Διακοπές σου λέει… Φασαρία και κανονίσματα ακόμα και για το πιο «άγονο» νησί κι όλα αυτά για τρεις εβδομάδες - και με το ζόρι. Πάνω που μπαίνεις στο τριπ ότι είσαι εντάξει στο δέρμα σου κάπου άλλου μεταξύ ουρανού και θάλασσας, game over και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και όλα αυτά τα ζητήματα που είχες αφήσει στον αέρα για τη «νέα σεζόν» -και νόμιζες ότι μέσα στη χαλαρότητα θα σου ερχόταν και η μαγική επιφοίτηση με τους ιδανικούς τρόπους να τα επιλύσεις- μοιάζουν πιο ζόρικα και επείγοντα από ποτέ. Ακόμα κι αν είχαμε τρεις μήνες,είναι περίπου βέβαιο ότι κάποιοι θα επέστρεφαν, θα διαπίστωναν πού ήταν και πού βρέθηκαν ξαφνικά, και τη δεύτερη μέρα της δουλειάς θα πήγαιναν στο γραφείο με ούζι.
Έτσι είναι, στην ενήλικη ζωή δεν κερδίζεις ποτέ, γι’ αυτό και πάντα μένουν πιο επίμονες και έντονες οι μνήμες από τα τεράστια καλοκαίρια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, καλοκαίρια που μάταια ελπίζει κανείς ότι κάποια στιγμή θα επαναληφθούν - είτε αν κάτσει το ιδανικό timing στο κενό μεταξύ δουλειών είτε λόγω παρατεταμένης ανεργίας. Ήταν η εποχή που είχες κάποια συνείδηση του (ενήλικου) κόσμου, χωρίς να αισθάνεσαι ότι ανήκεις ακόμα σ’ αυτόν. Απλά υποθέτεις ότι κάποια μέρα θα συμβεί κι αυτό ξαφνικά και ο κόσμος θα έρθει στα μέτρα σου και θα πραγματοποιηθούν οι προσμονές σου. Αφελής αντίληψη, αλλά είσαι ακόμα μικρός, ξέγνοιαστος παρατηρητής ενός κόσμου που το καλοκαίρι μοιάζει εντελώς εκτεθειμένος. Όλα είναι στη φόρα και μονίμως διαθέσιμα: οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι.
Στην ενήλικη ζωή δεν κερδίζεις ποτέ, γι' αυτό και πάντα μένουν πιο επίμονες και έντονες οι μνήμες από τα τεράστια καλοκαίρια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, καλοκαίρια που μάταια ελπίζει κανείς ότι κάποια στιγμή θα επαναληφθούν
Πρώτη εικόνα… Μακρύ υγρό καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη, όπου με είχαν στείλει οι γονείς μου να μείνω σε συγγενείς στο Λονγκ Άιλαντ και στην Αστόρια για να δω από κοντά το μεγαλείο της «πρωτεύουσας του ελεύθερου κόσμου» (πλέον θα τη χαρακτήριζα απλά ως «χαμένη πατρίδα»). Τουτέστιν, ατέλειωτες ώρες χαζεύοντας MTV, καλό φαγητό, πολλές μπανάνες (οι νεότεροι δεν θα καταλάβουν) και έντονες παραστάσεις συντριπτικής «αμερικανιάς»: όλα μοιάζουν πολύ μεγάλα (καλό), αλλά και η πλήξη συχνά είναι παραλυτική (κακό), αφού ούτε κατά διάνοια δεν μπορείς να κυκλοφορείς τόσο ελεύθερα όσο εδώ. Για σουβενίρ έφερα πίσω τη συνήθεια να έχω ποτήρι με κόκα κόλα και πολλά παγάκια μπροστά μου στο τραπέζι του δείπνου, συνήθεια που άντεξε κάποια χρόνια.
Δεύτερη εικόνα... Στην κοντινή οικογενειακή πλαζ του «εξοχικού» (πατρικού της μητέρας μου για την ακρίβεια), κοροϊδεύουμε ένα συνομήλικο μας (εννιά; Δέκα;) κοριτσάκι που συνεχίζει να φορά «μονοκίνι» ενώ οι φιλενάδες της έχουν καλύψει το στήθος τους από το προηγούμενο καλοκαίρι. Αυτή βάζει τα κλάματα, δημιουργείται σκηνή και ο μπαμπάς της μοιάζει φρικαρισμένος. Και απορημένος για τα πάντα - σαν να είχε χάσει ξαφνικά το μπούσουλα, σαν να μην εμπιστεύεται πια τον εαυτό του. Πώς γίνεται να μην είχε καταλάβει ότι το κορίτσι είχε μεγαλώσει και πλησίαζε επικίνδυνα κοντά σε εφηβικά ναρκοπέδια; Κι η μαμά του; Η ουσία είναι ότι αυτό είναι το τέλος της αθωότητας για τη μικρή, που αναγκάζεται να μπει τραυματικά στο δικό μας πονηρό τριπάκι («τι να κάνει ο κύριος στην κυρία» και τέτοια).
Τρίτη εικόνα… Διαγωνισμός χορού στην τοπική ντίσκο. Δεν σε νοιάζει και πολύ - πηγαίνουν όλοι, πηγαίνεις κι εσύ. Και διαγωνίζεσαι κιόλας με μπλαζέ ύφος (και καλά σαν να κοροϊδεύεις το «θεσμό») μ’ αυτό το νωχελικό στυλάκι νεοροκά με τα χέρια στις τσέπες (θεός φυλάξοι, μην τυχόν φανεί ότι κούνησες κατά λάθος τον κώλο σου), επιλέγοντας κάποιο «μεσοβέζικο» κομμάτι από τον dj: ούτε εντελώς ροκ ούτε καρεκλάδικο, κάτι σαν το «Electricity» - αλλόκοτο για τους παλιοροκάδες και πολύ ψυχρό για τους καρεκλάδες και τους λαϊκούς.
Τέταρτη εικόνα… Απομεσήμερο και κάνουμε βουτιές από το δεύτερο κατάστρωμα του αγκυροβολημένου στην προβλήτα φέρι-μποτ. Απίστευτο το τι μπορούσε να κάνει κανείς τότε χωρίς να φρικάρει το σύμπαν όπως σήμερα. Υπάρχει όμως ένας τύπος που φρικάρει, όχι με το ζήτημα ασφάλειας που προκύπτει όταν πιτσιρικάδες κάνουν ό,τι γουστάρουν, αλλά με τον… ενθουσιώδη λόγο μας που του χάλαει τη σιέστα και του προσβάλλει τα χρηστά ήθη («είσαι μαλάκας, ρε μαλάκα;» και τέτοια λέμε, άντε και καμιά χριστοπαναγία, όχι πολύ χοντρά πράγματα). Οπότε αρχίζει κι αυτός τις κατάρες και τα βρισίδια απ’ το μπαλκόνι του. Αν του υποδείξεις ότι αυτό συνιστά παράλογη και παθολογική συμπεριφορά, δεν θα καταλάβει τι εννοείς. Στο μυαλό του, τα δικά του γαμοσταυρίδια -που τα άκουγε πιο δυνατά απ’ όλους η μικρή του κόρη που στεκόταν πλάι του στο μπαλκόνι- είναι απολύτως δικαιολογημένα, εφόσον έχει προκληθεί προηγουμένως από τα κωλόπαιδα που γυρνάνε όλη μέρα «άφεντα» (αυτός ήταν ο local προσδιορισμός για όσους αλήτευαν όλη μέρα με την ανοχή των γονιών).
Πέμπτη εικόνα… Ξαπλωμένος στα βότσαλα ένας φίλος με πανκ μαλλί, γυαλί Wayfarer, κομμένο τζιν σορτσάκι και τσόκαρα. Ναι, για κάποιο λόγο, υπήρξε μια εποχή που ήταν εντάξει να φοράνε τσόκαρα και οι άντρες. Και να κάνουν αυτό το συρτό κροτάλινο ήχο που ακουγόταν από μακριά και ήταν πιο βαρύς και άγαρμπος από αντρικά πόδια. Απ’ όσο ξέρω, ο φίλος αυτός έχει καλή δουλειά και οικογένεια. Έχω να τον δω χρόνια, αλλά είμαι σίγουρος ότι διατηρεί κάποιες από τις πανκ αρχές του περί ατομικής αξιοπρέπειας. Συνεχίζω να έχω την εντύπωση ότι πολλοί που έμπλεξαν με την πανκ αντίληψη διατήρησαν μια μπέσα στη ζωή τους κι έναν υγιή αρνητισμό στις ψευδαισθήσεις κοινότητας των φρικιών και των χίπιδων.
Έκτη εικόνα… Δεκαπενταύγουστος καταναγκαστικών έργων στην πόλη (δηλαδή φροντιστήριο) και μετά από πολλές μέρες βαμπιρικής ύπαρξης σ’ ένα δώμα, εγώ κι ένας φίλος μου (οι γονείς λείπουν με ήσυχο το κεφάλι ότι διαβάζουμε - πλάνη οικτρά) αποφασίζουμε να βγούμε επιτέλους στον ήλιο και την αποπνικτική ζέστη με προορισμό την Πλάκα.
Σκαρφαλώνουμε ασθμαίνοντας (καπνιστές γαρ ήδη) πάνω από τα Αναφιώτικα και ξαπλώνουμε εξαντλημένοι σ’ ένα βράχο. Η πόλη, λουσμένη σ’ ένα χλωμό φως, αναπνέει με ανακούφιση την αλλόκοτη ησυχία, αλλά έχει και συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό το chill out δεν θα κρατήσει πολύ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 7.8.2007
σχόλια