Μια ειλικρινής συνομιλία με τον συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα

Μια ειλικρινής συνομιλία με τον συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα Facebook Twitter
Μειλίχιος δεν μπορεί να είμαι κι ούτε υπήρξα ποτέ μου, είναι πολλά αυτά με τα οποία ενοχλούμαι. Προσπαθώ όμως να ανέχομαι τους πάντες με αγάπη, χωρίς να τους αφήνω να μου επιβάλλουν την άποψή τους...
2

Τα βιβλία του Δημήτρη Νόλλα - ακόμα και τα πολύ διαβαστερά, όπως για παράδειγμα "Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε" ή τα διηγήματα της συλλογής "Στον τόπο"- δεν είναι απ' αυτά που θρονιάζονται στις λίστες των μπεστ-σέλερ. Οι ιστορίες του, σύντομες και πλημμυρισμένες από εικόνες, είναι πυκνές, ελλειπτικές, σχεδόν δύστροπες. Ενα μπερδεμένο κουβάρι είναι η ζωή μας, σαν να λέει ο ίδιος, δεν γίνεται να το ξετυλίξω διαφορετικά. Οι ήρωες του, πρόσφυγες, μετανάστες, αυτοεξόριστοι, άλλοι χαμένα κορμιά κι άλλοι γεμάτοι φιλοδοξίες ακόμη, διασταυρώνονται σε αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους και βαγόνια, σε ερημωμένα πανδοχεία ή σε ημιυπόγεια μπαρ, αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, με φαντάσματα του παρελθόντος, με τα τέρατα που γεννά η Ευρώπη, και, κυρίως, με τα ψέμματα που είπαμε εδώ, μεταξύ μας, χτίζοντας μεταπολεμικά τη χώρα μας.

Συγγραφέας που δυσφορεί μ' όσους ακκίζονται αυτοβιογραφούμενοι, ο Νόλλας, εδώ και σαράντα χρόνια, απολαμβάνει να ζεί παράλληλες ζωές γράφοντας για μάλλον ενοχλητικά θέματα: για τη βία, την τρομοκρατία, την ξενοφοβία, την απληστία, τη λαμογιά, για το να γλύφεις εκεί που έφτυνες, για το να κάθεσαι στ' αυγά σου όταν ο κόσμος καίγεται, για το αίτημα της αγάπης και της συντροφικότητας σε εποχές άκρατου ατομικισμού. Κι ενώ ουδέποτε διευρύνθηκε θεαματικά ο κύκλος των αναγνωστών του, οι διακρίσεις στο βιογραφικό του συσσωρεύονται. Υπότροφος στα νιάτα του του Ιδρύματος Φορντ και του διεθνούς προγράμματος για συγγραφείς του Πανεπιστημίου της Άιοβα, ως τα 55 του ο Νόλλας είχε ήδη τιμηθεί με δύο κρατικά βραβεία -διηγήματος και μυθιστορήματος- για το "Τρυφερό δέρμα" (1983) και για τον "Τύμβο κοντά στη θάλασσα" (1993) αντίστοιχα. Ακολούθησε εκείνο του "Διαβάζω" για τη συλλογή "Θολά τζάμια" (1996) και πριν λίγες απέσπασε ένα κρατικό βραβείο μυθιστορήματος ακόμη για "Το ταξίδι στην Ελλάδα" (εκδ. Ικαρος).

Κουβαλώ κι εγώ το φορτίο που μου αναλογεί, αλλά δεν είναι ασήκωτο. Το να μην ξαστόχησες ποτέ στη ζωή σου, να μην έχεις εισπράξει απορρίψεις και αποτυχίες, μου φαίνεται σαν ζωή που δεν την έζησες.

Σ' αυτό το πιο πρόσφατο έργο του, δίνει ένα ψηφιδωτό καταστάσεων και νοοτροπιών απ' όπου πηγάζουν πολλά δεινά μας, με πρόσχημα το ταξίδι-αστραπή στην πατρίδα, εν έτει 1963, ενός αιώνιου φοιτητή, ξενιτεμένου στο Μόναχο. Η εικόνα της Ελλάδας, όπως θα την εισπράξει ο τελευταίος, θα' ναι στον αντίποδα της εξευγενισμένης εικόνας που κουβαλούσε ως τότε μέσα του. Οσα θα δεί και όσα θ' αφουγκραστεί, όμως, θα τον κάνουν να συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο τόπος του έλαχε, μ' αυτόν είναι καταδικασμένος να συμφιλιωθεί... Του Δημήτρη Νόλλα του έλαχε να γεννηθεί το 1940 σ' ένα χωριό έξω από τη Δράμα όπου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία ο πατέρας του- κανονικά θα έπρεπε να γεννηθεί στα Γιάννενα. Τρία χρόνια μετά, εκτοπισμένη από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, η οικογένειά του εγκαθίσταται στην Αθήνα, πόλη που παραμένει και δική του βάση μέχρι σήμερα. Οι σπουδές του -νομικά εδώ και κοινωνιολογία στην Φρανκφούρτη- δεν ευδοκίμησαν. Πριν και κατά τη διάρκεια της χούντας έζησε κυρίως στη Δυτική Ευρώπη και, από καθαρή κινηματογραφοφιλία, στράφηκε επαγγελματικά προς το σινεμά. Παροδικά, όπως αποδείχτηκε. Μπορεί να συμμετείχε αργότερα σε διάφορες ταινίες ως σεναριογράφος, αλλά με τη λογοτεχνία τελικά ήταν που ταυτίστηκε. Ο ίδιος δείχνει αμήχανος όταν τον αντιμετωπίζουν ως έναν από τους πιο καταξιωμένους σύγχρονους Ελληνες πεζογράφους κι είναι ικανός να σκάσει στα γέλια έτσι και τον χαρακτηρίσει κανείς σεβάσμιο.

Μια ειλικρινής συνομιλία με τον συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα Facebook Twitter
Με τον Μένη Κουμανταρέα, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1992

Kύριε Νόλλα, η εντύπωση που δίνετε προς τα έξω είναι ενός ανθρώπου ψύχραιμου, μειλίχιου. Πόσο ακριβής είναι αυτή η εικόνα; Τι σας κάνει να βγαίνετε από τα ρούχα σας;

Μειλίχιος δεν μπορεί να είμαι κι ούτε υπήρξα ποτέ μου, είναι πολλά αυτά με τα οποία ενοχλούμαι. Προσπαθώ όμως να ανέχομαι τους πάντες με αγάπη, χωρίς να τους αφήνω να μου επιβάλλουν την άποψή τους. Αυτό είναι που με κάνει να παραμένω ψύχραιμος και πάντα μέσα στα ρούχα μου. Επειδή δεν βρίσκομαι ανάμεσά στους ανθρώπους για να τους νικήσω, γεννήθηκα για να ζήσω μαζί τους. Εντάξει, στον καιρό μου συγκρούστηκα κι εγώ, αλλά ήμουν νέος και μου το επέτρεπαν οι πλάτες μου. Στη τωρινή μου ηλικία, όμως, ένας υστερικός ηλικιωμένος που βρίζει και συμπλέκεται, θα ήταν ένα αισχρό θέαμα. Εάν μάλιστα επρόκειτο και για σημαντικό πνευματικό ζήτημα, τότε θα ήταν τάξεως τηλεοπτικής κωμωδίας!

Κοιτάζοντας αναδρομικά τη λογοτεχνική πορεία σας, νιώθετε πληρότητα ή διακρίνετε κάποια χαμένα στοιχήματα που εξακολουθούν να σας βασανίζουν;

Κουβαλώ κι εγώ το φορτίο που μου αναλογεί, αλλά δεν είναι ασήκωτο. Το να μην ξαστόχησες ποτέ στη ζωή σου, να μην έχεις εισπράξει απορρίψεις και αποτυχίες, μου φαίνεται σαν ζωή που δεν την έζησες.

Ήσασταν από τα παιδιά που κάθονται ήσυχα ή από εκείνα που κάνουν τρέλλες;

Ήμουν άτακτος και μάλλον κακός μαθητής.

Ποιά από τα νεανικά σας βιώματα θεωρείτε ότι στάθηκαν καθοριστικά για τη διαμόρφωσή σας;

Το παιχνίδι. Tα παιδικά αναγνώσματα στην αρχή, και τα εφηβικά αργότερα: η Δέλτα και ο Ντοστογιέφσκι αποτελούσαν για καιρό ένα αδιαίρετο πνευματικό δίδυμο και οδηγό ουσιαστικής ζωής. Μαζί με τα μαθήματα κατήχησης, που πήρα στην εκκλησία εγκαίρως.

Στο αρχικό στάδιο γράφω και στο γόνατο ή στο πίσω μέρος των εισιτηρίων, των ΚΤΕΛ κυρίως, γιατί σ' αυτά των αστικών μέσων, δεν χωράνε ούτε ένα SOS να γράψεις και να προλάβεις να το δείξεις στον διπλανό σου, πριν πέσεις ξερός δίπλα του, σ' ένα βαγόνι του μετρό.

Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ανατραφήκατε είχε σχέση με τα γράμματα και γενικότερα με τις τέχνες;

Όχι, αλλά γνώριζαν την αξία τους.

  

Ξεκινήσατε ως κινηματογραφιστής αλλά στην πορεία αλλάξατε ρότα. Γιατί η λογοτεχνία στάθηκε πιο ελκυστική από το σινεμά;

Μα γιατί η κινούμενη και ομιλούσα εικόνα αφήνει ελάχιστο χώρο στη ανθρώπινη φαντασία, καθοδηγώντας την. Πηγαίνεις όπου σε πηγαίνει κι έτσι διαμορφώνει υποταγμένους ανθρώπους. Ενώ οι λέξεις, η λογοτεχνία, είναι σαν εκείνο το ξεχασμένο κουτί στο πίσω σκοτεινό δωμάτιο, όπου εντός του υπάρχει ένας θησαυρός άχρηστων πραγμάτων: από κουμπιά και νομίσματα χωρίς αξία να θυμίζουν περιδιαβάσεις σε ξένους τόπους, χαρτάκια με συνθηματικά νούμερα και τηλέφωνα, ένα σκουλαρίκι με χαλασμένο κλιπ, ένα λέγκο κι ένα σκαθάρι με βγαλμένες ρόδες, ένα γραμματόσημο των νησιών Φίτζι κι ένα μολυβένιο στρατιωτάκι με ακόμη ζωντανά χρώματα στη στολή του, όπως κι ένα χιλιοδιπλωμένο κατοχικό χαρτονόμισμα του 1.000.000.000 δραχμών -μα, τι μπορεί να ψώνιζαν οι άνθρωποι με ένα δισεκατομύριο δραχμές εκείνα τα χρόνια;. Κι όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα πυροδοτούν εικόνες και σκέψεις που πετούν, φεύγουν απ' αυτό το κουτί της απόλυτης μαγείας, πηγαινοέρχονται σαν ξωτικά και φωτίζουν τη σκοτεινή γωνιά του δωματίου, μετατρέποντάς την σε ό,τι ο καθένας μας φαντάζεται.

Αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας και γι' αυτό απεχθανόμαστε τις κινηματογραφικές μεταφορές των σπουδαίων λογοτεχνικών έργων, που όλοι μας έχουμε διαβάσει κι έχουμε λατρέψει. Επειδή διαψεύδουν την εικόνα που είχαμε πλάσει κατά την ανάγνωση. Γιατί όταν τα διαβάζουμε, εκείνη την ίδια στιγμή εμείς οι ίδιοι πλάθουμε το πρόσωπο της Λάρα. Γίνεται η δικιά μας ερωτευμένη μυθιστορηματική γυναίκα, χωρίς να 'χουμε προδώσει ή σβήσει ούτε μια λέξη απ' την περιγραφή του Παστερνάκ, η οποία θα ανήκει πάντα στον Παστερνάκ και θα ισχύει στον αιώνα, για να ζωντανεύει και των ακόμη αγένητων αναγνωστών το δικό τους όραμα, την δικιά τους ξεχωριστή οπτασία. Δεν υπάρχει πιο ακραία ελεύθερο άτομο από έναν αναγνώστη. Έναν καλλιεργημένο, εννοείται. Αν και, ακόμη κι ένας οποισδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να απολαύσει αυτή την ελευθερία, στο πλαίσιο της προσωπικής του ευαισθησίας και των γνώσέων του.

Μια ειλικρινής συνομιλία με τον συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα Facebook Twitter
Είμαι περήφανος που κατάφερα να εργαστώ σαν υπάλληλος ελάχιστα χρόνια. Απεχθανόμουν πάντα το όνειρο του "μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει" και δεν το επεδίωξα ποτέ μου, γιατί ήξερα πως σε τέτοια συνθήκη μονιμότητας είναι που η ζωή γίνεται αφόρητη...

Με την εξαίρεση κάποιων χρόνων που εργαστήκατε στο χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης, δεν ασκήσατε άλλη υπαλληλική δουλειά. Πόσο αγχωτικό υπήρξε για σας το θέμα της επιβίωσης;

Είμαι περήφανος που κατάφερα να εργαστώ σαν υπάλληλος ελάχιστα χρόνια. Απεχθανόμουν πάντα το όνειρο του "μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει" και δεν το επεδίωξα ποτέ μου, γιατί ήξερα πως σε τέτοια συνθήκη μονιμότητας είναι που η ζωή γίνεται αφόρητη. Το κατάφερα επίσης, φροντίζοντας να μην αυξάνω διαρκώς τις πλαστές υλικές ανάγκες που μας πολιορκούν όλους και κυρίως τα παιδιά μας. Δόξα τω Θεώ το μπλοκάκι του ελεύθερου επαγγελματία μου έδινε το απαραίτητο οξυγόνο ανεξαρτησίας, όπως και την συνείδηση για την αξία των έργων μου, την όποια αξία τους. Βεβαίως, η γυναίκα μου, η οποία με αγαπά και ανέχεται την ανικανότητά μου στην οικονομική διαχείριση της καθημερινής ζωής για πάνω από 40 χρόνια, φρόντιζε το σπίτι μας όλο αυτό το διάστημα, διευκολύνοντάς με σε όλες τις παραπάνω επιλογές μου. Και της το χρωστώ.

Μπορείτε να γράφετε παντού ή προτιμάτε ησυχαστήρια όπως οι λογοτεχνικοί ξενώνες;

Γράφω πάνω σε σταθερή επιφάνεια και όποτε μου κάνει κέφι. Στο αρχικό στάδιο γράφω και στο γόνατο ή στο πίσω μέρος των εισιτηρίων, των ΚΤΕΛ κυρίως, γιατί σ' αυτά των αστικών μέσων, δεν χωράνε ούτε ένα SOS να γράψεις και να προλάβεις να το δείξεις στον διπλανό σου, πριν πέσεις ξερός δίπλα του, σ' ένα βαγόνι του μετρό. Ησυχαστήριο είναι το σπίτι μου και σ' έναν λογοτεχνικό ξενώνα θα πήγαινα για να αποδράσω και όχι για να γράψω.

Στην προμετωπίδα του τελευταίου σας μυθιστορήματος σημειώνετε: «γράφοντας και ξαναγράφοντας το ίδιο». Ποιές θα λέγατε ότι είναι οι βασικές συγγραφικές εμμονές σας;

Το παράλογο στη ζωή μας και η ζωή μας μέσα σ' αυτό. Η προδοσία και ο τρόπος που βιώνεται, όχι απ' τον προδότη, αλλά από τον προδομένο που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τον εγκατέλειψαν και περιμένει να πεθάνει απ' αυτό.

