνει τα πάντα, με όρους ντόμινο, όσα έχτισες, όσα προσπάθησες, όσα σου πήρε χρόνο για να αποκαταστήσεις, μέσα σε μία ώρα έχουν γίνει σκόνη.
Κατ’ αρχάς, όλοι οι λύκοι – έστω και γερασμένοι, με κοιλιές και μυαλά θηρίου- είναι εκεί. Κι όλοι οι σπουδαίοι κι οι γενναίοι, όσοι τους κατατρόπωσαν κατά το παρελθόν, λείπουν. Αυτοί έφυγαν νωρίς, τα κτήνη έμειναν. Κολάσιμη σκέψη και δεν θα ‘ναι η μόνη κατά τη διάρκεια της οικογενειακής σύναξης.
Ξαφνικά, θυμάσαι πώς μυρίζει ο παλιός Πατίστας, τα σαπισμένα θέλω και ο απροκάλυπτος φθόνος που σκάνε ως φιλί στο μάγουλο σου, με μπόλικο παλιό κραγιόν και ανανεωμένη κανιβαλική διάθεση. Είναι που έχουν καιρό να σε δουν, είναι που είσαι το ανίψι και είναι η θεία, οι θείες, οι θείοι, οι ξαδέρφες που παντρεύτηκαν νωρίς και ξύπνησαν αργά. Καμία σημασία δεν έχει το τι είσαι τώρα. Εδώ, θα είσαι πάντα ανίψι, πάντα της αγέλης, όσο κι αν πιστεύεις ότι ξέφυγες, στα δόντια σου θα έχεις πάντα αίμα.
Κάτσε, φάε, γιατί δεν τρως;, τι τη θες τόση δουλειά;, πότε θα παντρευτείς;, καλά έκανες και το ‘βγαλες το σκουλαρίκι απ’ το φρύδι, ντροπή, κι άλλο πτυχίο;, τι θα το κάνεις;, κρίμα, αυτό μας βγήκε ζάβαλο, τα έμαθες, της Τασούλας ο γιος βγήκε αποτέτοιος.
Σχεδόν σε υπνωτίζει όλη αυτή η αισχρή ψαλμωδία, πάνω από κρασιά και κρέατα και γλυκά, σχεδόν σε ακινητοποιεί. Δεν αντέχεις ούτε να ντραπείς για όλη αυτή τη συγγενική παρακμή που βαριανασαίνει πάνω από τα πιάτα, πού πώς διάβολο συντηρείται ως τις μέρες μας και φτάνει μέχρι τη γενιά μας, σαν αίρεση και σαν κατάρα. Ακούς συνταγές ανάμεικτες με το τελευταίο οικογενειακό σκάνδαλο και σιγά σιγά εξαφανίζεσαι, γίνεσαι μικρός, αρχίζεις να πιστεύεις σε αδελφότητες και ισχυρά είδη. Το αίμα νερό δεν γίνεται, αλλά πώς στην ευχή μπορεί να σε συνδέει η ίδια γραμμή αίματος με αυτό που μαίνεται δίπλα σου, το κατά τα λοιπά ευυπόληπτο, που όλοι χαιρετούν και μακαρίζουν..
Κοιτάς με τρόμο την ώρα, την πόρτα, το παράθυρο, προσπαθείς να μην αναγουλιάσεις, να κρατηθείς από το μετά: τα πιο γερά μεθύσια, οι πιο έκλυτες διασκεδάσεις γίνονται μετά από οικογενειακές –με το ζόρι- συγκεντρώσεις, για να ξορκιστεί η θανατοφοβία· ο συγχρωτισμός με ζωντανούς νεκρούς αφήνει κουσούρια. Είσαι διατεθειμένος να πάρεις όλα τα ναρκωτικά του κόσμου μόνο και μόνο για να ξεχάσεις το primitive φαρμάκι που σ’ έφερε στη ζωή.
[Και πού, πού, πού να τα πεις όλα αυτά και να μη σε πουν υπερβολικό; Κανείς δεν προσβάλλει την οικογένεια, μόνο λίγη πλάκα σηκώνει να κάνεις μαζί της, επιφανειακά, πάνω πάνω, αν αγγίξεις τον πυρήνα, η ντροπή θα είσαι εσύ]. Φυσικά και δεν είσαι μόνο εσύ σοκαρισμένος. Αυτοί να δεις: στα 17 ήσουν παραδείσιο και εξωτικό πτηνό, στα 27 ήδη απολωλός, στα 37 μια χαμένη δυνατότητα να αποκτήσει η οικογένεια άλλη μια επεκτατική μηχανή.
Εις υγείαν, χρόνια πολλά, ευχές γεμάτες μνησικακία, αν στηθεί κι ένας ωραίος καβγάς να θυμηθεί ο ένας τα προ Χριστού του άλλου, θα έχει ολοκληρωθεί τέλεια η γιορτή, θα προλάβεις να φύγεις αθόρυβα, χωρίς κανείς να σε θυμηθεί, το πρώτο κύμα της γύρω γύρω οικογενειακής σαλμονέλας, πάει, πέρασε, αυτό ήταν. Απομένει της Πρωτοχρονιάς, κι αυτό θα περάσει, θα λυθεί, μόνο ένα δεν λύνεται: η απορία για το πώς συντηρείται και διαιωνίζεται όλη αυτή η οικογενειακή παραδοσιακή ανθρωποθυσία – κι αν έχεις τον Θεό σου! – συντηρείται…