Όπως και το είδωλό τους, ο Έλβις, οι Beatles δεν άργησαν να αδράξουν την πρόσκληση του σινεμά, σε μια σειρά από αστραπιαία exploitations, που ταυτόχρονα με τη μουσική παραγωγικότητα και τις απανωτές τους εμφανίσεις, τους εξουθένωσαν σε τέτοιο βαθμό, που εγκατέλειψαν τα πλατό όσο γρήγορα τα άλωσαν, εκεί γύρω στα μέσα των '60s. 5 είναι οι ταινίες όπου πρωταγωνιστούν, είτε ως μασκαρεμένη αλληγορία της μετεωρικής φήμης και του καλόκαρδου παραλογισμού τους, είτε σαν μαρτυρία της καλλιτεχνικής φιλοδοξίας και του πολύ βρετανικού χιούμορ της.
Ένα υπέροχο φιλμ κινουμένων σχεδίων και το ντοκιμαντέρ που εξιστορεί την αποδόμησή τους κλείνει τον σύντομο κύκλο τους μπροστά στο φακό. Ακόμη 5 ταινίες, που γυρίστηκαν μετά τη διάλυσή τους τριγυρνάνε τη ζωή και τα τραγούδια τους, χωρίς πάντα να τα συμπεριλαμβάνουν, ενώ το φρέσκο Yesterday των Ντάνι Μπόιλ και Ρίτσαρντ Κέρτις ανανεώνει το ενδιαφέρον στο νόημα της μουσικής τους.
A Hard Day's Night (1964)
Το εκτόπισμα του εμβληματικού ντεμπούτου των Beatles, στο απόγειο της Beatlemania, το 1964, ένα jukebox μιούζικαλ με τραγούδια να πετάγονται μέσα από τις σκηνές, είναι τεράστιο, επηρεάζοντας οτιδήποτε συναφές ακολούθησε, από το δικό μας, άφαντο πλέον, Περιπέτειες με τους Φόρμινξ, και το Spice World, μέχρι το Rock Of Ages και το πρόσφατο Rocketman. Στο A Hard Day's Night, τα Σκαθάρια υποδύονται τους εαυτούς τους και σατιρίζουν τη μανία των οπαδών τους, όταν ήδη από το ξεκίνημα προσπαθούν να ξεφύγουν από τις ορδές των κοριτσιών, με ηθοποιούς να ενσαρκώνουν συγγενείς και entourage, σε μια περιοδεία του συγκροτήματος.
Το σάουντρακ είναι γεμάτο από επιτυχίες και ο σκηνοθέτης, ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Λέστερ, απλικάρισε ό,τι οπτικό gag υπήρχε διαθέσιμο, για μια παλαβή ταινία στο άναρχο πνεύμα των αδελφών Μαρξ. Η ταινία σημείωσε τρομακτική επιτυχία, εκατονταπλασιάζοντας το κόστος της, προτάθηκε για Όσκαρ σεναρίου, καθώς και μουσικού σκορ, επαινέθηκε από την κριτική, λατρεύτηκε από τους θεατές, και διακρίθηκε για τον αυτοσαρκασμό και τη φρεσκάδα της. Ο πολιτογραφημένος Βρετανός Λέστερ, με θητεία στην τηλεόραση, στάμπαρε τα swinging '60s, απέσπασε Χρυσό Φοίνικα για το Knack, γύρισε από στιλάτα δράματα (Petulia) ως τον δεύτερο και τον τρίτο Superman, και έκλεισε την καριέρα του με το ντοκιμαντέρ Get Back, το 1991, κινηματογραφώντας μια συναυλία του φίλου του Πολ Μακάρτνεϊ.
Help! (1965)
Έγχρωμο, ακριβότερο, εξίσου επιτυχημένο εμπορικά, σκηνοθετημένο και πάλι από τον Ρίτσαρντ Λέστερ, το Help! του 1965 είναι πιο αστείο και πιο φιλόδοξο από το A Hard Day's Night – μια παρωδία κατασκοπίας και περιπέτειας με πρωταγωνιστές τους Beatles, που προσπαθούν να ηχογραφήσουν έναν δίσκο και ταυτόχρονα να προστατεύσουν τον Ρίνγκο από μια αίρεση!
Ο ντράμερ έσβησε τις υποκριτικές του φιλοδοξίες με μια εμφάνιση δίπλα στον Πίτερ Σέλερς στο Magic Christian, το 1971, ενώ ο Τζον Λένον έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην αντιπολεμική κομεντί How I Won the War, με σκηνοθέτη και πάλι τον Λέστερ. Στο Help!, οι Beatles φαίνονταν για τελευταία φορά ανέμελοι και αβίαστα μονιασμένοι μπροστά στην κάμερα.
Magical Mystery Tour (1967)
Ο Πολ έχει πάρει τα ηνία και προτείνει ένα special για τη βρετανική τηλεόραση, βασισμένο σε περιηγήσεις με λεωφορείο, σκετς, αυτοσχεδιασμούς, εκκεντρικές ιδέες, πλάκες και μπόλικη αυτοαναφορικότητα. Και οι 4 Beatles συμφώνησαν στο project, που τελικά μοιάζει ασύνδετο, γύρω από μια ντουζίνα τραγούδια, και απέτυχε στην πρώτη του μετάδοση, αφού οι θεατές και οι κριτικοί δεν έπιασαν το νόημα και κυρίως, το είδαν ασπρόμαυρο (μόνο 200 χιλιάδες έγχρωμες συσκευές είχαν πωληθεί μέχρι τα Χριστούγεννα του 1967), ενώ είχαν χρησιμοποιηθεί ειδικά χρωματικά στο γύρισμα και την επεξεργασία του 52λεπτου show. Θεωρείται η πρώτη καλλιτεχνική αποτυχία του συγκροτήματος.
Yellow Submarine (1968)
Απογοητευμένοι από το Help!, οι Beatles δεν ήθελαν να εμφανιστούν ξανά στον κινηματογράφο, αν και ήταν νομικά δεσμευμένοι από τη United Artists για τρεις ταινίες. Με μια σύντομη εμφάνισή τους στο φινάλε του Yellow Submarine, ικανοποιούν τον όρο του συμβολαίου τους, αλλά τελικά, δεν έκαναν αγγαρεία: το υπέροχο, εστέτ, προχωρημένο, ψυχεδελικό κινούμενο σχέδιο φαντασίας των Ντάνινγκ-Μπάλζερ και του designer Χανζ Άιντελμαν τους άρεσε τόσο πολύ που το τίμησαν με την παρουσία τους στην παγκόσμια πρεμιέρα στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του '68.
Let It Be (1970)
Το Let it Be παραμένει ένα μοναδικό ντοκουμέντο, και ταυτόχρονα ένα ασυνήθιστο ντοκιμαντέρ: χωρίς να βάζουν τις φωνές ή να δημιουργούν δράμα, παρακολουθούμε επί 80 λεπτά τον Τζον, τον Πολ, τον Τζορτζ και τον Ρίνγκο να τσακώνονται με την ιδέα και την ίδια την ύπαρξη των Beatles! Μετά την εξουθενωτική, μακρά διαδικασία των ηχογραφήσεων του αριστουργηματικού White Album, η ταινία του Μάικλ Λίντζεϊ Χογκ καταγράφει τις πρόβες για το Let it Be, το επικείμενο άλμπουμ που παράτησαν για να προχωρήσουν άμεσα στο Abbey Road.
Ανάμεσα σε ψιθυριστές κουβέντες, δοκιμές και κλασικές πρόβες μουσικών που δεν χρειάζεται να πουν πολλά για να καταλάβουν τι πρέπει να παίξουν, προκύπτουν εμβόλιμες εντάσεις, με αποκορύφωμα την απάντηση του Χάρισον σε μια παρατήρηση του Μακάρτνεϊ: «Θα παίξω ό,τι μου ζητήσεις ή και τίποτε αν θες. Ό,τι σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα, θα το κάνω για να σε ικανοποιήσω». Είναι φανερό πως ο Πολ διευθύνει, ο Τζορτζ κάνει υπομονή, έχοντας πνευματικά αποχωρήσει, ο Ρίνγκο μένει απαθής και λυπημένος και ο Τζον απλώς παρευρίσκεται κάνοντας μηχανικές κινήσεις και ασκήσεις αυτοσυγκράτησης, με τη Γιόκο Όνο συνεχώς (και εκνευριστικά) στο πλευρό του.
