Τον μήνα που διανύουμε συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη δημιουργία του ΚΚΕ εσωτερικού (τον περασμένο Δεκέμβρη ήταν και η αντίστοιχη επέτειος της ίδρυσης του «Ρήγα Φεραίου») και δεν μπορώ να υπολογίσω με βεβαιότητα πόσες φορές έχω διαβάσει στο κοινωνικής δικτύωσης χρονολόγιό μου τη φράση «τόσα χρόνια το ΚΚΕ εσωτερικού μας κυβερνά στην πραγματικότητα» σε διάφορες παραλλαγές ύφους, σχεδόν πάντα όμως με μια έντονη δόση δυσανεξίας, είτε αυτή προέρχεται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά του συγκεχυμένου έτσι κι αλλιώς προ πολλού πολιτικού φάσματος. Υπάρχει ακόμα και η σχετική, αλλά πιο συγκεκριμένης στόχευσης υπο-θεωρία συνωμοσίας που λέει ότι «μας κυβερνάνε οι πανελλαδικάριοι» (της Β' Πανελλαδικής).
Εν μέρει κατανοώ τέτοιες αντιδράσεις, υπό την έννοια ότι πρόκειται για εξέχουσα (αλλά όχι μοναδική, ούτε καν σπάνια σε διεθνές επίπεδο – από ποιον να ξεκινήσουμε; Από τον Φίσερ, τον Μοσκοβισί; Πάει μακριά η βαλίτσα) περίπτωση χαμηλής εκλογικής εμβέλειας σχήματος με δυσανάλογα μεγάλο αριθμό πρώην στελεχών του τα οποία, παρ' ότι προέρχονταν από τη ριζοσπαστική/ανανεωτική αριστερά, συμμετείχαν κατόπιν με υποδειγματική άνεση προσαρμογής στη στελέχωση καθεστωτικών θεσμών και μηχανισμών.
Το ΚΚΕ εσωτερικού, πάντως, αντέχει ως σημείο αναφοράς, έστω και αμφιλεγόμενο, και πετυχαίνεις ακόμα κομμάτια και θρύψαλα της βασιλείας του, σε ποικίλα περιβάλλοντα.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορείς στην πραγματικότητα να κατηγορήσεις πολιτικά στελέχη μόνο και μόνο επειδή έπαιξαν σωστά και αποτελεσματικά το παιχνίδι, στήνοντας παράλληλα στην πορεία μια ευέλικτη και προσοδοφόρα καριέρα. Εγώ δεν μπορώ πάντως, ως «απολιτίκ» και αφηρημένα «κεντροαριστερούλης» [ας μου επιτραπεί παρενθετικά ένας περιαυτολογικός ακκισμός: τα πιο συμπαθή παρατσούκλια που μου έχουν αποδοθεί φιλικά και στα μούτρα μου είναι «Πολιτάκιλι Κορέκτ» και κυρίως «Απολιτάκης»].
Νοσταλγική σαφώς η παρακάτω τοποθέτηση, αλλά διατηρώ ακόμα τη συμπάθεια για το κόμμα εκείνο που συγκροτήθηκε έναν χρόνο πριν γεννηθώ και διαλύθηκε πριν προλάβω να το ψηφίσω (πρώτη φορά ψήφισα το «βρόμικο '89», με το «καλημέρα» δηλαδή στο μπάχαλο), φάνταζε όμως κατά την εφηβεία μου στη δεύτερη (ύστερη;) φάση της Μεταπολίτευσης ως το «μη χείρον» και κυρίως με τους πιο συμπαθείς και οικείους οπαδούς.
Πολλοί χλευάζουν πλέον (και εν μέρει δικαίως) την κατάντια του «πανευρωπαϊκού οράματος», τότε όμως ήταν ο μόνος επίσημος κομματικός φορέας με σαφή «ευρωπαϊκό» προσανατολισμό (βοηθούσε οπωσδήποτε και το υπόδειγμα του Μπερλίνγκουερ), κοσμοπολίτικη αύρα (ή «ξενόδουλη μπόχα» κατά τα πάσης φύσεως και προέλευσης εθνίκια), ενώ έμοιαζε φιλικό ακόμα και σε... lifestyle/αισθητικού τύπου προσεγγίσεις, παρ' ότι αυτό ήταν ανάθεμα για τους στεγνούς σπασίκλες της σκληρής πολιτικής θεωρίας.
Και όλα αυτά παρά την αβάσταχτη εσωστρέφεια του ονόματος. Και ΚΚΕ και «εσωτερικού»; Έλεος! Όχι ότι έκανα πραγματικά παρέα με Ρηγάδες και Ρηγίτισσες (ας μου επιτραπεί εδώ να πω ότι, αντίθετα με την κολακευτική/αναθεωρητική μυθολογία, ήταν μάλλον δύσκολο, πλην τρανταχτών εξαιρέσεων που επιβεβαίωναν τον κανόνα, να τις ξεχωρίσεις εμφανισιακά από το «ταγαρίστικο» λουκ των κοριτσιών της ΚΝΕ – λυπάμαι), και επίσης μικρός μου ήταν αδύνατο να χωνέψω πώς γίνεται μια νεολαία που υποτίθεται ότι αντλούσε έμπνευση από τον Μάη του '68 να έχει πάρει το όνομά της από κάποιον που στο σχολείο χανόταν στον εθνεγερτικό πολτό μαζί με τους Φιλικούς, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Αθανάσιο Διάκο και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Εντάξει, μετά κατάλαβα, αλλά ήταν αργά.
Εκ των υστέρων, όλα αυτά μοιάζουν μακρινά και αθώα. Το ΚΚΕ εσωτερικού, πάντως, αντέχει ως σημείο αναφοράς, έστω και αμφιλεγόμενο, και πετυχαίνεις ακόμα κομμάτια και θρύψαλα της βασιλείας του, σε ποικίλα περιβάλλοντα. Παρά τις κατά καιρούς ανακαινίσεις και διαμορφώσεις του χώρου επί το μαζικότερον, υπάρχουν ακόμα (υποθέτω, έχω να πάω αρκετό καιρό δυστυχώς) στο Μπάτμαν του Νέου Κόσμου η καρτουνίστικη/πρωτο-χιπστερική αφίσα του Ρήγα με τον Μαρξ ως έμβλημα ποπ κουλτούρας και αισθητικής αλλά και το πορτρέτο του Πουλαντζά σε περίοπτη θέση του αειθαλούς ξενυχτάδικου.
Λείπει, βέβαια, η άλλη «εμβληματική» αφίσα του κόμματος κατά τη δεκαετία του '80, με τον νεαρό μπον-βιβέρ της εποχής (έμοιαζε αόριστα ΔΑΠίτης ή Κολωνακιώτης ή θαμώνας του Rock & Roll, πάντως το αντίθετο του διοπτροφόρου, γενειοφόρου τυπικού νεολαίου αριστερής οργάνωσης) που προτάσσει χαμογελαστός τον αντίχειρα, υποδηλώνοντας ότι όλα θα είναι cool για πάντα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια