Στη Βιγιαερμόζα του νότιου Μεξικού, σε ένα αρχαιολογικό πάρκο που παραδόξως βρίσκεται μαζί με έναν ζωολογικό κήπο, υπάρχει ένα κολοσσιαίο, ακρωτηριασμένο κεφάλι.
Πρόκειται για γλυπτό ύψους περίπου δύο μέτρων από βασάλτη και είναι ένα από τα 17 παρόμοια κεφάλια που είχαν δημιουργήσει πριν από 3.000 χρόνια τα μέλη του πρώτου γνωστού πολιτισμού της κεντρικής Αμερικής.
Σήμερα τους αποκαλούμε Ολμέκους, αλλά το όνομα αυτό τους αποδόθηκε από τους Αζτέκους που έζησαν στην ίδια περιοχή μία χιλιετία αργότερα. Το πώς αποκαλούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους μας είναι παντελώς άγνωστο.
Εξίσου άγνωστος παραμένει ο λόγος ύπαρξης αυτών των κεφαλών. Τι αντιπροσωπεύουν; Ανθρώπους ή θεούς; Είναι πορτρέτα ή κάτι άλλο;
Εκείνο που γνωρίζουμε είναι πως ο βασάλτης είχε έρθει από περιοχές που απέχουν χιλιόμετρα από τον τόπο όπου αρχικά είχαν τοποθετηθεί, καθώς και το γεγονός πως δημιουργήθηκαν με τη χρήση αποκλειστικά λίθινων εργαλείων.
Ποιος επένδυσε λοιπόν τόσους πόρους στη δημιουργία τους και για ποιον σκοπό; Τι εξέθετε ο πολιτισμός των Ολμέκων και γιατί; Και ποια ήταν η αντίδραση των ανθρώπων όταν τα πρωτοείδαν;
Όποιοι κι αν ήταν οι Ολμέκοι, δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά καθώς δεν έχει σωθεί καμία γραπτή καταγραφή τους.
Όπως ακριβώς η αρχαιοελληνική τέχνη εισήγαγε μια αδύνατη να επιτευχθεί, ιδεατή εικόνα για το κάλλος σε όσους έγιναν κοινωνοί της -πρόκειται για τον συνδυασμού καλού και αγαθού, με την τότε έννοια των λέξεων-, έτσι κι εμείς στον σύγχρονο κόσμο παλεύουμε με τις εξιδανικευμένες εικόνες των διαφημίσεων και των ταινιών, με τα κινούμενα σχέδια και τα βιντεοκλίπ. Μας απασχολεί το τι σημαίνει «είμαι ωραίος».
Τα ερωτήματα αυτά είναι συναρπαστικά επειδή αυτά τα σκαλιστά κεφάλια των Ολμέκων διαφέρουν πάρα πολύ από εκείνο που εμείς στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό θεωρούμε «όμορφο» ή «φυσικό». Διαταράσσουν τη βεβαιότητά μας, υπενθυμίζοντάς μας πόσο στενή και περιοριστική είναι η οπτική μας.
Όταν πρόκειται για απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής, από τη μόδα ως τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση και την πορνογραφία, έχουμε κληρονομήσει μία συγκεκριμένη εκδοχή του σώματος που εισήχθη και εδραιώθηκε περί τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ.
Τότε ήταν που τα άκαμπτα, σαν σανίδες γλυπτά της λεγόμενης αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα έδωσαν τη θέση τους στην πλαστική, γεμάτη κίνηση απεικόνιση των σωμάτων με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι.
Οι μορφές αυτές κοσμούν τη ζωφόρο του Παρθενώνα και ενσαρκώθηκαν στο περίφημο χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα που πετάει την τρίαινά του στα νερά της θάλασσας και φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Στη ζωγραφική των αρχαιοελληνικών αγγείων, η εξέλιξη αυτή είχε επέλθει λίγο νωρίτερα.
Τι οδήγησε στην αλλαγή αυτή είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ιστορίας της τέχνης. Κάποιοι έχουν διατυπώσει τη θεωρία πως ευθύνονταν η άνοδος της δημοκρατίας και ο νεοκτηθείς σεβασμός για το άτομο, αλλά παρότι η σκέψη αυτή ήταν ενδιαφέρουσα, δυστυχώς δεν ισχύει.
Η αθηναϊκή δημοκρατία ήρθε αργότερα και σε κάθε περίπτωση παρόμοιες καλλιτεχνικές εξελίξεις έκαναν την εμφάνιση τους και σε ελληνικές πόλεις που ποτέ δεν φλέρταραν με την δημοκρατία.
Ο σημαντικός ιστορικός της τέχνης Ερνστ Χανς Γκόμπριτς, στο κλασικό έργο του Τέχνη και Ψευδαίσθηση του 1960, προσπάθησε να τη συνδέσει με την παρόρμηση των Ελλήνων να αφηγούνται ιστορίες.