Το πρώτο σας βιβλίο, «Η νεράιδα της Αθήνας», θεωρήθηκε ως ένα εγχώριο καταστασιακό μανιφέστο. Τα τελευταία σας έργα, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πιο συντηρητικά από πολιτική άποψη. Υπήρξαν πολλά σκαμπανευάσματα στην ιδεολογική διαδρομή σας; Ποιές ήταν οι μεγαλύτερες διαψεύσεις και ποιά σας στοίχισε περισσότερο;

Νομίζω το υπαινίχθηκα ήδη: απ' όταν κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι μια διαρκής εξέλιξη προς το καλύτερο και πως όλα επιστρέφουν ξανά και πως ό,τι έγινε θα ξαναγίνει, τα περιθώρια των διαψεύσεων δεν έχουν σημασία. Η ζωή, πάντα ρευστή, πάλλουσα και ζέουσα, έχει τον τρόπο της να δείχνει σε όποιον θέλει να δει, ποιά είναι τα αγκωνάρια της οικοδομής, ποια είναι η πέτρα πάνω στην οποία μπορούμε να στήσουμε το σπίτι μας έτσι ώστε σκαμπανευάσματα, πλημμύρες, κρίσεις και θύελλες να μην θίγουν τον πυρήνα του. Μπορεί να ξηλώσουν κανα κομμάτι της στέγης ή κανα παντζούρι, η εστία όμως θα παραμένει στέρεα κι η πυροστιά ζωντανή.

Το καινούργιο είναι καλοδεχούμενο, αν δεν θέλουμε το παλιό να σαπίσει, δηλητηριάζοντας το σύμπαν. Ελπίδα επίσης δίνει πως, για την ώρα, ο στόχος των αρχόντων - όπως όλων των αρχόντων όπου γης και όποιου χρώματος - είναι το πορτοφόλι μας. Μέχρις εδώ, άριστα.

Ένα από τα μετωπικά θέματα στο «Ταξίδι στην Ελλάδα" είναι ο εμφύλιος. Εσείς ήσασταν παιδί όταν ξέσπασε. Υπάρχουν κάποιες αναμνήσεις από τότε που διατηρούνται πολύ ζωντανές μέσα σας;

Αυτή η αίσθηση σαν πνιγηρή κουφόβραση πάνω στο δέρμα, όπως διανυκτέρευση κοντά σε στάσιμα νερά, αυτή η αίσθηση πως όλοι εχθρεύονταν όλους... Κανένας δεν ήθελε να αντικρύσει κατά πρόσωπο τον άλλον με την διαφορετική άποψη. Τα κεφάλια ξεχείλιζαν από ιδέες και μόνον ιδέες και ξανά ιδέες, γι' αυτό και ο αποκλεισμός του άλλου, αν δεν μπορούσες να τον αφανίσεις, ήταν σε πρώτη ζήτηση. Και μια καθημερινότητα με στερήσεις, στενά, μετρημένα τα πάντα. Και η εικόνα του πατέρα μου να επιστρέφει στο σπίτι απογοητευμένο ράκος από τις άκαρπες προσπάθειες να πετύχει αναστολές ποινών και απελευθερώσεις εξορίστων συγγενών και συγχωριανών του. Κι όμως βγήκαμε ζωντανοί, για άλλη μια φορά στην Ιστορία μας, πληγωμένοι αλλά σώοι. Το συνειδητοποίησα στην εφηβεία μου και έκτοτε ένιωσα μια δύναμη να με συντροφεύει μέχρι σήμερα, έτσι ώστε στις πρώτες γκρίνιες και τα κλάματα για την σημερινή κρίση, μπόρεσα να σκεφτώ "σιγά το πράμα". Όταν βεβαίως το σχόλιο αυτό δεν αρκέστηκα να το σκεφτώ αλλά το εκστόμισα σε μια συζήτηση, ένας απ' τους συνομιλητές μου με αποκάλεσε "αναίσθητο". Τότε εγώ, με υψηλόν παλμόν καρδίας, ξανασκέφτηκα "τι μου θυμίζει αυτό, τι μου θυμίζει;" Μα, τον εμφύλιο μου θύμιζε...

