Οι γνώμες διίστανται για το ποιος είναι ο πιο επιτυχημένος παρουσιαστής της τελετής απονομής των Όσκαρ. Για να τηρήσει πολιτική ίσων αποστάσεων και να σεβαστεί την ιεραρχία, η Ακαδημία, αν πρέπει να απαντήσει, θα δείξει προς τη μεριά του Μπομπ Χόουπ, ο οποίος το πήρε πατριωτικά, όπως έκανε σε όλη την προσοδοφόρα καριέρα του, και επιτέλεσε τον ρόλο του οικοδεσπότη 18 χρονιές, ανοίγοντας τον δρόμο στη μονοπρόσωπη παρουσίαση, που εξελίχθηκε σε θέσφατο στη σύγχρονη ιστορία του θεσμού. Ως καλός στρατιώτης, ο Χόουπ μάλλον δεν αρνήθηκε ποτέ στη σχεδόν ετήσια πρόταση, παρέλαβε αρκετά τιμητικά Όσκαρ για τις υπηρεσίες του στη βιομηχανία και, τουλάχιστον στο διεθνές κοινό, έμεινε στη μνήμη ακριβώς γι' αυτή την παραλλαγή του όποιου ερμηνευτικού του ταλέντου. Εισήγαγε τη σαλονάτη άνεση, σε αντίθεση με την ξύλινη διεκπεραίωση των προκατόχων του, που δεν ήταν καθαυτοί showmen αλλά εντεταλμένοι για την απονομή βραβείων, συνήθως ηθοποιοί και στελέχη της Ακαδημίας. Βέβαια, αν ξαναδούμε το περιεχόμενο της παρουσίασης, ο Χόουπ αναλωνόταν συνήθως σε προετοιμασμένα, κρύα αστεία, δεν υπήρξε ποτέ αυθόρμητος, πόζαρε πιο βασιλικός και από τον βασιλιά και η περιορισμένη του αιχμή απευθυνόταν στους παρευρισκόμενους, δίκην εσωτερικού χωρατού – με μοναδική εξαίρεση την επαναλαμβανόμενη διακωμώδηση της αδυναμίας του να κερδίσει ένα διαγωνιστικό Όσκαρ.
Η δοκιμή με τους πολλούς παρουσιαστές ποτέ δεν άφησε καλές εντυπώσεις κι έτσι η Ακαδημία κατέληξε στο ελεγχόμενο σχήμα του ενός. Αναγνωρίζοντας τα συντεχνιακά στεγανά των «βαρετών» βραβείων, δηλαδή των μικρών κατηγοριών, χωρίς σταρ και ταινίες με απήχηση, που όμως επιβάλλεται πάντα να παρελάσουν ισότιμα τη βραδιά της απονομής, ο εκάστοτε παρουσιαστής έχει στη διάθεσή του το μεγάλο εισαγωγικό νούμερο για να δείξει τι αξίζει. Μια μονταζιακή εξτραβαγκάντζα που προηγείται της στατικής, περίπου δεκάλεπτης stand up εισαγωγής ενισχύει την πρώτη εντύπωση και σχεδιάζεται για να προσκαλέσει το τηλεοπτικό κοινό, άσχετα αν είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο πως δεν είναι ικανή να το κρατήσει μέχρι τέλους. Ο Μπίλι Κρίσταλ είναι εκείνος που γεφύρωσε την κλασική δομή με μια πιο ανάλαφρη, μιουζικαλίστικη προσέγγιση του κοινού που παρακολουθούσε στην αίθουσα και των τηλεθεατών. Κατέβηκε στην πλατεία, καθιέρωσε ένα πειραγμένο medley αφηγούμενος χιουμοριστικά τις υποψήφιες ταινίες, έκανε σκληρότερη πλάκα με σχετική επαφή με την επικαιρότητα. Ήταν ο άρχοντας των '90s και συνέχισε σποραδικά, αποδεχόμενος προσκλήσεις όταν κάποιοι άλλοι αρνούνταν – λόγω φόρτου εργασίας ή από τον φόβο της έκθεσης. Ας μην ξεχνάμε πως κανείς δεν πληρώθηκε πέρα από το βασικό ημερομίσθιο για την πολυτελή αγγαρεία και το ταλέντο της Ακαδημίας ήταν πάντα να φλερτάρει όσους δεν παρακαλούσαν να την αναλάβουν.
Τον επίσημο τόνο της τελετής επιχείρησε να σπάσει η Έλεν ΝτεΤζένερις, μπολιάζοντας την αίσθηση της οικειότητας που απέκτησε από την τηλεοπτική τριβή στον άνισο ρυθμό της βραδιάς. Εκεί που ο εσωστρεφής Ντέιβ Λέτερμαν απέτυχε οικτρά με το σκυλάκι που κυνηγούσε την ουρά του και την αδόκιμη παρήχηση της Ούμα με την Όπρα, η Έλεν κατάλαβε πως δεν γινόταν να κοπιάρει την εκπομπή και τα τερτίπια της αλλά ότι έπρεπε να μεταδώσει τη διπλή προσωπικότητά της, την καλή τηλεοπτική και την πιο edgy, που υιοθετεί στις κωμικές παραστάσεις της – γι' αυτό και η Λάιζα Μινέλι έπεσε θύμα της σατιρικής βολής της. Φέτος, ο Τζίμι Κίμελ καλείται να ακολουθήσει τα χνάρια της, αν και είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να επιβληθεί, ελλείψει ευρείας αποδοχής – είναι η μιντιακή συγγένεια του ίδιου δικτύου που φιλοξενεί τα Όσκαρ και τη δική του βραδινή εκπομπή...
Όποτε ήρθε η ώρα των ηθοποιών, τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα. Η Γούπι Γκόλντμπεργκ είχε καλές στιγμές (μασκαρεμένη λευκή Βασίλισσα της Αφρικής, για παράδειγμα), ο Σεθ Μακφάρλεν αποδείχθηκε ελαφρύς, αν και όχι όσο ο Νιλ Πάτρικ Χάρις, που ταιριάζει απόλυτα στα βραβεία Tony, ενώ ο Κρις Ροκ έγινε ως και αγενής, υπερβάλλοντας με κόντρα ρατσιστικό ζήλο την πρώτη φορά. Ενδεχομένως, το χειρότερο ντουέτο ήταν ο νυσταγμένος, κομπλαρισμένος, εκτός τόπου και χρόνου Τζέιμς Φράνκο με τη σχεδόν υστερική Αν Χάθαγουεϊ, και ο καλύτερος, πιο κινητικός, τζέντλεμαν και αεράτος, ο Χιου Τζάκμαν, που έδειχνε να το διασκεδάζει και εντυπωσίασε με τα μουσικοχορευτικά του προσόντα όσους δεν ήξεραν πως, εκτός από βλοσυρός και πονεμένος Γούλβεριν, έχει αριστεύσει πλειστάκις στα μιούζικαλ.
