Προσπάθησα. Τον είχα ρωτήσει αρκετές φορές, τότε που μας έδιναν πρόσβαση σε σκηνοθέτες της προκοπής. Και, όπως και στην περίπτωση των βλοσυρών καλαμπουρτζήδων αδελφών Κοέν, δεν θυμάμαι τίποτε απ' όσα συζητήσαμε. «Εσείς τι νομίζετε» ρωτούσε πάντα, αντί να απαντήσει, με εκείνη την ακαταμάχητη ευγένειά του που αγγίζει την αφέλεια ‒ ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας δεν ήταν σίγουρος αν επρόκειτο για ιδιοφυΐα ή ηλίθιο και, όταν τον συνάντησε, τον βάφτισε «Τζέιμς Στιούαρτ που έχει πάρει LSD».
Κατ' άλλους «ο Τζίμι Στιούαρτ από τον πλανήτη Άρη», ο Ντέιβιντ Λιντς απέφευγε συστηματικά να διευκρινίζει τις δυσερμήνευτες ταινίες του, το παράλογο και το αλλόκοτο, το όνειρο και την παράλληλη πραγματικότητα, τους νάνους και τα κουνέλια, με λίγα λόγια τα μυρμήγκια κάτω από γκαζόν, και δεν έχει παρεκκλίνει από την τακτική που δεν είναι στρατηγική, στυλ ή σνομπισμός αλλά μια πάγια πεποίθηση πως, όταν ένα έργο ακουμπά ταυτόχρονα στην αφήγηση και στην αφαίρεση, επαφίεται στο γούστο, στις προσλαμβάνουσες και στην αισθητική του αποδέκτη. Και έχει δίκιο.
«Αγαπώ τα χρήματα, όπως και οι άνθρωποι του Χόλιγουντ, απλώς δεν γυρίζω ταινίες για τα λεφτά» είχε πει.
Έχει εμφανιστεί σε μυριάδες τηλεοπτικά talk shows, έχει δώσει ουκ ολίγες συνεντεύξεις και πάντα μιλάει με υπεκφυγές ή προσεγγίσεις, χρησιμοποιεί θαυμαστικές εκφράσεις που δεν αναλύουν τίποτε το ουσιαστικό ή απλώς στριμώχνεται, χαμογελά και μέσα σε δυο-τρεις λέξεις στριμώχνει με τον τρόπο του τον δημοσιογράφο, πολλές φορές βάζοντας εκείνον να υπερθεματίσει, συχνά αυθαίρετα, στα νοήματα. «Πρόσκοπος, από τη Μισούλα της Μοντάνα» γράφει στο σπαρτιάτικο βιογραφικό του και τα υπόλοιπα, που είναι πολλά, τα συμπληρώνει στις ταινίες του.
Αλλά και στις επιμέρους οπτικοακουστικές και χειροποίητες εκφράσεις του: από τα τρομακτικά μικρού μήκους, τα ατμοσφαιρικά διαφημιστικά του, τον σχεδιασμό επίπλων, τα ζωγραφικά του έργα, που δεν σταμάτησε να παράγει, μετά την πρώτη, κρίσιμη φορά που ξαφνικά είδε έναν πίνακά του να κινείται και αποφάσισε να το γυρίσει στο σινεμά, έως τον καφέ που λάνσαρε και το δελτίο καιρού που εκφωνούσε σε μια φάση, εκδηλώνοντας, ανάγλυφα και λιτά, σαν ηθοποιός του βωβού, το ιδιαίτερο χιούμορ του. Διότι σε μια πολλαπλή ανάγνωση, η καταβύθιση στο lynchian σύμπαν (ελάχιστοι έχουν δει το επώνυμο τους ως μοντέλο αναφοράς) προϋποθέτει άνετα τη μαύρη κωμωδία, για τα μάτια που παρατηρούν και δεν βλέπουν απλώς. Και, για να μην το ξεχάσουμε, οι σκηνές σεξ ήταν πάντα γεγονός στις ταινίες του, όχι μια ακόμη ερωτική παρένθεση.