Όποια κι αν είναι η αιτία, στην πραγματικότητα έκτοτε είναι σχεδόν αδύνατον να ξεφύγουμε από την αισθητική τυραννία των σωμάτων αυτών. Από τον 18ο αιώνα θεωρούνται μάλιστα ως η ακμή, όχι μόνο της τέχνης, αλλά του ίδιου του «πολιτισμού».
Πρόκειται για μια μορφή καλλιτεχνικού νατουραλισμού που σφυρηλάτησε μια γενικότερη κυρίαρχη θεώρηση και έχει επηρεάσει τον τρόπο που κρίνουμε και αξιολογούμε καλλιτεχνικές παραδόσεις, πέραν της δικής μας.
Ας εξετάσουμε τα χάλκινα αγάλματα του 14ου αιώνα του Μπενίν: αν έγιναν διάσημα και θαυμάστηκαν στη Δύση, αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι θυμίζουν τις κλασικές φόρμες της αρχαιοελληνικής τέχνης, διατηρώντας όμως μια δελεαστική υπόνοια ετερότητας. Όσο μικρότερη είναι η παρουσία της κλασικής παράδοσης, τόσο πιο «πρωτόγονη» χαρακτηρίζεται η τέχνη.
Έχει φθάσει ωστόσο ο καιρός να αναθεωρήσουμε τα ζητήματα αυτά και να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «πολιτισμένος».
Για τον Κένεθ Κλαρκ, που έγραψε και παρουσίασε την σειρά ντοκιμαντέρ Civilisation (Πολιτισμός), η οποία προβλήθηκε από το BBC και θεωρείται κορυφαία στο είδος της, η έννοια του πολιτισμού είχε τις ρίζες της στα ελληνικά ιδεώδη.
Αναζητώντας μάλιστα έναν ορισμό του πολιτισμού στο πρώτο επεισόδιο, με βεβαιότητα δήλωσε: «τον αναγνωρίζω όταν τον βλέπω». Μαζί με τους Σάιμον Σάμα και Ντέιβιντ Ολουσόγκα θεωρήσαμε πως οφείλουμε να απαντήσουμε στη θέση αυτή.
Η δική μας σειρά εκπομπών στο BBC λέγεται Civilisations (Πολιτισμοί), με έναν προκλητικό πληθυντικό: δεν μιλάμε για έναν πολιτισμό, αλλά για πολλούς. Κι εδώ τίθεται ένα μεγαλύτερο ερώτημα σχετικά με το τι θεωρούμε ότι πιθανά είναι ο πολιτισμός. Μήπως είμαστε εμείς;
Το πρώτο επεισόδιο της σειράς Civilisation του Κένεθ Κλάρκ
Στο δεύτερο επεισόδιο της σειράς με τίτλο «Η εμφάνισή μας», εστιάζουμε κυρίως στα σώματα, σε μια προσπάθεια να διευρύνουμε τις γνώσεις μας σχετικά με τις πρώιμες απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής, χαρτογραφώντας όχι μόνο τους τρόπους που αυτή η απεικόνιση εξελίχθηκε, αλλά και τον διαρκώς εξελισσόμενο τρόπο με τον οποίο κοιτάζουμε το σώμα.
Προσπαθήσαμε να αναπαραστήσουμε την έκπληξη, το «σοκ του καινούργιου», όπως το είχε θέσει ο Ρόμπερτ Χιουζ σε μία άλλη γνωστή (βρετανική) σειρά, που αυτές οι κλασικές πλέον εικόνες του σώματος πρέπει να προκάλεσαν.
Τι αίσθηση προκαλούσε για παράδειγμα τον 4ο αιώνα π.Χ. το πρώτο γυναικείο γυμνό της Δύσης που σκαλίστηκε σε πραγματικές διαστάσεις;
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορά ένα τεράστιο άγαλμα που αναπαριστούσε τον φαραώ Αμενχοτέπ Γ', που έζησε τον 14ο αιώνα π.Χ., και βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο Λούξορ.
Χίλια πεντακόσια περίπου χρόνια αφού είχε ολοκληρωθεί, το 130 μ.Χ., το επισκέφθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Το άγαλμα είχε υποστεί βλάβες στο παρελθόν, γεγονός που το έκανε να παράγει συριστικούς ήχους ή να «τραγουδάει» την αυγή.
Μεταξύ των συνοδών του Αδριανού βρισκόταν και μία κυρία που σηκώθηκε μιαν αυγή μαζί με την αυτοκρατορική συντροφιά για να δει αυτή την τουριστική ατραξιόν που εντυπωσίαζε τους Ρωμαίους.