Ωστόσο, η αλήστου μνήμης ανάθεση της 61ης απονομής στον Άλαν Καρ έχει στιγματίσει τα Όσκαρ: ποτέ άλλοτε δεν απειλήθηκαν μηνύσεις έτσι ώστε η Ακαδημία να βγάλει αυστηρή ανακοίνωση, τηρώντας αποστάσεις από την τελετή που τεχνικά διοργάνωσε η ίδια. Ο Καρ ήταν παραγωγός που είχε στο ενεργητικό δύο μεγάλες επιτυχίες, το «Grease» στο σινεμά και το «Κλουβί με τις τρελές» στο Μπρόντγουεϊ, και πολλές ακόμη παραγωγές που ξεχάστηκαν ή βυθίστηκαν «αύτανδρες». Η Ακαδημία είχε τη φαεινή ιδέα να αναθέσει εν λευκώ την επιμέλεια του κουρασμένου show στον φαντεζί ιμπρεσάριο και παραγωγό. Ο Καρ, που συνήθιζε να κυκλοφορεί με καφτάνια και ρόμπες, έμενε σε μια έπαυλη με πισίνα γεμάτη ροζ νερό και από τον ενθουσιασμό του για την αναβάθμισή του σε ένα κοινό που ενδεχομένως δεν τον είχε ακούσει ποτέ έστησε ένα ψεύτικο άγαλμα Όσκαρ τριών μέτρων έξω από την πόρτα του. Επειδή όμως ειδικευόταν σε πάρτι καλλιτεχνικού ξεφαντώματος μεγάλης κλίμακας και στις δημόσιες σχέσεις, ίσως αναζωογονούσε μια τελετή που είχε στερέψει από νέες ιδέες. Και ποια ήταν η φρέσκια σύλληψή του; Ένας ρετρό φόρος τιμής στο παλιό Χόλιγουντ, αλλά με μια ανάλαφρη διάθεση, που θα μεταμόρφωνε τη σκηνή του Shrine Auditorium σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, αντλώντας έμπνευση από ένα περιθωριακό σόου που του άρεσε πολύ, με τον τίτλο «Beach Blanket Babylon». Ξεκίνησε προσλαμβάνοντας μια άγνωστη ηθοποιό ονόματι Αϊλίν Μπάουμαν, για να μπει στο θέατρο ντυμένη Χιονάτη, και να τραγουδήσει τσιριχτά μερικές από τις χειρότερες μελωδίες που συνέθεσε ο τρις κάτοχος Όσκαρ Μάρβιν Χάμλις. Αφού κατέβηκε στην πλατεία και συγχρωτίστηκε χωρίς εμφανή ανταπόκριση με μερικούς από τους αποσβολωμένους ηθοποιούς, κάλεσε στη σκηνή, σαν να έχει ραντεβού μαζί του, τον Ρομπ Λόου, ο οποίος, χωρίς καμία πείρα, τραγούδησε μαζί της, εντελώς παράφωνα, μια παράφραση του «Proud Mary» της Τίνα Τέρνερ – keep the cameras rolling... Από τη σκηνή παρέλασαν παλιές δόξες του αμερικανικού σινεμά, όπως ο Ρόι Ρότζερς, ο Βίνσεντ Πράις και η Ντόροθι Λαμούρ, χωρίς να δοθεί ο σεβασμός που άρμοζε στο παρελθόν και την ηλικία τους, και μετά από αλλόκοτα χορευτικά με αναποδογυρισμένα τραπεζάκια και καρύδες αλά Κάρμεν Μιράντα και Coconut Grove, έκαναν το ντεμπούτο τους αγόρια και κορίτσια, φιλόδοξοι ηθοποιοί ειδικά επιλεγμένοι για τη βραδιά, που σήμερα κανείς δεν θυμάται, με εξαίρεση τον Κρίστιαν Σλέιτερ και τον Πάτρικ Ντέμπσι, που με τίποτε δεν λογίζονται ως μελλοντικό Oscar material. Στιγμιαίες αντιδράσεις ηθοποιών όπως ο Τομ Χανκς, η Μισέλ Φάιφερ και ο Ρόμπερτ Ντάουνι, ο οποίος πιθανώς να αναρωτήθηκε αν ήπιε κάτι εντελώς χαλασμένο, αποτυπώνουν βλέμματα τρόμου και αηδίας, σαν να ήταν στο Studio 54 αλλά να έβλεπαν φτηνό καμπαρέ για εξωγήινους υπερήλικες.
