Αποτελεί μάλλον ένα είδος ενηλικίωσης να αποδέχεσαι και να απολαμβάνεις το τελετουργικό και τα παρελκόμενα του ελληνικού Πάσχα: «Όταν ήμουν πιο μικρός/ή δεν μου άρεσε το Πάσχα. Μεγάλος/η εκτίμησα το τελετουργικό / την υποβλητική ατμόσφαιρα / την ανοιξιάτικη φύση / το κοκορέτσι...». Αν κέρδιζα δέκα ευρώ για κάθε φορά που έχω ακούσει αυτή την ατάκα τα τελευταία χρόνια, θα ήμουν πλούσιος, που λέει ο λόγος. Την κατανοώ, πάντως, σε μεγάλο βαθμό αυτή την ενήλικη, ώριμου τύπου τάση αποδοχής και εναγκαλισμού της «μεγάλης γιορτής της Ορθοδοξίας» –ασχέτως θρησκευτικών πεποιθήσεων– που συνδυάζεται με ολιγοήμερες, πολύτιμες, ανοιξιάτικες διακοπές. Θα μπορούσα άνετα να το έχω πει κι εγώ και ενδεχομένως το έχω πει σε ανύποπτο και χαλαρό χρόνο, κάποια ιδανική στιγμή, στην εξοχή κάποιου ελληνικού νησιού τέτοιες μέρες.
Έφηβος και για αρκετά χρόνια μετά δεν το είχα καθόλου σχεδόν, έπεφτε βαρύ το Πάσχα με τη βουκολική ελληνικότητά του κι επίσης ανέδιδε μια χουντική εσάνς, κυρίως λόγω της καταπιεστικής ετήσιας εισβολής της επίσημης Εκκλησίας (που ήταν ανακουφιστικά εξαφανισμένη από την «αμερικανιά» των Χριστουγέννων) και των δημοτικών τραγουδιών (ακόμα, τότε, πολλοί τα αποκαλούσαν «βλάχικα» και σε καμία περίπτωση «παραδοσιακά») στην καθημερινότητα. Ήταν μεγάλη, πάντως, και λίγο ένοχη, η απόλαυση του να ψάχνεις ανοιχτό στέκι εκείνες τις εποχές, με τα δύο κανάλια στην τηλεόραση που έπαιζαν μόνο θρησκευτικά δράματα, βιβλικά έπη, λειτουργίες και βυζαντινούς ύμνους – θυμάμαι κάτι φάσεις που μόνο το Decadence ήταν ανοιχτό Μ. Παρασκευή και ο Κάβουρας.
Το έχω συμπαθήσει προ πολλού το Πάσχα, έστω και ως ένα είδος οικείου εξωτισμού, μαζί με τα παραδοσιακά παρελκόμενά του.
Κατά την παιδική/προεφηβική περίοδο δεν πέθαινα κιόλας (δεν ήταν Χριστούγεννα, ούτε καλοκαίρι, αλλά κάτι άλλο, περίεργο ενδιάμεσα και συχνά με φόντο έναν άστατο καιρό), αλλά γενικά το Πάσχα ήταν μια χαρά παρά το μπούκωμα, την επιπεφυκίτιδα και διάφορες αλλεργικές παρενέργειες από τη γύρη. Ανέμελα κυλούσαν οι μέρες της αργίας από το σχολείο με ανεπίσημο χρονολόγιο της Μεγάλης Εβδομάδας τα επεισόδια του «Ιησού από τη Ναζαρέτ», σειρά που, εκτός όλων των άλλων, λειτουργούσε και ως πεδίο έκφρασης για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, των κοριτσιών κυρίως. Άλλης της άρεσε ο Ιησούς (Ρόμπερτ Πάουελ) και άλλης ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (Μάικλ Γιορκ), που ήταν και πιο ζόρικος. Για τα αγόρια μπερδευόταν το πράγμα. Η Ολίβια Χάσεϊ ήταν πανέμορφη στον ρόλο της Παναγίας, αλλά, εντάξει, μεγάλο ταμπού και ακραία βλασφημία να το παραδεχτείς ως παιδάκι. Η Αν Μπάνκροφτ ως Μαγδαληνή και η Κλάουντια Καρντινάλε στον ρόλο της Μοιχαλίδας αποτελούσαν ίσως εναλλακτικές λύσεις, αλλά και πάλι η σημειολογία δεν ήταν με το μέρος μας.
Θυμάμαι, επίσης, το ξεκίνημα της εμμονής να ζωγραφίζω εσταυρωμένους σε χαρτιά, περιοδικά, χαρτοπετσέτες, οπουδήποτε. Ο Χριστός κλονισμένος, αλλά θριαμβευτής, με ανοιχτά τα χέρια ως κακοποιημένο, λιπόσαρκο φρικιό στον σταυρό – ήταν τελικά ο πρώτος ροκ σταρ ή η «πόζα Ιησού» αποτελεί την ύστατη ναρκισσευόμενη καταφυγή του κάθε wannabe ροκ σταρ; Η ουσία είναι ότι ακόμα και σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο, ανεξίθρησκο, πολυπολιτισμικό, εκκοσμικευμένο υποτίθεται σύμπαν μας, μετράμε τα χρόνια από τότε που φέρεται να σταυρώθηκε Εκείνος. Μια φορά μάλιστα, Πάσχα, στο μητρικό νησί, θα πρέπει να ήμουν εφτά-οχτώ, ειλικρινά δεν ξέρω πώς μου την είχε δώσει –δεν υπήρχαν σχετικές ενδείξεις–, είχα πάει μόνος μου στην κοντινή εκκλησία Μεγάλη Πέμπτη και είχα παραμείνει, σαν σε δοκιμασία αντοχής, σε όλα τα ευαγγέλια μέχρι αργά τη νύχτα. Η μάνα μου, που με έψαχνε, αμφιταλαντεύτηκε κατόπιν μεταξύ επιδοκιμασίας και προβληματισμού, ενώ, εκ των υστέρων, σκέφτομαι ότι ο πατέρας μου μπορεί και να έκανε δυσοίωνες προβολές σ' ένα μέλλον στο οποίο εγώ θα είχα εξελιχθεί σε θεούσα ή ψυχάκι. Το σενάριο να καταλήξω κάποτε born again κουλτουριάρης νεορθόδοξος δεν θα περνούσε από το μυαλό του, δεν έπαιζε αυτό το υβρίδιο πολύ τότε ακόμα, εκεί στο τέρμα των '70s. Προσπαθώ, πάντως, καμιά φορά να ανακαλέσω εκείνη τη στοχοπροσήλωση να βγάλω ως το τέλος μια διαδικασία που με καταπίεζε, αλλά μάταια. Από πού είχε έρθει και πού χάθηκε; Μυστήριο.
Το έχω συμπαθήσει προ πολλού το Πάσχα, έστω και ως ένα είδος οικείου εξωτισμού, μαζί με τα παραδοσιακά παρελκόμενά του: τον Επιτάφιο και την πένθιμη μπάντα, τον ασπασμό με γνωστούς (αλλά και με αγνώστους) μετά το «Χριστός Ανέστη», την έξοδο από την Αθήνα (αν και δεν ξεχνάω ποτέ εκείνη τη φορά που είχαμε ανέβει νωρίς το πρωί, άυπνοι και ακόμα «υπό την επήρεια», Κυριακή του Πάσχα, στους Αέρηδες και πόσο υπέροχο ήταν να αφουγκράζεσαι τον υπόκωφο κατασταλτικό βόμβο της πρωτεύουσας σε μια σπάνια στιγμή χαλαρότητας και αποσυμφόρησης), το αρνί στη σούβλα και το κοκορέτσι και το σπληνάντερο (αιωνία του η μνήμη, μας το έκοψαν οι αλήτες οι Ευρωπαίοι με τις health & safety υπερβολές τους), ακόμα και τον άστατο καιρό, ακόμα και αυτήν τη μουντίλα με τις κατά τόπους εκτυφλωτικές ανοιξιάτικες εκλάμψεις: «Έαρ μικρό, έαρ βαθύ, έαρ συντετριμμένο» που έλεγε κι ο Ν. Καρούζος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια