Θρυλικό όνομα το Μπέμπα Μπλανς! Σαν να ερχόταν από τα βάθη του χρόνου, από τη γένεση του μουσικού θεάτρου στην Ελλάδα, τότε που καλλιτέχνες, ηθοποιοί και τραγουδιστές αποκτούσαν εύηχα ξενόφερτα ψευδώνυμα. Κι όμως, η Μπέμπα Μπλανς −κατά κόσμον Αγγελική Κωνσταντοπούλου− δεν ήταν τόσο μεγάλη ηλικιακά. Γεννημένη τον Ιούνιο του 1943, η Ελληνίδα «Μάρλεν Ντίτριχ με ταγέρ», έλαμψε στο μουσικό και κινηματογραφικό στερέωμα της δεκαετίας του '60, άφησε εποχή για τη φυσική ομορφιά και τον αετίσιο χαρακτήρα της κι έφυγε από τη ζωή στις 7 Σεπτεμβρίου του 2017, χτυπημένη από τον καρκίνο που την κυνήγησε αλύπητα για μία δεκαετία σχεδόν.
Την είχα συναντήσει το 2006, καλοκαίρι, σε ταβέρνα της Κυψέλης που δεν είχε σκεπή. Σε αυλή. Νόμιζες πως θα εμφανιζόταν μια λαϊκή ορχήστρα κι εκείνη θα έπαιρνε τη θέση της για να τραγουδήσει, να φτιάξει ατμόσφαιρα «Καλώς ήρθε το δολάριο» με το άσμα που τη σήκωσε πολύ καλλιτεχνικά, το ζαμπετικό «Καράβι», σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
Το 1974 τραγούδησε «Αποφασίζω και διατάζω» σε μουσική του Γιώργου Μανισαλή και στίχους της Αντιόπης Μπατσαλιά. Ευθεία μπηχτή για τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, που ούτως ή άλλως είχε τεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό μετά το πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη: «Άσ' τα, βρε πολυλογά μου, χρόνια τώρα μ' έχεις πρήξει, σ' άφησα να κυβερνήσεις, μα το πλοίο της ζωής μας μες στα βράχια το 'χεις ρίξει».
Μιλούσε πολύ γι' αυτήν ο βιρτουόζος του μπουζουκιού και συνθέτης Γιάννης Καραμπεσίνης. Τραγουδούσε δίπλα του στο κέντρο «Πεταλούδα», πάντα όρθια, δωρική, σαν κολόνα. «Η Μπέμπα Μπλανς και η Δούκισσα», μου είχε πει ο συχωρεμένος ο Καραμπεσίνης, «ήταν οι πιο καλοντυμένες κυρίες της νύχτας. Δεν τραγουδούσαν με το μπούτι, όπως κάνουν οι σημερινές, αλλά με το λαρύγγι τους και το παράστημά τους!». Φοβερό να το ακούς αυτό από έναν καλλιτέχνη που μοιράστηκε πολλά μαζί της μια περίοδο που η ίδια σκανδάλιζε φορώντας δαντέλες χωρίς σουτιέν, συνδυάζοντας το γούστο με τη στυλιστική ελευθερία. Δεν μάσαγε καθόλου, ως φαίνεται. Δαντέλες, βολάν και από μέσα κιλοτάκια με τα δύο Μ, τα αρχικά του ονόματός της. Άποψη! «Με το νυχτικό σου ήρθες να τραγουδήσεις;»της είπε κάποτε ο Ζαμπέτας, ο μέντοράς της, αφού στο σχήμα, βλέπεις, υπήρχαν η Τζένη Βάνου και η Γιοβάννα!
Για πάρτη της κάποτε η Σωτηρία Μπέλλου παραλίγο να κάνει μακελειό στο Κύτταρο της οδού Ηπείρου, που τότε δεν λεγόταν ακόμα Κύτταρο αλλά όλοι έλεγαν «πάμε στου Μαργωμένου». «Την είχε καψουρευτεί άσχημα τη νεαρή καλλονή και σαν την είδε με τον συνοδό της, η Σωτηρία τράβηξε σπασμένο μπουκάλι» θυμόταν ο άλλος συχωρεμένος, ο κυρ-Ανδρέας ο Γιακουμέλλος, γκαρσόνι τότε και μετέπειτα ιδιοκτήτης του περίφημου ροκ κλαμπ της Αθήνας. Διότι η Μπέμπα Μπλανς υπήρξε αδιαφιλονίκητο sex symbol, αφήνοντας πολλές ιστορίες με άντρες που έκοβαν έως και τις φλέβες τους για να τους δώσει λίγη σημασία.
