Στην έδρα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, οι επισκέπτες σκύβουν με προσοχή στα πολύτιμα κειμήλια. Η έκθεση με την οποία το μουσείο γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση ονομάζεται «Επανασύσταση», μια επιλογή που δεν είναι τυχαία, αφού το μουσείο γεννήθηκε στον απόηχο της 50ής επετείου από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Η έκθεση είναι αποτέλεσμα μιας πολύχρονης και κοπιαστικής προετοιμασίας και οι θεματικές της, από το υπόβαθρο και την προετοιμασία μέχρι τις συνέπειες και τη μνήμη του '21, είναι οργανωμένες με ακρίβεια, οδηγώντας τον επισκέπτη στις πτυχές και τις σελίδες της εθνεγερσίας.
Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης, «Άνθρωποι και Τόποι», τα πρόσωπα του Αγώνα παρουσιάζονται ανά δύο. Για να κατανοήσει κανείς την Επανάσταση, πρέπει να κατανοήσει ότι τα εδάφη, οι άνθρωποι και οι συνθήκες ζωής παρουσίαζαν τότε μια εικόνα που δύσκολα μπορούμε να αντιληφθούμε σήμερα. Η χώρα ήταν μακριά από το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν ορεινή και δύσβατη αλλά και γεμάτη νησιωτικές κοινότητες. Οι σημαντικές πόλεις, τα κέντρα διοίκησης, τα οχυρά μέρη, τα φυσικά περάσματα, τα σημαντικά λιμάνια, οι ακμαίες κοινότητες ήταν πολύ διαφορετικά.
Αντίστοιχα με τις «μικρές πατρίδες» τους, οι άνθρωποι παρουσίαζαν μια απίστευτη πολυμορφία. Πρόσωπα με ετερόκλητες καταβολές, καταγωγή, παιδεία, κοινωνική θέση, ακόμα και γλώσσα, είχαν κοινά σημεία την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και την αίσθηση του ραγιά. Συγκρίνοντάς τους, αναδεικνύονται οι διαφορετικοί κόσμοι που εκπροσωπεί ο καθένας, δικαιολογώντας το πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονταν το εγχείρημα που ανέλαβαν.
Ακολουθώντας τα βήματα που παρουσιάζουν ανά ζεύγη τα πρόσωπα της Επανάστασης, φτάνω στην προθήκη στην οποία πρωταγωνιστούν δυο γυναίκες, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Δόμνα Βισβίζη.
Οι δυο γυναίκες διακρίθηκαν στον θαλάσσιο αγώνα. Η Υδραία Λασκαρίνα Πινότση, σύζυγος των Σπετσιωτών καπετάνιων Δημήτρη Γιάννουζα και Δημήτρη Μπούμπουλη, έχασε και τους δυο συζύγους της σε συμπλοκές με πειρατές, κληρονομώντας μια τεράστια περιουσία που ξόδεψε στον Αγώνα.
Η μεγάλη κυρά των Σπετσών ήταν μια ατρόμητη γυναίκα που με το ξέσπασμα της Επανάστασης έσπευσε με το «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και συμμετείχε ισότιμα στις συσκέψεις των προκρίτων και των οπλαρχηγών στο Άργος. Πρόσφερε πλοία και πληρώματα για τον αποκλεισμό του Αργολικού Κόλπου, ανέλαβε τον ανεφοδιασμό των στρατοπέδων της Πελοποννήσου, ενώ το εκστρατευτικό της σώμα συμμετείχε στον αποκλεισμό της Μονεμβασιάς, στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς και στη μάχη στα Δερβενάκια.
Η όμορφη και δυνατή αρχικαπετάνισσα και αρχόντισσα της Θράκης με το ατρόμητο βλέμμα, στο τέλος της ζωής της, μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, πίκρες και απογοητεύσεις, θα πεθάνει μακριά από τη γενέτειρα γη, την Αίνο, πάμφτωχη και ξεχασμένη σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στον Πειραιά. Η ιστορία για πολλά χρόνια την άφησε αμνημόνευτη.