Ποτέ δεν «το είχε» με τα λόγια. Απέφευγε τους μακροσκελείς διαλόγους, ενδεχομένως επειδή από μικρό παιδί αδυνατούσε να γκρουπάρει παραπάνω από μία χούφτα λέξεις. Το ξεκίνημά του ήταν επεισοδιακό. Προσπαθούσε επί πέντε χρόνια να μαζέψει χρήματα και πιστούς για να υλοποιήσει το Eraserhead και όταν το κατάφερε, με την πολύτιμη βοήθεια του παιδικού του φίλου και σπουδαίου σκηνογράφου Τζακ Φισκ, το γύρισε σχεδόν σε μία μέρα. Το κορυφαίο πειραματικό παζλ του 1977 παραμένει το αγαπημένο του φιλμ ‒ και του Κιούμπρικ, όπως του είχε εκμυστηρευτεί, κάτι που φάνηκε στη μεταγενέστερη Λάμψη. Ο ίδιος ο Λιντς το αποκαλεί πνευματικό φιλμ. Όταν του ζήτησαν να το σχολιάσει, η απάντησή του ήταν ένα ξερό «όχι». Του παίρνεις εξήγηση με το τσιγκέλι. Για το τι συμβολίζουν τα κουνέλια, μετά από παύση, βλέμμα λοξά προς τον ουρανό και τα δάχτυλά του να κάνουν μια περίεργη κίνηση, σαν να μετρά λεφτά στον αέρα, είπε «την αθωότητα».
Τον είχα δει ως και στον Τζέι Λένο να περιγράφει μια φάση κατά την οποία κόπιασε να μεταφέρει ένα ψυγείο από την αποθήκη στο σπίτι, χρησιμοποιώντας και ένα ποδήλατο, και ο εμβρόντητος Αμερικανός παρουσιαστής ολοκλήρωσε το πεντάλεπτο λέγοντας: «Ντέιβιντ, θα ήταν μεγάλη μας χαρά να μας επισκεφθείς σύντομα». Και δεν το έλεγε ειρωνικά. Παρά τη γνήσια απροθυμία του να αφήσει ήσυχους του κινηματογραφικούς του σουρεαλισμούς, η ευφορία των δημοσιογράφων όταν συναντούν έναν τόσο ανεπιτήδευτο δημιουργό, σε τέλεια αντίθεση με το περιεχόμενο του έργου του, παραμένει τόσο στέρεη, που δεν πειράζει κι αν το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων αγγίζει το κενό ή ένα παρασουρεαλιστικό μικρό show, αν το δούμε αλλιώς.
Έπειτα, είναι και η μοναδική εμφάνισή του. Με το τσουλούφι πάντα να πετάει, το τσιγάρο να κρέμεται μονίμως από το στόμα και το τελευταίο κουμπί στο πουκάμισο αιωνίως κλειστό, αυτός ο θεριακλής ροκαμπιλάς είναι μια σφίγγα που στάζει γλύκα.
Μετά από αριστουργήματα όπως το Μπλε Βελούδο, η Ατίθαση Καρδιά, ο Άνθρωπος Ελέφαντας (που χρωστά στις μεταμεσονύχτιες προβολές του Eraserhead και τη διορατικότητα του Μελ Μπρουκς), το Twin Peaks και, φυσικά, το Mulholland Drive, που εγώ δεν το ξεχωρίζω από τον σύντροφό του, το Inland Empire, όσο και αν άρεσε μόνο σε 12 γενναίες ψυχές, ο πρόσκοπος θα παραλάβει ένα τιμητικό Όσκαρ μόλις φέτος, στην ειδική τελετή του ερχόμενου Οκτωβρίου.
Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή όπου ο νικητής Ρον Χάουαρντ έλαμπε από ευτυχία, χαϊδεύοντας το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για το Ένας υπέροχος ανθρωπος και, με το που σφύριξε λήξη η απονομή, ο Λιντς αντάλλαξε χειραψία με τον Ρόμπερτ Άλτμαν, σαν δύο ηττημένοι γίγαντες σε ξένο γήπεδο.
Και παρ' ότι το Χόλιγουντ δεν τον αγάπησε πραγματικά, ο Λιντς δεν τα έβαλε μαζί του. «Αγαπώ τα χρήματα, όπως και οι άνθρωποι του Χόλιγουντ, απλώς δεν γυρίζω ταινίες για τα λεφτά» είχε πει για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Το αντίθετο, διατείνεται πως ποτέ δεν αντιμετώπισε πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά ο μεγαλύτερός του κόπος ήταν να κατεβάσεις ιδέες, να ξημερώσει για εκείνον η λαμπρή ημέρα που θα ερωτευόταν μία από τις δημιουργικές του σκέψεις, ώστε να την πάει παρακάτω.
«Οι ιδέες υπαγορεύουν τα πάντα. Αν δεν τους είσαι πιστός, είσαι νεκρός».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια