Είτε νοηθεί ως δίλημμα των αισθήσεων, ως δίλημμα της δράσης ή δίλημμα αξιακό, ο έρωτας καταγράφεται ως ένα γεγονός αντιφατικό: μές στην ερωτική επιθυμία η αγάπη συμφύρεται με το μίσος.
Γιατί;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ απαντήσουμε σε τούτο το ερώτημα. Έναν πολύ ξεκάθαρο μας τον δίνουν τα ελληνικά. Η λέξη έρως δηλώνει «στέρηση», «έλλειψη», «επιθυμία για κάτι που απουσιάζει». Ο ερωτευμένος θέλει αυτό που δεν έχει. Είναι εξ ορισμού αδύνατον για το ερωτικό υποκείμενο να έχει αυτό που θέλει, μιας και, αφ’ ης στιγμής το αποκτήσει, το αντικείμενο του έρωτα παύει ν’ απουσιάζει. Δεν πρόκειται για απλό παιχνίδι με τις λέξεις. Στον έρωτα υπάρχει ένα δίλημμα που στοχαστές απ’ τη Σαπφώ μέχρι τις μέρες μας το θεώρησαν κρίσιμο. Ο Πλάτωνας το θίγει ξανά και ξανά. Τέσσερις διάλογοί του διερευνούν τι σημαίνει το γεγονός ότι η επιθυμία στρέφεται πάντοτε μονάχα προς κάτι που λείπει, κάτι που δεν είναι διαθέσιμο, κάτι που απουσιάζει, κάτι που δεν είναι ούτε στην κατοχή σου ούτε μέρος του είναι σου: ο έρως συνεπάγεται την ένδειαν. Όπως λέει η Διοτίμα στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο Έρως είναι ο νόθο παιδί του Πλούτου (του Πόρου) και της Φτώχειας (της Πενίας) και πάντοτε εγκατοικεί σε μια ζωή ματαιωμένης στέρησης (203 b-e). Η Σιμόν Βέιλ επιλέγει σαν αναλογία την πείνα:
Όλες μας οι επιθυμίες είναι αντιφατικές, σαν την επιθυμία για τροφή. Θέλω αυτός που αγαπώ να μ’ αγαπά. Όμως αν είναι ολότελα δοσμένος σ’ εμένα, παύει να υφίσταται και σταματώ να τον αγαπώ. Και όσο δεν είναι ολότελα δοσμένος σ’ εμένα, δε μ’ αγαπά αρκετά. Πείνα και κορεσμός μαζί. (1977, σ. 364)
Η λέξη έρως δηλώνει «στέρηση», «έλλειψη», «επιθυμία για κάτι που απουσιάζει». Ο ερωτευμένος θέλει αυτό που δεν έχει. Είναι εξ ορισμού αδύνατον για το ερωτικό υποκείμενο να έχει αυτό που θέλει, μιας και, αφ' ης στιγμής το αποκτήσει, το αντικείμενο του έρωτα παύει ν' απουσιάζει.
Η Έμιλυ Ντίκινσον το λέει πιο κοφτά στο «Πεινούσα»:
Κι έτσι βρήκα πως η πείνα
ήταν μια όψη
των ανθρώπων έξω απ’ τα παράθυρα,
που χανόταν σαν μπαίνανε μέσα.
Ο Πετράρχης ερμηνεύει το πρόβλημα με βάση την αρχαία φυσιολογία της φωτιάς και του πάγου:
Ξέρω ν’ ακολουθώ σαν φεύγω να γλιτώσω απ’ τη φωτιά μου
παγώνω όταν τη βλέπω· σαν λείπει, ο πόθος μου φλογίζει.
(«Trionfo d’Amore»)
Ο Σαρτρ δείχνει λιγότερη υπομονή με την αντιφατική ιδέα της επιθυμίας, μ’ αυτή τη «φάρσα», όπως την αποκαλεί. Στις ερωτικές σχέσεις βλέπει ένα σύστημα άπειρων αντανακλάσεων, ένα απατηλό παιχνίδι του καθρέφτη που φέρει εντός του την ίδια του την ακύρωση και διάψευση (1956, σ. 444-445). Για τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ το παιχνίδι είναι βασανιστικό: «Ο ιππότης που φεύγει για νέες περιπέτειες προσβάλλει τη δέσποινά του, εκείνη όμως μόνο καταφρόνια νιώθει γι’ αυτόν αν τούτος παραμείνει γονατιστός μπροστά της. Αυτό είναι το βασανιστήριο του ανέφικτου έρωτα...» (1953, σ. 619). Ο Ζακ Λακάν θέτει το ζήτημα κάπως πιο αινιγματικά όταν λέει: «Η επιθυμία ... συνεπάγεται την απουσία κάτω απ’ τα τρία σχήματα του μηδενός που συγκροτεί τη βάση της απαίτησης γι’ αγάπη, του μίσους που φτάνει μέχρι την άρνηση της ύπαρξης του άλλου και του άρρητου στοιχείου που αγνοείται μες στην απαίτησή του» (1966, σ. 28).
Μοιάζει σαν οι διάφορες αυτές φωνές να δείχνουν προς μια κοινή αίσθηση. Κάθε ανθρώπινη επιθυμία τοποθετείται πάνω σ’ έναν άξονα παραδοξότητας, με πόλους την απουσία και την παρουσία και με κινητήριες δυνάμεις την αγάπη και το μίσος. Ας επιστρέψουμε στο ποίημα της Σαπφώς με το οποίο αρχίσαμε. Το συγκεκριμένο απόσπασμα (LP, απ. 130), όπως σώζεται στο κείμενο και στα σχόλια του Ηφαιστείωνα, το ακολουθούν χωρίς χάσμα δύο στίχοι στο ίδιο μέτρο, που ενδεχομένως ανήκουν στο ίδιο ποίημα:
"Ατθι, σοι δ' εμεθεν μεν απήχθετο
φροντίσδην, επί δ' Ανδρομέδαν πόται.
Ατθίδα μου, η έγνοια σου για μένα
μίσος ανάδεψε μέσα σου,
κι έκανες φτερά για την Ανδρομέδα.
(LP, απ. 131)
Υπάρχει κανένας που να επιθύμησε ποτέ αυτό που δεν απουσιάζει; Κανένας. Σ’ αυτό οι Έλληνες ήταν ξεκάθαροι. Κι επινόησαν τον έρωτα για να το εκφράσουν.
_______
Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Απών» από το βιβλίο της Αν Κάρσον «Έρως ο γλυκόπικρος ― δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση Ανδρονίκης Μελετλίδου
σχόλια