Η Δόμνα Βισβίζη, από την Αίνο της Θράκης, κατά την Επανάσταση ακολούθησε τον σύζυγό της Χατζή-Αντώνη Βισβίζη και τα πέντε παιδιά τους στις ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών. Με το μπρίκι «Καλομοίρα» στήριξαν τον αγώνα του Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική, έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Άθω, της Λέσβου και της Σάμου και το 1822 ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας, ανακόπτοντας την κάθοδο του Δράμαλη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ανέλαβε τη διοίκηση του πλοίου και συνέχισε τον αγώνα με δικά της έξοδα.
Η Δόμνα Βισβίζη από το 1823 αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες της. Παραχώρησε το πλοίο της στη διοίκηση, που το μετέτρεψε σε πυρπολικό. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και αντιμετώπισε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Η φήμη της ως «καταδρομέα του Αιγαίου» ξεπέρασε τα σύνορα και ενέπνευσε τη δημοτική ποίηση.
Τα διαβάζω αυτά στο Ιστορικό Μουσείο κάτω από την εικόνα της, μια ξυλογραφία που απεικονίζει μια νέα γυναίκα με έντονο βλέμμα. Πριν κάνω μια κουβέντα με τη Ρεγγίνα Κατσιμάρδου, ιστορικό και επιμελήτρια του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, αναζητώ πληροφορίες για την υποτιμημένη αυτή αγωνίστρια που, όπως πολλές άλλες γυναίκες, έμεινε στο περιθώριο της ιστορίας και καλούμαστε σήμερα, ξαναδιαβάζοντας την ιστορία, να την τοποθετήσουμε στη θέση που της αρμόζει.
Η όμορφη και δυνατή αρχικαπετάνισσα και αρχόντισσα της Θράκης με το ατρόμητο βλέμμα, στο τέλος της ζωής της, μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, πίκρες και απογοητεύσεις, θα πεθάνει μακριά από τη γενέτειρα γη, την Αίνο, πάμφτωχη και ξεχασμένη σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στον Πειραιά. Η ιστορία για πολλά χρόνια την άφησε αμνημόνευτη. Μόλις το 2005, η προτομή της τοποθετήθηκε δίπλα στους άλλους ήρωες της Επανάστασης στο Πεδίο του Άρεως.
«Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι για αποκρίσου,
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα,
την όμορφη, τη δυνατή, την Αρχικαπετάνα.
Πούχει καράβι ατίμητο και πρώτο μες στα πρώτα,
Καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο,
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι.
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει:
Την είδα, την απάντησα, σιμά στο Αγιονόρος,
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους...».
Έτσι υμνεί η λαϊκή μούσα τη Δόμνα Βισβίζη που γεννήθηκε στην Αίνο στην οικογένεια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα το 1783. Στα 25 της παντρεύτηκε τον Καπετάν Χατζή-Αντώνη Βισβίζη, με τον οποίο απέκτησε πέντε παιδιά, με το τελευταίο να γεννιέται μετά τον θάνατο του άντρα της.
«Η αγάπη μου για τη θάλασσα ήταν δυνατή από την ώρα που ένιωσα τον κόσμο. Κάτι με τραβούσε πάντα, σαν κάποιο δάχτυλο που σου γνέφει κι εσύ κοντοζυγώνεις ολοένα δίχως να ρωτάς τον νου. Τούτο το κάλεσμα ποτέ δεν το ένιωσα για τη γη μας. "Ούτε αγόρι να 'ταν γεννημένη!" λέγαν οι δικοί μου, λες και για ν' αγαπήσεις τη θάλασσα έπρεπε να είσαι σερνικό. Αν το 'λεγαν γι' άλλους λόγους, ναι, εκεί μπορεί να 'χαν δίκιο. Για τις σκανταλιές μου και για την αγριάδα που 'χα για κορίτσι. Ησυχία δεν έβρισκα», αφηγείται στο βιβλίο «Μ' ενάντιους ανέμους» της Άννας Γκέρτσου-Σαρρή.