Όταν ρωτήθηκε αργότερα, ο Ρομπ Λόου ισχυρίστηκε πως έπραξε το καθήκον του ως καλός στρατιώτης του θεάματος. Μόλις τελείωσε το νούμερο-φιάσκο, η Μπάουμαν πήγε ανακουφισμένη στα καμαρίνια κι έπεσε πάνω στο είδωλό της, την Ολίβια Νιούτον Τζον, η οποία δανείστηκε το ρουζ της και της είπε έκπληκτη, «μα, πώς δέχτηκες να το κάνεις αυτό, πώς σου ήρθε να πεις "ναι"»; Η Ακαδημία, απολογητική και μετανιωμένη, έβγαλε Δελτίο Τύπου που συνυπέγραφαν 17 επιφανή μέλη της, διαχωρίζοντας τη θέση της από τις επιλογές του Άλαν Καρ, χαρακτηρίζοντας την τελετή ντροπή για έναν οργανισμό που τιμά σοβαρά επιτεύγματα. Η Disney έκανε μήνυση στην Ακαδημία για χρήση της Χιονάτης χωρίς την έγκρισή της, σαν να ήταν αντιποίηση αρχής. Και, φυσικά, οι δημοσιογράφοι κατακεραύνωσαν την πανηγυρτζίδικη τελετή, την παρομοίασαν με γκέι εκδοχή εβραϊκής τελετής ενηλικίωσης και προέβλεψαν ορθώς πως είχε εξασφαλίσει ήδη τη θέση της ως η χειρότερη στα χρονικά.
Η συνέχεια ήταν εξίσου σκούρα για τους πρωταγωνιστές της βραδιάς. Ο Ρομπ Λόου θα εμπλεκόταν σε ένα σκάνδαλο με βιντεοσκοπημένα ερωτικά στιγμιότυπα που διέρρευσαν και αμαύρωσαν την κολαριστή εικόνα του. Χρειάστηκαν χρόνια για να επανέλθει με επιτυχία – στην τηλεόραση. Η Μπάουμαν δεν έκανε τίποτε σημαντικό και σήμερα ζει στο Σαν Ντιέγκο, δουλεύοντας σε τοπικές θεατρικές παραγωγές. Ο Άλαν Καρ έγινε αυτόματα το μαύρο πρόβατο της πόλης. Κανείς δεν τον συναναστρεφόταν έκτοτε και οι λιγοστές δουλειές που του προέκυψαν αργότερα πέρασαν απαρατήρητες. Σβησμένος, απογοητευμένος και απομονωμένος, βυθίστηκε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από καρκίνο του ήπατος. Ελάχιστοι θυμούνται τρεις καινοτομίες του εκείνη τη βραδιά, οι οποίες μάλιστα διατηρούνται μέχρι σήμερα. Άλλαξε το τζογαδόρικο «and the winner is» με το πιο ευγενικό «και το βραβείο πηγαίνει στον...». Προσέλαβε ενδυματολόγο για να ντύνει τους υποψήφιους και τους παρουσιαστές. Και επέμεινε στη σημασία της υποχρεωτικής στάσης στο κόκκινο χαλί, δίνοντας χώρο για συνεντεύξεις και πόζες.
Τι κι αν κέρδισαν ο «Άνθρωπος της Βροχής», ο Ντάστιν Χόφμαν, ο Κέβιν Κλάιν και η Τζόντι Φόστερ, και εμφανίστηκε η Λουσίλ Μπολ για να δώσει βραβείο; Η καθόλου ζηλευτή δόξα ανήκει ολοκληρωτικά στον Καρ, ο οποίος παρεξήγησε την ελευθερία που του δόθηκε, άρπαξε από τα μαλλιά τη μοναδική ευκαιρία αυτοπροβολής σαν να μην υπήρχε αύριο, καβάλησε την (πολύ) λεπτή γραμμή ανάμεσα στο show και την business και μετέτρεψε μια τελετή που πάντα κινείται στα όρια της ευπρέπειας και των αυτο-συγχαρητηρίων σε revue πίστας.