Ο Μαθητής - Μπέμπα Μπλανς και Γιώργος Ζαμπέτας
Δωρική λαϊκή ερμηνεύτρια, αγαπημένη του Γιώργου Ζαμπέτα, που τη σύστησε ουσιαστικά στο αθηναϊκό κοινό και στη δισκογραφία. Κι ας είχε βγει στο πάλκο κορίτσι πράγμα, σε ηλικία 14 ετών. Το '64 διασώθηκε η μορφή τους σε ταινία να τραγουδούν μαζί τον «Μαθητή» − σαν το θηλυκό alter ego του Ζαμπέτα έμοιαζε η Μπέμπα Μπλανς. Το «Μιας πεντάρας νιάτα», σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, ήταν μια κανταδόρικη λαϊκή μπαλάντα, απ' αυτές που μόνο ο Ζαμπέτας ήξερε να φτιάχνει για την «Μπεμπέκα-βελούδο» του, όπως την αποκαλούσε. Φωνή-αλφάδι, που θύμιζε αυτήν της σύγχρονής της Βίκυς Μοσχολιού, σε κομμάτια αντιπροσωπευτικά της έκρηξης του λαϊκού τραγουδιού. Ντουέτα με τον Μπάμπη Τσετίνη ή τον Μανώλη Καναρίδη. Δεν υπήρχε κανείς άλλος που να επισκίαζε τον Στέλιο Καζαντζίδη τα χρόνια εκείνα. Κι αυτός, ο Στέλιος, την Μπέμπα Μπλανς ξεχώριζε. Όχι γιατί ήταν φίλος με τον Κωνσταντόπουλο, τον έναν από τους συνολικά τρεις συζύγους της, αλλά γιατί εκτιμούσε την αξιοπρέπεια, την ομορφιά της στο πάλκο και το αυθεντικό, λαϊκό ρεπερτόριό της. Ήταν που κι εκείνη τραγούδησε για τη μετανάστευση υποδυόμενη την απελπισμένη μάνα σε θλιμμένα ζεϊμπέκικα του '62 και του '63: «Γύρνα αγόρι μου, γύρνα παιδάκι μου». Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Μητσάκη και τον Γιώργο Μανισαλή, επανεκτέλεσε εξαιρετικά τον Τσιτσάνη, της έγραψε τραγούδια ο Τάκης Μουσαφίρης στα 30 της. Μέχρι και Γιάννη Σπανό τραγούδησε σε στίχους του Κώστα Κωτούλα πάνω στην ακμή του Νέου Κύματος. Η πίτα ήταν καλά μοιρασμένη και ο ένας σπάνια έμπαινε στα χωράφια του άλλου. Οι τότε καθαρόαιμες λαϊκές τραγουδίστριες δεν είχαν ανάγκη να ερμηνεύσουν μελοποιημένη ποίηση, ούτε ντε και καλά τους «έντεχνους» συνθέτες. Κι ας το έκαναν οι άλλες, οι μεγάλες, σαν τη Μοσχολιού και την Πόλυ Πάνου. Τα τελευταία χρόνια μόνο είχε ζητήσει δημόσια μία συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη για να της έδινε ένα, έστω, τραγούδι του. Η Μπέμπα Μπλανς ήταν ο ορισμός της λαϊκής τραγουδίστριας στο πάλκο, γνήσια, ο εαυτός της, τίποτα περισσότερο. Το μακρόσυρτο άλφα της ήταν μοναδικό στα πονεμένα άσματα του '60: η Μαρία Κάλλας στην όπερα, ο Καζαντζίδης κι αυτή στα λαϊκά! Και η Βούλα Πάλλα! Γυναικεία χειραφέτηση, περηφάνια, ευαισθησία, τρυφερότητα, σεμνή μαγκιά, απελευθέρωση των ηθών δίπλα σ' ένα πιάτο με δυο ελιές κι ένα ούζο, σε μια ταβέρνα ή στο πολυτελές ρεστοράν ενός κρις-κραφτ. «Η γυναίκα η μοντέρνα θέλει να 'χει άντρες δέκα» και «Κρύο είναι το σεντόνι και η