Ο Βισβίζης, γράφει ο Κ. Διαμαντής, ήταν Φιλικός, πολύ πλούσιος, αλλά δεν τον αναφέρει ο Ι. Φιλήμων, ούτε ο Σέκερης στον κατάλογο των Φιλικών, όπως δεν αναφέρονται και άλλοι Φιλικοί Θρακιώτες.
Όταν στις 23 Μαρτίου 1821 ο Καπετάν Αντώνης Βισβίζης αρμάτωσε το καλύτερο από τα καράβια του, την «Καλομοίρα», ένα μπρίκι χτισμένο στην Οδησσό, με 14 κανόνια και με πλήρωμα 140 ναύτες και ξεκίνησε τον Αγώνα, η Δόμνα τον ακολούθησε. Πήρε μαζί της τα τέσσερα παιδιά της, τα οστά των προγόνων της, την εικόνα της Παναγίας και μια χούφτα χώμα από την Αίνο. Ήταν δίπλα του σε όλες τις ναυμαχίες, στη Σάμο, τη Λέσβο και τον Εύριπο, μέχρι τη στιγμή που ο Βισβίζης δολοφονήθηκε επάνω στο πλοίο του.
«17 Ιουνίου 1822 – Νηνεμία. Ημέρα Τρίτη, οκτώ ώρα νυκτός, έχασε τη ζωήν του από βόλι ο Καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Το κουμάντο του μπρικιού “Καλομοίρα” παίρνει η χήρα Δόμνα Βισβίζη» γράφει η Δόμνα στο ημερολόγιο του πλοίου.
Η Δόμνα γεννά μετά τον θάνατό του το πέμπτο παιδί τους και συνεχίζει μόνη της, ταγμένη στον αγώνα της απελευθέρωσης, διασχίζοντας τις ελληνικές θάλασσες και δίνοντας μάχες, πολιορκώντας την Εύβοια, καθηλώνοντας τα στρατεύματα του Ομέρ Πασά εκεί και εμποδίζοντας τη μεταφορά τους στη Στερεά Ελλάδα.
Με το μπρίκι της ενίσχυε τους μαχόμενους στην Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, μεταφέροντας πολεμοφόδια και στρατεύματα, εφοδίαζε τους επαναστατημένους στη Σκιάθο και τα άλλα νησιά της περιοχής και βομβάρδισε το τουρκικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια της Εύβοιας, εξασφαλίζοντας την επιτυχή απόβαση των Ελλήνων. Σε αυτήν τη μάχη τραυματίστηκε, ενώ λίγο έλειψε να χάσει το παιδί της, τον Θεμιστοκλή. Για τρία χρόνια αγωνιζόταν αψηφώντας κάθε κίνδυνο, ξοδεύοντας όλη της την περιουσία και ακούγοντας μόνο το «ελλείπουσιν οι πόροι».
Οι ιστορίες που φτάνουν μέχρι την εποχή μας περιγράφουν για μια γυναίκα ικανή, που ως μαχήτρια ενέπνεε τον σεβασμό των συμπολεμιστών της. Όταν οι αρχηγοί των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων της Στερεάς Ελλάδας ήθελαν να επιλύσουν ζητήματα του Αγώνα, αλλά και τις διαφορές τους, όριζαν ως τόπο συνάντησης το μπρίκι της Καπετάνισσας Δόμνας Βισβίζη.