Μυστηριωδώς, το άγαλμα δεν πραγματοποίησε την αναμενόμενη περφόρμανς, μόνο αρκετές ημέρες αργότερα, σε επόμενη επίσκεψή τους, ακούστηκε κάποιος ήχος.
Η Ιουλία κατέγραψε την εμπειρία της σε ένα ποίημα, ομολογουμένως μηδαμινής αξίας, και το σκάλισε στο πόδι του μνημείου: ιδού μία από τις πρώτες κριτικές τέχνης που κυριολεκτικά έμεινε στην ιστορία.
Άλλοι παρατηρητές ήταν πιο καχύποπτοι, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Έλληνας περιηγητής Παυσανίας θεωρούσε πως πίσω από το μνημείο του Αμενχοτέπ κρύβονταν κάποια αγόρια με ξεκούρδιστη λύρα.
Οι επιγραφές αυτές είναι ενδιαφέρουσες όχι μόνο λόγω της ιστορίας, αλλά επειδή γεννούν γενικότερα ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία των πρώτων απεικονίσεων του σώματος.
Πολύ συχνά αντιμετωπίζουμε την αρχαία τέχνη ως κάτι παθητικό αντί για ενεργητικό, κάτι που κοσμεί τους τοίχους και τις βιτρίνες των σύγχρονων μουσείων και πινακοθηκών που προσπερνάει κανείς χωρίς να κοιτάξει στ' αλήθεια. Όμως πολλά αρχαία έργα τέχνης ήταν κάτι πολύ παραπάνω από «διακοσμητικά».
Για παράδειγμα κάποια λειτουργούσαν ως αναμνηστικά των νεκρών. Πολλά εισήγαγαν στον σύγχρονο κόσμο την ζωντανή παρουσία πολιτισμών που έχουν χαθεί.
Οι περιβόητοι πολεμιστές από πηλό που ενταφιάστηκαν με τον πρώτο αυτοκράτορα της Κίνας τον 3ο π.Χ. αιώνα, ήταν κατά κάποιον τρόπο ένας πραγματικός στρατός, ετοιμοπόλεμος ώστε να προστατεύσει τον ηγέτη του στο υπόγειο βασίλειο του. Οι αρχαίες εικόνες δρούσαν.
Γιατί είναι σημαντικό να τίθενται αυτά τα ερωτήματα; Διότι πιστεύω πως εξακολουθούμε να ζούμε με την κληρονομία τους.
Όπως ακριβώς η αρχαιοελληνική τέχνη εισήγαγε μια αδύνατη να επιτευχθεί, ιδεατή εικόνα για το κάλλος σε όσους έγιναν κοινωνοί της -πρόκειται για τον συνδυασμού καλού και αγαθού, με την τότε έννοια των λέξεων-, έτσι κι εμείς στον σύγχρονο κόσμο παλεύουμε με τις εξιδανικευμένες εικόνες των διαφημίσεων και των ταινιών, με τα κινούμενα σχέδια και τα βιντεοκλίπ. Μας απασχολεί το τι σημαίνει «είμαι ωραίος».
Από πολλές απόψεις είναι λίγα εκείνα που συνδέουν τις εξιδανικευμένες εικόνες του ανθρώπινου σώματος στα αγάλματα της αρχαίας Ελλάδας και τις εικόνες που μας κατακλύζουν σήμερα.
Όμως εδώ παρατηρεί κανείς με σαφήνεια την προέλευση του ορισμού της ομορφιάς του σώματος, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην Δύση, και πρόκειται για κάτι που αφενός θαυμάζουμε και αφετέρου μας στοιχειώνει.
Εδώ βρίσκουμε και τα πρότυπα που έχουν αποκλείσει από το να θεωρηθούν ωραία τα σώματα άλλης εθνοτικής ομάδας, χρώματος, σχήματος και μεγέθους. Η δυτική τυραννία του body image ξεκίνησε έτσι.
Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρώ ότι το τεράστιο και παράξενο κεφάλι των Ολμέκων δεν προξενεί μόνο ερωτήσεις και αποσταθεροποιεί τις εδραιωμένες πεποιθήσεις μας, αλλά γεννά και αισιοδοξία.
Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μπούμε στο πετσί των Ολμέκων ή να μάθουμε πώς έβλεπαν τα πράγματα. Ίσως όμως το να αντιμετωπίσουμε μια υπερήφανη παρέλαση εικόνων του σώματος τόσο διαφορετικών από εκείνες που έχουμε συνηθίσει να αποτελεί τον μόνο τρόπο για να σταθούμε απέναντι στο ερώτημα του πώς μοιάζουμε ή πως θα έπρεπε να μοιάζουμε.
To άρθρο αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του «How our western body image tyranny began with the ancient Greeks» της ακαδημαϊκού Mary Beard, όπως δημοσιεύτηκε στο Prospect Magazine
σχόλια