Aπό τον Δημήτρη Καραΐσκο
Αθήνα, αρχές Φεβρουαρίου του 2013. Ήταν το βράδύ μετά τη δημοσίευση των φωτογραφίων των δαρμένων πιτσιρίκων που κάναν τη ληστεία στην Kοζάνη. Το ένοιωθες, υπήρχε μια ένταση παντού.
Έφυγα γύρω στα μεσάνυχτα από το σπίτι δυο φίλων στην Πλατεία Δεξαμενής. Πήγα να μπω σε ταξί για να επιστρέψω στο Παλιό Φάληρο, είχα όμως διάθεση να βολτάρω. Είχα και τη φωτογραφική μηχανή πάνω μου, ίσως τράβαγα και φωτογραφίες.
Είχα καιρό να περπατήσω στο Κολωνάκι. Τα μισά μαγαζιά ήταν κλειστά ή είχαν αλλάξει θέση. Άλλα είχαν πάει σε μικρότερους χώρους, παραδίπλα η απέναντι κι άλλα είχαν κλείσει τελείως. Τα περίπτερα πουλούσαν ακόμα όλα τα ξένα περιοδικά. "Ποιος αγοράζει ακόμα περιοδικά;" αναρωτήθηκα.
Στην Κουμπάρη πέρασα δίπλα από μια κλούβα της Αστυνομίας. Τα νέα παιδιά με τα αυτόματα κάτι λέγαν και γελάγανε, αλλά όταν πλησίασα σταμάτησαν. Τα βλέμματα με σκάναραν, κι αναρωτήθηκα αν ήταν πιθανόν να με τραμπουκίσουν χωρίς λόγο. Μάλλον κι αυτοί αναρωτήθηκαν αν τους μισούσα ή αν έχω κι εγώ Καλάσνικοφ.
Έστριψα με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Στο προαύλιο του κτιρίου του Υπουργείου Εσωτερικών ένας πάνοπλος νεαρός με κοίταξε έντονα και πλησίασε προς το μέρος μου. Έβγαλα απο πάνω του το βλέμμα μου και προχώρησα κοιτώντας μπροστά. Μα είναι δυνατόν, σκέφτηκα μέσα μου, είναι δυνατόν να φοβάμαι ακόμα και τον φρουρό ενός υπουργείου; Αλλά ποιος ξέρει τι μπορούσε να γίνει αυτό το βράδυ, που τόσο μίσος υπήρχε στον αέρα.
Στο κτήριο της Βουλής ένα παράθυρο φωτισμένο. Ποιος είναι εκεί τέτοια ώρα, τι κάνει;
Η πλατεία Συντάγματος άδεια, τα ταξί περίμεναν άσκοπα, παραιτημένα από την προσπάθεια. Ένα χρόνο τώρα τους ακούω να λένε με απέλπιδα φωνή ότι δεν έχουν δουλειά. Τους λυπάμαι. Πρώτη φορά που λυπάμαι ταξιτζήδες.
Πάνω από τα σταματημένα κίτρινα αυτοκίνητα και την ελάχιστη κίνηση στη Φιλελλήνων, το όρος Αιγάλεω χαιρετούσε σιωπηλά με τα φώτα του. Μακρινά και τρεμάμενα, ποιος ξέρει από τι γωνιές της πόλης εξέπεμπαν και τι έλεγαν.
Προχώρησα προς το Ζάππειο. Ήθελα να τα δω όλα, να τα παρατηρήσω όλα. Έκανε κρύο αλλά άντεχα. Το βλέμμα μου είχε ηρεμήσει. 'Ένοιωθα μια σιγουριά. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα. Μάλλον σιγουριά για το βλέμμα μου. Ήταν καθαρό, σαν τον αέρα εκείνο το βράδυ. Ένα βράδυ που το ένοιωθα πως έμοιαζε με βράδυ σε καιρό πολέμου. Ένα βράδυ από αυτά που οι ματιές είναι σε εγρήγορση, που οι προτεραιότητες μπαίνουν πιο γρήγορα, που τα περιττά πράγματα μοιάζουν πλέον απαγορευτικά περιττά.