Η γυναίκα που ο Υψηλάντης αποκαλούσε «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη», όταν το πλοίο της πάλιωσε το χάρισε στο ελληνικό κράτος που το μετέτρεψε σε πυρπολικό. Το πλοίο της έκανε το τελευταίο του ταξίδι στα στενά του Τσεσμέ και ήταν αυτό με το οποίο ο Πιπίνος ανατίναξε το πλοίο-θησαυροφυλάκιο του τούρκικου στόλου «Χανσέ Γκεμσί».
Η Βισβίζη εγκαταστάθηκε με τα πέντε ορφανά και ανήλικα παιδιά της αρχικά στο Ναύπλιο. Εκεί συνεταιρίζεται με έναν καλόγερο για να ανοίξει καφενείο, αλλά αυτός της κλέβει τα χρήματα. Αργότερα βρισκεται στην Ερμούπολη της Σύρου σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Πλήθος απατεώνων την εκμεταλλεύεται.
Στον λιμό του 1826 πεθαίνει και το ένα παιδί της. Η άλλοτε αρχόντισσα της Αίνου Δόμνα Βισβίζη ήταν αναγκασμένη, μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας, να ζήσει με τα παιδιά της τη μεγαλύτερη φτώχεια. Κατορθώνει να στείλει τον γιο της Θεμιστοκλή Δημήτριο να σπουδάσει στο Παρίσι, όπως έστελνε η κυβέρνηση και άλλα παιδιά αγωνιστών.
«…Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη όμως μεγίστη μ' αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ' ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν! Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου… Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολόγου χάνονται… Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι.
Της εξοχότητός της δούλη, η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη», γράφει στον Καποδίστρια.
Στα αρχεία του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου διαβάζουμε και την ιστορία του γιου της:
«Μεταξύ των νεαρών Ελλήνων που μετέβησαν στη Γαλλία για σπουδές ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Χατζή Αντώνη και της Δόμνας Βισβίζη. Ο Δημήτριος Βισβίζης κέρδισε τον θαυμασμό των Γάλλων και έγινε το αγαπημένο παιδί των φιλελληνικών κύκλων της πόλης, ενώ κυρίες της αριστοκρατίας, όπως η Juliette Récamier και η Laure Junot, δούκισσα του Abrantès, τον έθεσαν υπό την προστασία τους. Το 1826 η ζωγράφος Adèle Tardieu, εντυπωσιασμένη από την ομορφιά του, φιλοτέχνησε το πορτρέτο του, το οποίο λιθογραφήθηκε και πουλήθηκε υπέρ των Ελλήνων. Η λιθογραφία συνοδεύεται από μια αλληγορική σκηνή αποχαιρετισμού και τα υποτιθέμενα λόγια της μητέρας του, κατά την αναχώρησή του: "Η Γαλλία με τη γενναιοδωρία της θα σε υιοθετήσει, θα σε αναθρέψει, θα σε εκπαιδεύσει. Όταν επιστρέψεις ίσως δεν θα υπάρχω. Να θυμάσαι ότι οφείλεις να εκδικηθείς για τον πατέρα σου".
Το 1829, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έστειλε ο πρόεδρος της Societé Philanthropique en faveur des Grecs στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο νεαρός Βισβίζης σημείωνε μεγάλη πρόοδο στις σπουδές του, τις οποίες θα συνέχιζε ακόμα δύο χρόνια ως υπότροφος. Ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, επιμελής και φιλομαθής και θα ακολουθούσε τις φυσικές επιστήμες. Ο Βισβίζης, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διορίστηκε ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ από το 1845 έως και το 1876 χρημάτισε διοικητής Νάξου».
