Το καλλιτεχνικό σύμπαν του Robert Wilson όσο και να προσπαθήσεις να το υποβιβάσεις, είτε γιατί σε ξενίζει ο έντονος φορμαλισμός του, είτε γιατί σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα η ψυχική αποστασιοποίησή του, είτε γιατί δεν μπορείς με την πρώτη εντύπωση ν' αποκρυπτογραφήσεις το υποδόριο (δραματικό) του χιούμορ, είναι γεγονός πως αποτελεί από μόνο του μια ολόκληρη καλλιτεχνική σχολή που σε καμιά περίπτωση δεν περνάει απαρατήρητη.
Στην περίπτωση των βιντεοπορτρέτων του που αυτό τον καιρό εκτίθενται στη Στέγη, αυτών των ιδιαζουσών ακίνητων-κινούμενων εικόνων, εικόνων που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα προσωπικοτήτων και απεικονίσεων και εικονογραφικών μεταδανείων (από την Ντίτα φον Τιζ μέχρι τον συγγραφέα Gao Xingjian και από την Καρολίνα του Μονακό μέχρι τον Μπραντ Πιτ), μια κυρίαρχη σκέψη μου καρφώθηκε.
Όπως ο Γούορχολ βάσισε ένα μεγάλο μέρος του έργου του στον ποπ σχολιασμό της φήμης, του χρήματος, της celebrity culture και του θανάτου, με τον δικό του τρόπο ο Wilson, και με τη σαφώς πολύ ιδιαίτερη αισθητική του, βαδίζει πάνω στους δρόμους που εξερεύνησε ο δαιμόνιος «πάπας» της ποπ αρτ (η διασημότητα, άλλωστε, ειδικά στην αμερικανική κλίμακα, αποτελεί την υπέρτατη διαδικασία θανατο-ποίησης). Πρέπει να απονευρωθείς ψυχικά για να γίνεις η μηχανή φήμης που απαιτεί το αμερικανικό σύστημα σχεδόν σε κάθε industry.
Η προσέγγιση του Wilson είναι αυτός ο ιδιάζων ποπ εστετισμός που συναντάει δύο βασικές καλλιτεχνικές αρχές. Την αρχή της απόχρωσης της πραγματικότητας και την αρχή της αβεβαιότητας. Στη σειρά αυτή των βιντεοπορτρέτων όλο αυτό έχει συμπυκνωθεί αριστοτεχνικά. Σημασία έχει να μυηθείς χωρίς να γνωρίζεις πολλά. Γι' αυτό και κατά τη γνώμη μου, ακόμα και να μην ξέρει κάποιος τα βιογραφικά στοιχεία όσων απεικονίζονται, μπορεί εξαιρετικά να αφομοιώσει το μυστικό που κρύβουν αυτά τα πορτρέτα και την αίσθηση που προκαλούν, είτε βλέποντάς τα ένα-ένα, είτε συνολικά ως εγκατάσταση.
Η φήμη είναι ένα χρυσό κλουβί. Είναι άλλη η ωμότητα του πραγματικού κόσμου κι άλλη του εικονικού. Ο διάσημος είναι ένα «ζώο» που τα δώρα αυτής της συνθήκης ναι μεν τα απολαμβάνει, αλλά νιώθει παράλληλα και την ιζηματοποίηση που επιφέρουν. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Wilson και το έχει εντάξει αριστουργηματικά σε ολόκληρο το έργο του. Η ουιλσονική καλλιέπεια, άλλωστε, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υποσημαίνει τη γδαρμένη και σπαράσσουσα ψυχή.
Την οποία μονάχα η (μεγάλη) τέχνη έχει την ικανότητα να εξερευνήσει, χωρίς να της στερήσει την ωμή δριμύτητα του σπαραγμού της.
[Aπό τον Πάνο Μιχαήλ για το τεύχος 337 της LiFO]
σχόλια