Με την κάμερα να παρακολουθεί αθόρυβα, σα να μη θέλει να ενοχλήσει, υπάρχει μια μυστικιστική ηρεμία στις πρόβες, σα να έρχεται η αποδόμηση μιας άλλοτε αγαπημένης οικογένειας που δεν βλέπει την ώρα να ακολουθήσει χωριστούς δρόμους. Σα να ήθελαν να ξορκίσουν το πολύκροτο διαζύγιο του μεγαλύτερου συγκροτήματος όλων των εποχών, τα Όσκαρ πρότειναν το song score του Let It Be, οι Beatles κέρδισαν, φυσικά δεν ήταν παρόντες στην απονομή και ο Κουίνσι Τζόουνς, ευτυχής, παρέλαβε το βραβείο αντ' αυτών.
Το ντοκιμαντέρ έκλεισε με πολύ πιο ζωντανή νότα, με το γκρουπ να εμφανίζεται στην ταράτσα του στούντιο ηχογράφησης, χωρίς προαναγγελία, ξαφνιάζοντας τους περαστικούς που δεν άργησαν να καταλάβουν ποιοι παίζουν και μαζεύτηκαν επευφημώντας, μαζί με τον Μπίλι Πρέστον στα πλήκτρα, λίγους τυχερούς και τους τεχνικούς, που τους πλαισίωναν, για να παίξουν ζωντανά πέντε καινούρια κομμάτια τους. Ο Χογκ απαθανάτισε την ύστατη δημόσια εμφάνισή τους, και μαζί την αποχαιρετιστήρια ατάκα του πιο ροκ απ' όλους Λένον, ο οποίος έκλεψε την παράσταση από τον αρχηγικό Μακάρτνεϊ, λέγοντας απνευστί: «I'd like to say "thank you" on behalf of the group and ourselves, and I hope we passed the audition!». Η ταινία αναμένεται να ξανακυκλοφορήσει με διαφορετικό, πιο διαφωτιστικό μοντάζ, από τον Πίτερ Τζάκσον.
I Wanna Hold Your Hand (1978)
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις, πίσω στο 1978, προσπάθησε να συνδυάσει τη μπιτλομανία που ήρθε και στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '60 με ένα ταξίδι πρώιμης ενηλικίωσης, χωρίς να ξεφεύγει από το είδος της νεανικής κωμωδίας. Η ταινία του τοποθετείται χρονικά στην ιστορική εμφάνιση του γκρουπ στο Ed Sullivan Show το 1964 και την περιπέτεια 6 νέων παιδιών από το Νιου Τζέρσεϊ που, χωρίς να έχουν εισιτήριο, ξεκινούν όχι μόνο με τη σιγουριά ότι θα μπουν στο show αλλά και ότι θα γνωρίσουν από κοντά τα νέα τους είδωλα.
Η Νάνσι Άλεν ξαναπάει σχολείο, 2 χρόνια μετά το Carrie, και ο Ζεμέκις παίζει έξυπνα με τον μύθο του συγκροτήματος, χωρίς να το εμφανίζει κυριολεκτικά αλλά φροντίζοντας να αποτελεί την αναπνοή της ταινίας, με τόνους από αφίσες, memorabilia και δίσκους να βρίσκονται παντού.
Backbeat (1994)
Η διετής περίοδος του Αμβούργου, της πόλης όπου οι Beatles έμαθαν να παίζουν σε club και άρχισαν να διαχειρίζονται την ιδέα πως μπορούν να σταδιοδρομήσουν μέσω της μουσικής τους, γίνεται θέμα της ταινίας του Λονδρέζου Ίαν Σόφτλεϊ που τουλάχιστον στα '90s υπέργραψε μια σειρά από αξιόλογες δουλειές. Παράλληλα, το Backbeat αφιερώνει πολύ χρόνο στον χαρακτήρα του Στιούαρτ Σάτκλιφ, μπασίστα τότε του γκρουπ που άφησε τη μουσική γιατί αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του πάνω στη ζωγραφική, πριν πεθάνει πρόωρα, και της Άστριντ Κίρχερ, της γυναίκας που έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση.
Χωρίς να ξεφεύγει ιδιαίτερα από τον πληροφοριακό της χαρακτήρα, η ταινία του Σόφτλεϊ επωφελείται της ορμής των νεαρών πρωταγωνιστών της, κυρίως του ανερχόμενου τότε Στίβεν Ντορφ που έχει τον ρόλο του Σάτκλιφ. Fun fact πως ο Ίαν Χαρτ υποδύεται τον Τζον Λένον για δεύτερη φορά στην καριέρα του, τρία χρόνια μετά το The Hours and Times.
Across the Universe (2007)
Οι περισσότερες μεγάλες μπάντες «πρωταγωνίστησαν» με τη μουσική τους σε κάποιο μιούζικαλ αφιερωμένο σε αυτές, κάτι τέτοιο όμως ήταν σύνηθες να συμβαίνει πρώτα στη σκηνή ενός θεάτρου. Αντιθέτως, η Τζούλι Τέιμορ αποφάσισε να κάνει τη μπιτλιάδα της απευθείας στη μεγάλη οθόνη, εκεί όπου θα έβρισκε την ευκαιρία να πειραματιστεί με ψυχεδελικά εφέ και να δώσει τη δική της οπτική στο παραμύθι του να είσαι νέος στα τέλη της δεκαετίας του 60.
Όπως όμως οι ιδέες της πέρασαν κάποια στιγμή σε δεύτερη μοίρα, πίσω από τις 20 και πλέον διασκευές τραγουδιών του συγκροτήματος που συνόδευαν το ταξίδι αυτογνωσίας των Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ και Τζιμ Στέρτζες που είχαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους – ο δεύτερος ως φτωχός καλλιτέχνης από το Λίβερπουλ. Οι κριτικοί σφύριξαν αδιάφορα βλέποντας ένα μεγάλο κενό κάτω από την επιφάνεια, οι fans όμως πέρασαν ένα από τα καλύτερα δίωρα της ζωής τους σε κινηματογραφική αίθουσα.
Nowhere Boy (2009)
Κλείνοντας το μάτι στο τραγούδι Nowhere Man, η ταινία που έφερε κοντά τη Σαμ Τέιλορ Γουντ με τον πρωταγωνιστή της Άαρον Τζόνσον, εμβάθυνε χρονικά στις απαρχές, δηλαδή στη γνωριμία των μελλοντικών Beatles μέσα στους δρόμους του Λίβερπουλ. Το βασικό αντικείμενο μελέτης εδώ είναι ο ίδιος ο Λένον, οι εικόνες και οι σχέσεις που δημιούργησε ως μικρό παιδί, κυρίως με τη θεία του Μίμι που τον μεγάλωσε αλλά και την επιρροή που άφησε πάνω του η διαρκής απουσία της μητέρας του.
Η γνωριμία με Μακάρτνεϊ και Χάρισον φέρνει την απαραίτητη απόδραση από ενοχές και εφιάλτες και οι πρώτες νότες ηχούν ως απόδειξη για κάτι σπουδαίο που έρχεται. Η λέξη Beatles δεν ακούγεται πουθενά, άλλωστε το όνομα προέκυψε αργότερα, με το φιλμ να τελειώνει εκεί που ουσιαστικά αρχίζει το Backbeat, στο ταξίδι στο Αμβούργο, με τις 2 ταινίες να αποτελούν ένα ιδανικό double bill για φανατικούς τους συγκροτήματος.
Living Is Easy with Eyes Closed (2013)
To 1966 o Λένον άφηνε για λίγο τους Beatles ταξιδεύοντας στη Βόρεια Ισπανία για να πρωταγωνιστήσει στη μαύρη κωμωδία του φίλου του Ρίτσαρντ Λέστερ, How I Won the War. Το ταξίδι του αυτό ξεκινά την ιδέα της ταινίας του νεότερου των αδερφών Τρουέμπα, Φερνάντο, για ένα road movie με ήρωα έναν μεσήλικα καθηγητή αγγλικών που μαθαίνει τους στίχους του συγκροτήματος στους μαθητές του και φαντασιώνεται μια συνάντηση από κοντά με τον Λένον.
Με τίτλο που προέρχεται από το Strawberry Fields Foreverκαι με τον Χαβιέ Καμάρα να χτίζει ένα υπόδειγμα καλόψυχου και αλτρουιστή χαρακτήρα, ο Τρουέμπα φτιάχνει μια αταίριαστη παρέα τριών ατόμων, καθώς ο πρωταγωνιστής παίρνει μαζί του 2 άτομα με οτοστόπ, μεταφέροντάς τους την αγωνία που έχει για την επικείμενη συνάντηση. Θρίαμβος στα Goya της χρονιάς, με βραβεία σε 6 κατηγορίες, ανάμεσα και αυτήν της καλύτερης ισπανικής ταινίας.
σχόλια