Στο Μέγαρο Μποδοσάκη ένα ζευγάρι από σωλήνες εξαερισμού τράβηξαν την προσοχή μου. Έσκυψα να τους φωτογραφήσω. Είδα πως η κάμερα της ασφάλειας του κτηρίου στη γωνία με είχε πάρει χαμπάρι. "Κακή ιδέα τέτοιο βράδυ" σκέφτηκα. Σηκώθηκα αμέσως να φύγω κι έστριψα προς τη Φιλελλήνων.
Αυτή η φοβερή Ρώσικη Εκκλησία, με τα Ρωμαϊκά Λουτρά να κοιμούνται αφανή και ξεχασμένα στα υπόγεια της, με προκάλεσε να την φωτογραφίσω. Στάθηκα στο σκαλοπάτι της πλαϊνής εισόδου του Μεγάρου, χρησιμοποίησα τον τοίχο του σαν αυτοσχέδιο τρίποδο. Δεν τα πολυκατάφερνα, οι φωτογραφίες βγαίναν κουνημένες. Επέμεινα για λίγα λεπτά.
"Μπορώ να ρωτήσω τι φωτογραφίζετε;" ακούστηκε μια βαριά φωνή δίπλα μου. Ο σεκιουριτάς του Μεγάρου Μποδοσάκη ανησύχησε κι αυτός ότι μπορεί να έχω Καλάσνικοφ. Ότι μπορεί να σχεδιάζω την νέα επίθεση. Του χαμογέλασα και του είπα μην ανησυχείτε, δεν είμαι τρομοκράτης, απλά βολτάρω και φωτογραφίζω. "Και που το ξέρω εγώ πως δεν είσαι;" επέμεινε. Ζήτησε το όνομα μου. Ευγενικά του είπα πως δεν είμαι υποχρεωμένος να του δώσω τα στοιχεία μου. Τον είδα όμως που ήταν ανήσυχος και εν τέλει του είπα το όνομα μου για να ησυχάσει. Μου είπε κι αυτός το δικό του. Χαιρέτησε ευγενικά. Ανταπέδωσα. Σε πέντε λεπτά, που ήμουν στο προαύλιο της εκκλησίας και φωτογράφιζα, είδα τις λάμψεις από το φάρο ενός περιπολικού. Είχε κάτσει δίπλα στον σεκιουριτά και μιλάγανε. Άραγε τους είχε καλέσει, ή έτυχε να περνάνε;
Χώθηκα σ' αυτήν την ωραία μικρή στοά απέναντι από την εκκλησία, σ' ένα νέο μπαρ που ήταν γεμάτο κόσμο. Κοίταξα πίσω από τις τζαμαρίες. Οι θαμώνες μοιάζανε σαν τις γκροτέσκ μορφές στους πίνακες του Ότο Ντιξ. Φωτογράφισα λίγο στη στοά. "Για ποιο μπλογκ φωτογραφίζετε;" με ρώτησε με καταγγελτικό τόνο μια κυρία που καθόταν σε μια παρέα. Μάλλον όμως εγώ ήμουν ψυλλιασμένος, γιατί όταν της μίλησα είδα οτι ήταν εξαιρετικά φιλική.
Προχώρησα μέσα στην Πλάκα. Η Πλάκα πάντα θα είναι η Πλάκα, σκέφτηκα. Είναι λες και έχει κάποιος ρίξει στα όρια της ένα παραπέτασμα και όταν μπαίνεις μέσα στα σύνορα της όλα αλλάζουν. Από τη Φιλελλήνων η Κυδαθηναίων είναι τρία βήματα κι όμως είναι σε άλλη χώρα. Μια χώρα που δεν την νοιάζει τι γίνεται γύρω της. Μια μικρή χώρα που μακάρια απολαμβάνει τα βράδια της μέσα στα ανακαινισμένα παλιά της σπίτια, που είναι χτισμένα πάνω σε στρώσεις από ιστορία.
Μπλέχτηκα σε κάτι μικρά στενά κι έψαξα να βρω ιδιόρρυθμες γωνιές.