Κάθε βιβλίο, λέμε, έχει την ιστορία του. Μέσα σε τι συνθήκες προέκυψε «Το ταξίδι...»; Ποιά στοιχεία από την περιρρέουσα πραγματικότητα το πυροδότησαν; Ηταν ο δικός σας καρπός της κρίσης;

Δεν υπήρχε κάποιος πυρήνας ιστορίας στην αρχή. Το είχα μάλλον συλλάβει σαν ένα σκηνικό από ημερομηνίες-οδόσημα της σύγχρονης ελληνικής περιπέτειας που με έθελγε. 1943: το ναζιστικό τέρας έχει αρχίσει να ψυχορραγεί, κι εμείς που έχουμε συμβάλει στην ήττα του, το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι ν' αρχίσουμε να σφαζόμαστε. 1963: "Νεότης νεότης, ωραία που είναι τα μαλλιά σου" και οι βαθειές ανάσες "γουστάρω πλούσια κι ελεύθερη ζωή" της δεκαετίας του ΄60, που μια στρατιωτική δικτατορία ήρθε να τις θάψει. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές "Το ταξίδι στην Ελλάδα". Αν και η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι ακριβώς πως προέκυψαν όλα αυτά τα πρόσωπα που κυκλοφορούν εκεί μέσα.

Τι από όσα πιάνουν οι κεραίες σας μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τι σας προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία και τι σας δίνει, αν σας δίνει, ελπίδα;

Σίγουρα δεν είμαι μειλίχιος, όπως υποθέσατε στην αρχή, στο συγκεκριμένο ζήτημα όμως είμαι απολύτως ψύχραιμος! Αυτό που δίνει ελπίδα είναι η ανακατωσούρα που έφερε στο γκρίζο και καθωσπρέπει περιβάλλον μας το καινούργιο και άμαθο στα δύσκολα παιδί. Όμως το καινούργιο είναι καλοδεχούμενο, αν δεν θέλουμε το παλιό να σαπίσει, δηλητηριάζοντας το σύμπαν. Ελπίδα επίσης δίνει πως, για την ώρα, ο στόχος των αρχόντων - όπως όλων των αρχόντων όπου γης και όποιου χρώματος - είναι το πορτοφόλι μας. Μέχρις εδώ, άριστα. Κι ο ίδιος ο Αρχικακόπουλος να είχε εκλεγεί να κυβερνήσει τη χώρα θα έπρεπε να πληρώνουμε τον προσωπικό μας λογαριασμό. Εφ' όσον μπορούμε, έχουμε χρέος να τον πληρώνουμε. Προσωπικά, ξέρετε, έχω επιλέξει την συνειδητή "εθελοδουλεία", όπως θα'λεγε κι εκείνος ο υπουργός, ανήκω δηλαδή στη συμμορία εκείνων που "αποδίδουν τα του καίσαρος τω καίσαρι...", για να μπορεί ο καθένας μας να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα και να μην μπερδευόμαστε.

Σήμερα είστε στη Σκόπελο, προχθές στο Μπρνο, αύριο στην Τιφλίδα. Δεν σας χωράει ο τόπος; Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη της διαρκούς περιπλάνησης; Κι, όμως, πάντα εδώ επιστρέφετε κι όλο για τον τόπο μας γράφετε. Τι συμβαίνει ακριβώς;

Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι ασκήσεις, κάτι σαν πρόβα της μεγάλης και τελικής αναχώρησης. Αν και δεν εξηγούνται τα πάντα στη ζωή μας, κυρία Παπασπύρου. Είναι και πράγματα που απλώς συμβαίνουν. Ας τ' αφήσουμε να γίνονται, κάτι μπορεί να θέλουν να μας πουν που δεν το 'χουμε ακόμη συλλάβει!

Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να μην ξαναγυρίσετε; Υπήρξαν πράγματα που ζηλέψατε στο εξωτερικό- στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη, οπουδήποτε - κι εδώ σας λείπουν;

Ποτέ δεν διανοήθηκα να μην επιστρέψω. Συχνά σκέφτομαι πως φεύγουμε για να απολαμβάνουμε τη χαρά της επιστροφής. Αυτά που μου λείπουν δεν υπάρχει τόπος, εκτός απ' τον δικό μου, που να μπορεί να μου τα προσφέρει.

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

2 σχόλια