Φέτος, για πρώτη φορά οι δημοσιογραφικές προβολές θα πραγματοποιούνται την ίδια ώρα ή την επομένη της επίσημης προβολής τους στο Φεστιβάλ Καννών. Τους λόγους για τον ανήκουστο νέο κανονισμό επιχείρησε να αναλύσει με μακροσκελή επιστολή του προς τους δημοσιογράφους ο εκλέκτορας του φεστιβάλ Τιερί Φρεμό, ο οποίος έκανε λόγο για την αδυναμία ελέγχου 4.000 και πλέον διαπιστευμένων δημοσιογράφων.
Τι σημαίνει αυτό; Βλέποντας μία ταινία πριν από το βάπτισμα του πυρός στο περίφημο κόκκινο χαλί, όλοι μας συμφωνούσαμε άτυπα σε ένα εμπάργκο που απαγόρευε τη δημοσίευση κριτικής πριν τη δουν οι συντελεστές του φιλμ, μαζί με τους καλεσμένους, στη μεγάλη αίθουσα προβολών.
Κι ενώ μέχρι πριν από μερικά χρόνια η συνθήκη τηρούνταν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, κυρίως επειδή ο Τύπος ήταν γραπτός και δεν γινόταν ένα κείμενο να τυπωθεί αυτόματα, όλα κατέρρευσαν με την έλευση της άμεσης ηλεκτρονικής αντίδρασης της αστραπιαίας, λακωνικής δημοσιογραφίας.
Ούτως ή άλλως, οι Κάννες είχαν πρόβλημα να πείσουν σκηνοθέτες και στούντιο να φέρουν τις ταινίες τους τον Μάιο, γιατί πολλοί φοβούνταν πως αν το τεστ αποδεικνυόταν αρνητικό, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να «μαζέψουν» τα κομμάτια τους και να δείξουν την ταινία τους στο πλατύ κοινό.
Και δεν ήταν μόνο οι online δημοσιεύσεις αλλά και τα τουιταρίσματα, ακόμα και στη μέση μιας προβολής! Το αποτέλεσμα έφερνε συχνά σε δυσάρεστη θέση ηθοποιούς, σκηνοθέτες και παραγωγούς, που αναγκάζονταν να προσέλθουν με το πλατύτερο χαμόγελο και τα καλά τους ρούχα στην παγκόσμια πρεμιέρα του κόπου τους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως μια μερίδα της κριτικής τούς είχε θάψει χωρίς έλεος ‒ φαντάζομαι πως έβλεπαν τον ευγενικό οίκτο στα πρόσωπα των ανθρώπων που τους χειροκροτούσαν όρθιοι με το πέρας της προβολής, ως είθισται.
Αν και η επίσημη δικαιολογία είναι η προσαρμογή σε μια νέα τάξη πραγμάτων (και μαζί η παραδοχή της αδυναμίας επιβολής φρένου στον τρόπο έκφρασης των δημοσιογράφων), κάτι που κανένα άλλο φεστιβάλ στον κόσμο, μικρό ή μεγάλο, δεν έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα, ο πραγματικός λόγος είναι η πίεση για μια πιο ανέφελη διάθεση εκ μέρους των συντελεστών των ταινιών.
Ούτως ή άλλως, οι Κάννες είχαν πρόβλημα να πείσουν σκηνοθέτες και στούντιο να φέρουν τις ταινίες τους τον Μάιο, γιατί πολλοί φοβούνταν πως αν το τεστ αποδεικνυόταν αρνητικό, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να «μαζέψουν» τα κομμάτια τους και να δείξουν την ταινία τους στο πλατύ κοινό μήνες μετά, ξεχνώντας φυσικά πως αν η αντίδραση ήταν θετική, όλα θα ήταν ρόδινα, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Η ενέργεια του φεστιβάλ φέρνει στον νου τις περιπτώσεις που έμειναν στην Ιστορία των Καννών για την κάθε άλλο παρά ευνοϊκή υποδοχή τους, ανεξάρτητα από την καριέρα που έκαναν στη συνέχεια.
Brown Bunny
Το μικρό έπος του Βίνσεντ Γκάλο, που περιείχε την περίφημη σκηνή πεολειχίας της Κλόι Σεβινί στον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή δεν είχε ενοχλήσει τόσο πολύ τους δημοσιογράφους στις Κάννες όσο είχε κουράσει τον κριτικό Ρότζερ Ίμπερτ, ο οποίος δήλωσε πως ήταν η χειρότερη ταινία που είχε διαγωνιστεί ποτέ στο επίσημο πρόγραμμα, και είχε τόσο πολύ βαρεθεί, που τραγουδούσε δυνατά κατά τη διάρκεια της προβολής.
Ο μη μου άπτου Γκάλο δεν άφησε την πρόκληση αναπάντητη και ευχήθηκε αμέσως στον Ίμπερτ να βγάλει καρκίνο ‒ η ευχή του, τραγικά, πραγματοποιήθηκε. Οι επιπρόσθετες δηλώσεις του έδειχναν έναν θιγμένο δημιουργό και κυμαίνονταν από το «δεν ξανακάνω ταινία στη ζωή μου» μέχρι το «λυπάμαι που η ταινία μου ήταν μια καταστροφή και δεν ήθελα με τίποτα να προκαλέσω ζημιά στους χρηματοδότες μου».
Τα «boos» δεν ήταν τόσο πολλά, αλλά ο μικρός μύθος γύρω από τις δηλώσεις επέτεινε την κακή τύχη του «Brown Bunny» στα βραβεία (που δεν πήρε) και τις εισπράξεις (που δεν έκανε).
Southland Tales
Η τρίωρη, εσωστρεφής και συχνά ακατανόητη περιπέτεια του Ρίτσαρντ Κέλι προκάλεσε αμηχανία στους περισσότερους δημοσιογράφους, που την περίμεναν με ανυπομονησία μετά το «Donnie Darko». Η γιούχα πήγε σύννεφο και θυμάμαι χαρακτηριστικά να βγαίνω από την πρώτη προβολή, ένα ηλιόλουστο πρωινό, μαζί με μια Αμερικανίδα συνάδελφο και να μου ζητά να μην πούμε κουβέντα για τουλάχιστον μία ώρα, για να συνέλθει και να μαζέψει τις σκέψεις της επί του «θέματος».
Ομόφωνα η ετυμηγορία ήταν αρνητική και οι περισσότεροι συμφωνήσαμε πως η εκδοχή των 168 λεπτών που βεβιασμένα ετοίμασε ο Κέλι μέσα σε τρεις μήνες για να προλάβει τις Κάννες δεν μπορούσε να προβληθεί σε κανονικό κοινό.
Μόνο η Μανόλα Ντάρτζις των «New York Times» μαζί με την Έιμι Τόμπιν και τον Τζέι Χόμπερμαν υπερασπίστηκαν την ταινία, αλλά η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπόρεσε να διαπιστώσει τι εννοούσαν, γιατί στις ελάχιστες αίθουσες όπου βρήκε διανομή η διάρκεια είχε αλλοιωθεί προς το χρονικά οικονομικότερο.
Enter The Void
Φρέσκος από το «Μη Αναστρέψιμος», ο Γκασπάρ Νοέ δεν επιδίωξε τη συμπάθεια κανενός με τον ψυχοτροπικό, στροβοσκοπικό λαβύρινθο του «Enter the Void», μιας ναρκο-οδύσσειας που είδα στην κεντρική αίθουσα ένα απόγευμα, γεμάτη από φαν και ανύποπτους που βρήκαν εισιτήριο για τη μοναδική επίσημη πρεμιέρα παρουσία του σκηνοθέτη.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας δεν προλάβαινες να αντιδράσεις, αλλά με τη λήξη της οι αποδοκιμασίες ήταν έντονες και επιθετικές. Ο Νοέ γέλασε με την ψυχή του και χειροκροτούσε, δείχνοντας πως οτιδήποτε αντίθετο θα τον απογοήτευε οικτρά.
Taking Woodstoc
Το ιστορικό του Ανγκ Λι με τις Κάννες είναι κάπως περίεργο. Η «Παγοθύελλα» είχε γίνει ευνοϊκότατα αποδεκτή, αλλά για κάποιον μυστηριώδη λόγο οι καλύτερες ταινίες του που ακολούθησαν, το «Brokeback Mountain» και το «Προσοχή Πόθος», πήγαν στη Βενετία και απέσπασαν αμφότερες Χρυσούς Λέοντες ‒ οι φήμες λένε πως απορρίφθηκαν από τις Κάννες.
Όταν επέστρεψε με το «Taking Woodstock», οι δημοσιογράφοι έμειναν αδιάφοροι και μερίδα του κοινού αποδοκίμασε, προφανώς περιμένοντας κάτι σπουδαιότερο, με δεδομένο το όνομα του σκηνοθέτη και το θέμα. Ο Λι δεν ξαναήρθε στις Κάννες, ίσως γιατί κανείς δεν τον κάλεσε.
The Last Face
Καταστροφή μεγατόνων για τη σκηνοθετική καριέρα του Σον Πεν, το «Last Face» παραμένει το χειρότερο reviewed φιλμ στην ιστορία του Φεστιβάλ Καννών, την ίδια χρονιά που το «Τόνι Έρντμαν» έκανε ρεκόρ θετικών κριτικών, χωρίς αντίκρισμα στα βραβεία. Οι αποδοκιμασίες στη δημοσιογραφική προβολή υπήρξαν θορυβώδεις και οι κριτικές που ακολούθησαν, εύγλωττα αρνητικές.
Το ζεύγος Πεν-Θερόν υπερασπίστηκε με σθένος την ταινία του στη συνέντευξη Τύπου και ίσως αυτή η ταινία, αμερικανική, ακριβή και με λαμπερό καστ, να στάθηκε η αφορμή για την αλλαγή των κανονισμών που καθυστερεί τους κριτικούς και δίνει παράταση αισιοδοξίας στους δημιουργούς.
Κάτω από τον ήλιο του Σατανά
Δεν είναι σίγουρο το μέγεθος των αρνητικών αντιδράσεων μετά την προβολή της ταινίας «Κάτω από τον ήλιο του Σατανά» του Μορίς Πιαλά, αλλά είναι δεδομένη και καταγεγραμμένη η χιονοστιβάδα αποδοκιμασιών όταν του απονεμήθηκε ο Χρυσός Φοίνικας.
Υπήρξαν φορές που η επιλογή του ανώτατου βραβείου απογοήτευσε κάποιους (ακόμη και στην περίπτωση του «Pulp Fiction», όταν, μαζί με τα «μπράβο», ακούστηκαν αποδοκιμασίες από τους υποστηρικτές της Κόκκινης ταινίας του Κισλόφσκι), αλλά ο Πιαλά επέλεξε να επικεντρωθεί στα σφυρίγματα αντί στα χειροκροτήματα και, απευθυνόμενους στους haters, είπε πως είναι ικανοποιημένος από τις αποδοκιμασίες και ολοκλήρωσε, πριν υψώσει τη γροθιά του: «Αν δεν με αγαπάτε εσείς, δεν σας αγαπώ ούτε εγώ». Πάτσι!
The Tree of Life
Κάποιοι θεατές αποχωρούσαν δυσανασχετώντας από το «Δέντρο της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, ίσως γιατί δεν κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο. Την προβολή ακολούθησαν χειροκροτήματα, όχι τόσο ζωηρά, και αποδοκιμασίες, εξισου χλιαρές.
Μερικές ημέρες αργότερα ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Ρόμπερτ ντε Νίρο ανακοίνωσε με υπερηφάνεια πως ο Χρυσός Φοίνικας απονέμεται στον Μάλικ και λίγοι θυμήθηκαν πως όταν ο «Ταξιτζής» είχε αποσπάσει το μεγάλο βραβείο το 1976, η υποδοχή δεν ήταν ομόφωνα θετική, καθώς το φιλμ του Ντε Νίρο είχε αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό σε μια εποχή που η βία δεν ήταν της μόδας και δύο βόμβες που ενδεχομένως σχετίζονταν με την προβολή είχαν απενεργοποιηθεί σε αίθουσες του φεστιβάλ.
Twin Peaks: Fire Walk with Me
Η επιστροφή του Ντέιβιντ Λιντς μετά τον αμφιλεγόμενο Χρυσό Φοίνικα με την «Ατίθαση Καρδιά» δεν ήταν η αναμενόμενη. Η κινηματογραφική διασκευή του «Twin Peaks» αντιμετωπίστηκε με κακή διάθεση και επειδή ήμουν μέσα στην επίσημη προβολή (γιατί δεν είχα βρει θέση στη δημοσιογραφική, λόγω κοσμοπλημμύρας), πολλοί αποχώρησαν κατά τη διάρκεια της ταινίας και αρκετοί αποδοκίμασαν με το που έπεσαν οι τίτλοι, πράγμα σπάνιο στις ευγενικές Κάννες που κρατούν τα προσχήματα της καλής αγωγής στις επίσημες εκδηλώσεις.
Antichrist
Ο Αντίχριστος (αυτοπροσώπως, για μερικούς) δεν αφομοιώθηκε αναίμακτα στην πρώτη του φεστιβαλική έξοδο στις Κάννες. Γέλια και φωνές συνόδευσαν τις τρελές σκηνές του έργου και μια γενικότερη γιούχα αποτελείωσε την πρεμιέρα, με τον Δανό Λαρς φον Τρίερ να αυτοαποκαλείται ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο, για σπάσιμο στους αντιρρησίες. Η ταινία απέσπασε βραβείο ερμηνείας για τη Σαρλότ Γκενσμπούργκ και ένα αντιβραβείο από τη χριστιανοκεντρική Οικουμενική Επιτροπή για τον μισογυνισμό της.
Ο Φον Τρίερ συνέχισε τα αμφίβολου γούστου σχόλιά του όταν ήρθε ξανά με τη «Μελαγχολία» και η προκλητική, οριακού correctness αναφορά του στον Χίτλερ του στοίχισε το πάσο στις Κάννες μέχρι φέτος, που συγχωρέθηκε και του επετράπη η συμμετοχή με το «The house that Jack Built», μέχρι νεωτέρας φυσικά.
Crash
Όχι του Πολ Χάγκις, που πήρε το Όσκαρ, αλλά του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ που δοκίμασε τα όρια των θεατών με τη βία και την οριακά άρρωστη συμπεριφορά των ηρώων της ταινίας, από την Ντέμπορα Κάρα Ούνγκερ μέχρι τον Ελίας Κοτέας. Οι δημοσιογράφοι δεν αντέδρασαν καλά και αποδοκίμασαν την ταινία όταν έπεφταν οι τίτλοι τέλους, αλλά ο Κρόνεμπεργκ έδειξε απτόητος από τις κριτικές παρατηρήσεις, συνεχίζοντας με την ίδια συνέπεια την παραβατική κατεύθυνση στο έργο του, έστω κι αν με τα χρόνια οι ταινίες του μοιάζουν λιγότερο προκλητικές από τα '80s και τα '90s.