Μια κυρία βγήκε σ' ένα παράθυρο. "Τι φωτογραφίζετε;" με ρώτησε απότομα. Τσαντίστηκα με τον τρόπο της και μουλάρωσα. Δεν απάντησα. Αυτό την προκάλεσε. Κάλεσε τον άντρα της στο παράθυρο. "Γιατί βγάζετε φωτογραφίες, κύριε;" με ρώτησε εκνευρισμένα ο ηλικιωμένος κύριος. Είπα να ξεπεράσω τον εκνευρισμό που μου προκαλούν αυτές οι ερωτήσεις και να μιλήσω ευγενικά κι ευθεία. Είπα πως δεν έχω κακή πρόθεση, εξήγησα τι φωτογραφίζω. Του άρεσε που του πα ότι ψάχνω "ασυνήθιστες γωνιές" και "λεπτομέρειες".
"Να πας και στα Αναφιώτικα!" μου είπε στο τέλος ο κύριος, μοιάζοντας ενθουσιασμένος με την πληροφορία που μου έδωσε. "Καλό δρόμο", είπε ενώ έφευγα και η γυναίκα του μου είπε, εντελώς μαμαδίστικα: "Βρε, δεν κρυώνεις παιδάκι μου;"
Συνέχισα χωρίς προορισμό. Η Πλάκα έμοιαζε λες και την είχαν παρατήσει απότομα σε καιρό πολέμου. Δρόμοι που άλλες μέρες είναι ενοχλητικά γεμάτοι από κόσμο, τώρα, χειμώνα, μία η ώρα τη νύχτα, μοιάζανε στοιχειωμένοι.
Βρέθηκα στο μνημείο του Λυσικράτους. Αναρωτήθηκα που ακριβώς να φυτεύτηκε δίπλα του, από τους Καπουτσίνους μοναχούς, η πρώτη ντομάτα στην Αθήνα, όπως λένε, και πόσο τυχερό ήταν που δεν κατέληξε κι αυτό στην Αγγλία, αφού αυτό το ανεκδιήγητο ρεμάλι ο Έλγιν ήθελε να το σουφρώσει (κι αυτό) ολόκληρο.
Μετά βρέθηκα λίγο πιο ψηλά προς το βράχο, δίπλα στη βεράντα μιας Πλακιώτικης ταβέρνας. Πήδηξα μέσα της για να βγάλω μια φωτογραφία τον Υμηττό. Με εντυπωσίασε έτσι όπως φαινόταν τεράστιος πάνω από την κοιμισμένη πόλη.
Οι φάροι ενός περιπολικού εμφανίστηκαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά. "Πάλι;" είπα μέσα μου γελώντας. "Καλησπέρα" μου είπε ο νέος αστυνομικός με αυστηρό τόνο. Εξήγησα και πάλι τι κάνω - άλλωστε το 'χα συνηθίσει το τροπάριο. Σε λίγη ώρα κάναμε κουβεντούλα. Αυστηροί, αλλά με τάση για χιούμορ τα δύο όργανα της τάξεως. "Τι είναι το εργαλείο, Nikon?" με ρώτησε ο ένας στο τέλος. Χαιρέτησαν ευγενικά.
Είχε αρχίσει να φυσάει. Κατηφορίζοντας πια στην οδό Θρασύλλου, σκέφτηκα το χορηγικό μνημείο με το ίδιο όνομα, στην νότια πλευρά της Ακρόπολης, και γύρισα να το κοιτάξω. Προσπάθησα να φωτογραφίσω τους δύο κίονες, το μόνο του απομεινάρι. Κάπου είχα διαβάσει πως θα αναστηλωνόταν μετά το βομβαρδισμό που υπέστη απ' τους Τούρκους το 1827. Όμως τελικά, οι πέτρες και τα μάρμαρα του χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση της Ρώσικης Εκκλησίας, στην οποία βρισκόμουν λίγα λεπτά πριν, υπό το φως του φάρου ενός άλλου περιπολικού.
Ο αέρας είχε γίνει κοφτερός. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, και όλα είχαν αποκτήσει απότομα κάτι το παράλογο - λες και επρόκειτο για σκηνή από μυθιστόρημα του H.P. Lovecraft.