μοναξιά παγώνει». Το 1974 τραγούδησε «Αποφασίζω και διατάζω» σε μουσική του Γιώργου Μανισαλή και στίχους της Αντιόπης Μπατσαλιά. Ευθεία μπηχτή για τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, που ούτως ή άλλως είχε τεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό μετά το πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη: «Άσ' τα, βρε πολυλογά μου, χρόνια τώρα μ' έχεις πρήξει, σ' άφησα να κυβερνήσεις, μα το πλοίο της ζωής μας μες στα βράχια το 'χεις ρίξει». Στην κινηματογραφική «Σμυρνιά» (1969) του Αβραμέα εμφανίστηκε με μίνι φούστα να λέει «Καθένας με την τύχη του», με δύο χίπισσες χορεύτριες πλάι της. Τόσο νέα ήταν και με τόσους μύθους της ελληνικής κωμωδίας εγγράφηκε η μορφή της: Βέγγος, Βασιλειάδου, Αυλωνίτης, Φωτόπουλος, Μουστάκας − ταινίες ιερές μόνο και μόνο γιατί διέσωσαν για πάντα τον μεταπολεμικό λαϊκό πολιτισμό.
Το 2007 κατέπληξε τους πάντες, παίζοντας στο κατά Μιχαήλ Μαρμαρινό «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημητριάδη. Τι θεία έμπνευση είχε ο Μαρμαρινός να τη ζητήσει για μία παράσταση που συζητήθηκε πολύ σ' εκείνο το Φεστιβάλ Αθηνών! Η ίδια θα δήλωνε με χιούμορ πως επιτέλους κι εκείνη την «τραβούσαν» φωτογραφίες και βίντεο οι θαυμαστές με τα κινητά τους, αφού στην ακμή της δεν υπήρχαν τέτοιες ευκολίες.
Ποτέ δεν υπήρξε καλάμι καβαλημένο η Μπέμπα Μπλανς, γι' αυτό ίσως και ποτέ να μην έκανε τεράστια δισκογραφία. Ό,τι δεν της έκαναν οι κακοί συνάνθρωποί της τής το έκανε ο καρκίνος. Τη χτύπησε το 2009, πρώτα στο έντερο. Της έδωσε την ευκαιρία να ονειρευτεί ξανά για λίγο, να εναποθέσει τις ελπίδες της στην Παναγία, σαν ατόφια λαϊκή γυναίκα και πάλι. Μέχρι να τη θερίσει από τον περασμένο Νοέμβριο με τις μεταστάσεις του. Δίπλα της ήταν η κόρη της, Μαργαρίτα, αλλά και οι φίλες και συναδέλφισσές της από τα παλιά, η Ξανθή Περράκη, η Γιώτα Γιάννα. Ουδείς άλλος! Είχε δημοσιεύσει μια δραματική έκκληση για βοήθεια στο Διαδίκτυο ο φίλος της, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καλουδάς, τότε που οι άνθρωποι έψαχναν απεγνωσμένα για κρεβάτι στον Άγιο Σάββα.
«Το εργοστάσιο έβγαλε μία και μετά έκλεισε»: λόγια της ίδιας από το πρόσφατο παρελθόν ως αποτίμηση του εκρηκτικού ταμπεραμέντου και της περσόνας της. Αλήθεια είναι! Η Μπέμπα Μπλανς είχε μια ζωή πλούσια απ' όλες τις απόψεις, μυθιστορηματική σχεδόν, ακατάλληλη για μικροαστούς, έτσι ακριβώς όπως το 'γραψε ο Κάλβος: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Το καράβι - Μπέμπα Μπλανς
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 8.9.2017
σχόλια