Έγνεψα στο πρώτο ταξί που πέρασε από την αρχή της Συγγρού - ήταν ώρα να επιστρέψω. Δεν άντεχα ούτε το κρύο, ούτε να εξηγήσω για δέκατη φορά τι φωτογράφιζα, και γιατί. Μπήκα στο πίσω κάθισμα. Ο οδηγός, ένας Ινδός με τουρμπάνι, γύρισε ολάκερος και κοίταξε αστραπιαία, σχεδόν φοβισμένος, τι κουβαλούσα στο χέρι μου. Φαντάζομαι είδε πως πρόκειται για φωτογραφική μηχανή και όχι για όπλο. Μίλαγε σπαστά ελληνικά κι ήταν ευγενέστατος. Μου είπε για τη Χρυσή Αυγή και πόσες φορές έχουν ενοχλήσει κι αυτόν και γνωστούς του. Φαινόταν απορημένος, στεναχωρημένος. Του είπα πως κάποτε είχα ζήσει στο Λονδίνο, πως ένας από τους καλύτερους φίλους μου ήταν Ινδός - "Indy" του είπα, τον λέγαμε χαϊδευτικά.
Φτάσαμε στη θάλασσα. Του είπα να με αφήσει στην Ποσειδώνος, και πήγα να κάτσω λίγο στην αμμουδιά. Χάζεψα τα κύματα και σκέφτηκα τις συναντήσεις που είχα σ' αυτήν την μικρή βόλτα.
Και πριν πεθάνω απ' το κρύο και αποφασίσω να γυρίσω σπίτι, είχα συμπεράνει πως τα Καλάσνικοφ των τεσσάρων εικοσάχρονων στην Κοζάνη κι οι γροθιές της αστυνομίας στα πρόσωπα τους είχαν κάνει τη δουλειά τους. Είχαν καλλιεργήσει λίγο ακόμα τη βία που ενθαρρύνεται και γιγαντώνεται στην κοινωνία μας τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια. Βία τυφλή, ηλίθια, στείρα, αυτοκαταστροφική, που στηρίζεται σε αναρίθμητα δίπολα τα οποία μας προσφέρονται απλόχερα, κι εμείς απλά διαλέγουμε. Ή είμαστε με τους από 'δω, ή με τους από 'κει. Κάποιος όμως οπωσδήποτε πρέπει να μας φταίει.
Θα μπορούσα να είχα μαλώσει δέκα φορές εκείνο το βράδυ με όσους συνάντησα, κι όμως κατάφερα να τους αποχαιρετήσω όλους φιλικά. Και νομίζω πως αυτοί οι φιλικοί αποχαιρετισμοί δεν ξεχνιούνται. Νομίζω πως επαγωγικά έχουν μια θεραπευτική, πολύτιμη δράση.
Ίσως εκείνο το βράδυ ο Ινδός ταξιτζής να θυμήθηκε πως "δεν είναι όλοι οι Έλληνες ρατσιστές". Με τον ίδιο τρόπο ίσως κι ο μπάτσος κατάλαβε πως "δεν μας μισούν όλοι οι πολίτες", και εγώ θυμήθηκα πως "δεν είναι όλοι οι μπάτσοι μαλάκες". Ίσως κι η κυρία στο παράθυρο να κατάλαβε πως δεν είναι όλοι όσοι περιπλανώνται το βράδυ με μια φωτογραφική μηχανή ύπουλοι Τούρκοι κατάσκοποι ή δημοσιογράφοι με σκοτεινές προθέσεις. Ότι τελικά δε μας βοηθάει να ζούμε τόσο πολύ μέσα στο φόβο ότι γύρω μας υπάρχουν συνεχώς εχθροί, που κακόβουλα μηχανεύονται το κακό μας.
Ίσως βέβαια να ήμουν απλά τυχερός. Ίσως αν είχα συναντήσεις με άλλους ανθρώπους, πιο αδιάλλακτους, πιο εχθρικούς, να μην τελείωνα αυτό το κείμενο έτσι αισιόδοξα. Με άφησε όμως για κάτι βέβαιο αυτή η βραδινή βόλτα στην Αθήνα του 2013: για το ότι πράγματα σαν την ευγένεια, το χαμόγελο, την ψυχραιμία, την καλή βούληση και τη συλλογικότητα δεν είναι αφελή, ρομαντικά σκευάσματα, αλλά είναι, αυτόν τον καιρό, χρήσιμα κι απαραίτητα υλικά για την επιβίωση μας.
σχόλια