— Μέσα στην έκθεση για την επέτειο της Επανάστασης του 1821, στις γυναίκες που πήραν μέρος στον αγώνα, αθέατες και άγνωστες οι πιο πολλές, ξεχωρίζει και η περίπτωση της Δόμνας Βισβίζη. Από πού έχουμε αντλήσει κυρίως πληροφορίες για τη συμβολή της στον Αγώνα;
Εκτός από τις δευτερογενείς δημοσιευμένες μελέτες για τις γυναίκες του Αγώνα στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της ΙΕΕΕ, απόκειται το αρχείο της οικογένειας Βισβίζη που περιλαμβάνει έγγραφα σχετικά με τη δράση του Χατζή-Αντώνη Βισβίζη και της συζύγου του Δόμνας. Από αυτό το πρωτογενές υλικό είμαστε σε θέση να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για τη συμβολή τους στον Αγώνα.
Στο πολύτιμο αυτό σώμα εγγράφων διασώζεται ανάμεσα σε άλλα το συμφωνητικό που υπέγραψαν την 1η Σεπτεμβρίου 1822 οι Έφοροι της Εύβοιας «με την κυρά Χατζήνα Δόμνα, γυνή τοῦ ποτέ μακαρίτου Χ" Ἀντώνη» με το οποίο το καράβι της τίθεται «εἰς τὴν δούλευσιν τῆς πατρίδος», πιστοποιητικά των υπηρεσιών της υπογεγραμμένα από σημαντικούς οπλαρχηγούς της Επανάστασης, καθώς και η επιστολή της προς την επί των Ναυτικών εξεταστική επιτροπή, συνταγμένη στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1833, στην οποία εκθέτει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και ζητά οικονομική βοήθεια.
— Γιατί πιστεύετε ότι η Βισβίζη υποτιμήθηκε και έμεινε στο περιθώριο της ιστορίας;
Στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας έλαβαν μέρος χιλιάδες άνθρωποι, συνεισφέροντας άλλοι περισσότερα και άλλοι λιγότερα. Η ιστοριογραφία της Επανάστασης κατέγραφε για πολλές δεκαετίες τις ένδοξες στιγμές του πολέμου, τα κατορθώματα των οπλαρχηγών, τα πολιτικά γεγονότα, τα όσα συνέβησαν στο διπλωματικό πεδίο.
Η συμμετοχή των γυναικών στον Αγώνα υποτιμήθηκε και αγνοήθηκε από τους ιστοριογράφους του 19ου αλλά και των αρχών του 20ού αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σχετική μελέτη δημοσιεύεται από τη Σωτηρία Αλιμπέρτη μόλις το 1933. Πιστεύω όμως ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει μόνο έμφυλη διάσταση.
Σε αυτό το περιθώριο η Βισβίζη δεν ήταν μόνη της, τη συντρόφευαν χιλιάδες γυναίκες και άνδρες που συμμετείχαν στον Αγώνα, αλλά η δράση τους δεν θεωρήθηκε άξια λόγου, δεν υπηρετούσε την καταγραφή ενός ένδοξου αγώνα, γεμάτου κατορθώματα και ηρωισμούς. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο οι ιστορικοί αναζητούν εκείνες τις μικρές ιστορίες που φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της ιστορικής αυτής περιόδου και της δίνουν μια περισσότερο ανθρώπινη διάσταση.
Η Δόμνα Βισβίζη ακολούθησε τον σύζυγό της, Χατζή-Αντώνη Βισβίζη, στις ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών. Με το βρίκι «Καλομοίρα» στήριξαν τον αγώνα του Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική, έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Άθω, της Λέσβου και της Σάμου και το 1822 ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας, ανακόπτοντας την κάθοδο του Δράμαλη. Βιώνοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις από κοντά, απέκτησε πολεμική εμπειρία, η οποία αργότερα της φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, δεν δίστασε να αναλάβει η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και να συνεχίσει τον αγώνα με δικά της έξοδα. Το 1823, όταν αδυνατούσε πλέον να χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες της, αποφάσισε να παραχωρήσει στη Διοίκηση για τις ανάγκες του Αγώνα την τελευταία πιθανή πηγή εσόδων της, το πλοίο της, το οποίο μετατράπηκε σε πυρπολικό.
— Στα τεκμήρια που βρέθηκαν υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες για τη συμβολή της; Ποια είναι η δική σας ανάγνωση;
Τις αντιφατικές πληροφορίες που καταγράφονται συχνά στις δευτερογενείς πηγές έρχεται να φωτίσει το πρωτογενές αρχειακό υλικό. Στην περίπτωση της Βισβίζη, το αρχειακό υλικό που διαθέτουμε είναι σε θέση να μας αφηγηθεί την πορεία αυτής της γυναίκας, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανάγνωση των πηγών και η ερμηνεία τους οδηγούν σε πολλαπλά συμπεράσματα, ανάλογα με τα σημεία που κάθε μελετητής επιλέγει να συμπεριλάβει στην αφήγησή του.
Παρά τα μεγάλα ποσά που δαπανήθηκαν σε αποζημιώσεις, μεγάλος αριθμός αγωνιστών, αυτόχθονες και ετερόχθονες, άνδρες και γυναίκες, μαχητές της στεριάς και της θάλασσας, αγνοήθηκαν και δεν έλαβαν κανενός είδους ανταμοιβή για την προσφορά τους στον Αγώνα. Ανάμεσα σε αυτούς η Μαντώ Μαυρογένους, η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, ο Κάρπος Παπαδόπουλος, ο Παναγιώτης Σέκερης και πολλοί άλλοι.
— Για τη Βισβίζη ισχύει ότι η πατρίδα δεν αναγνωρίζει πάντα τους ανθρώπους που προσέφεραν; Και ποιες είναι οι άλλες τρανταχτές περιπτώσεις;
Το ζήτημα της αποζημίωσης των αγωνιστών τέθηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Οι αγωνιστές φρόντιζαν να εφοδιάζονται με έγγραφα που θα αποδείκνυαν αργότερα την προσφορά τους. Παρά τις σχετικές υποσχέσεις, η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Το νέο κράτος δεν ήταν σε θέση να ανταμείψει την προσφορά τους στον βαθμό που επιθυμούσαν, καθώς αδυνατούσε να αποζημιώσει οικονομικά έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Το σύστημα που δημιουργήθηκε, το οποίο περιελάμβανε απονομές συντάξεων, παραχωρήσεις γαιών, προικοδοτήσεις και διορισμούς σε δημόσιες θέσεις, συνδέθηκε τελικά με πολιτικές εξυπηρετήσεις και όχι μόνο δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα, αλλά ενέτεινε τη δυσαρέσκεια των παλαιμάχων και των συγγενών τους. Η αποκατάστασή τους απασχόλησε τις κυβερνήσεις για δεκαετίες. Ακόμα και όταν οι πρώτοι άρχισαν να εκλείπουν, οι απόγονοί τους διεκδικούσαν, αν όχι την υλική αποκατάσταση, τουλάχιστον την ηθική.
Παρά τα μεγάλα ποσά που δαπανήθηκαν σε αποζημιώσεις, μεγάλος αριθμός αγωνιστών, αυτόχθονες και ετερόχθονες, άνδρες και γυναίκες, μαχητές της στεριάς και της θάλασσας, αγνοήθηκαν και δεν έλαβαν κανενός είδους ανταμοιβή για την προσφορά τους στον Αγώνα. Ανάμεσα σε αυτούς η Μαντώ Μαυρογένους, η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, ο Κάρπος Παπαδόπουλος, ο Παναγιώτης Σέκερης και πολλοί άλλοι.
— Αν τη χαρακτηρίζατε σήμερα, τι θα λέγατε γι' αυτή;
Έχοντας στη διάθεσή μας πληροφορίες που αφορούν μόνο τη δράση της κατά τη διάρκεια του Αγώνα, θα μπορούσαμε μόνο να υποθέσουμε ότι η Βισβίζη ήταν μια γυναίκα της εποχής της, που πιθανότατα πριν το ξέσπασμα του πολέμου ασχολούταν με όλα εκείνα που απέρρεαν από τον κοινωνικό της ρόλο.
Ωστόσο, η εμπόλεμη κατάσταση ανατρέπει κάθε βεβαιότητα του παρόντος και οδηγεί τον άνθρωπο στην ανάδειξη χαρακτηριστικών που πιθανότατα μέχρι τότε αγνοούσε ότι διαθέτει. Η Βισβίζη, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του Αγώνα, δεν δίστασε να υπερβεί τα όρια που η εποχή επέβαλε στο φύλο της, ήταν δυναμική, οργανωτική, θαρραλέα και γενναιόδωρη.
Από τα έγγραφα του αρχείου της Δόμνας Βισβίζη
Έγγραφο υπ’ αρ. 19422
Συμφωνητικό μεταξύ των Εφόρων της Εύβοιας με την «κυρά Χατζήνα Δόμνα, γυνή του ποτέ μακαρίτου Χ" Αντώνη». Το καράβι της τίθεται «εις την δούλευσιν της πατρίδος και υποταγήν του τόπου, ομού και πολυορκίαν του Ευρίπου». 1822, Σεπτεμβρίου 1.
Διά του παρόντος ημών συμφωνητικού και αποδεικτικού κανδράτου δείλον γίνεται παρ’ ημών των εφόρων και πάντων των προκρίτων του τόπου, ότι εσυμφωνήσαμεν με την κυρά Χατζήνα Δόμνα, γυνή του ποτέ μακαρίτου Χ“ Αντώνη, και εκρατήσαμεν εις την πολιορκίαν της Ευρίπου. Διά να λαμβάνη παρ’ ημών μηνιαίον μισθόν γρ: των αριθμών Νο 1500: χίλια πεντακόσια, δια να απαντά τα έξοδα του καραβιού. Εξών από τζεπχανέδες [;] η συμφωνία μας γέγονα και επροσδιωρίσθη, αμφοτέρων των μερών, το να σταθή εις αυτήν την δούλευσιν της νήσου Ευβοίας, και πολιορκίαν της Ευρίπου, σχεδόν μήνας έξη. Και του μηνός ερχομένου, αφεύκτως να λαμβάνη το μηνιαίον το ως άνωθεν εσημειώθη. Προς τούτοις γίνεται μεταξύ ημών και υμών ετέρα συμφωνία, ότι αν κατά τύχην ποτέ ήθελε μετανοήση το εν μέρος, και δεν θέλει να σταθή εις αυτά τα συμφωνηθέντα κονδράτα, να πλερώνη ο μετανοών το άλλο αμετανόητον μέρος, γρόσια τον αριθμόν ν:6000 δηλαδή χιλιάδες έξη διό και το παρόν μας ενυπόγραφον γέγονε και εδόθη ταις χερσίν αυτής εις πιστοποίησιν και ασφάλειαν.
1822, Σεπτεμβρίου 1
Οι Έφοροι της Εύβοιας
Έγγραφο υπ’ αρ. 19424
Πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον στρατηγό Διαμαντή Νικολάου Ολύμπιο, τους προκρίτους του κοινού της νήσου βορείου Ευβοίας και τους πολεμικούς επιτρόπους, προς την «Καπετάν Χατζή Βισβίζαινα» για τις υπηρεσίες στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Δίδεται το παρόν τη καπετάν Χατζή Βισβίζαινα εκ Λίμνους, προς εμπίστωσιν παντός, ότι εν όσω καιρώ εδούλευσε, τόσον ζων ο μακαρίτης, όσον και μετά τον θάνατόν του, το πλοίον του εις την νήσον Εύβοιαν, κατά το βόρειον μέρος, (τον οποίον καιρόν μαρτυρούσι τα έγγραφα) εδούλευσε με ειλικρίνειαν και πατριωτικόν ζήλον, χωρίς να παρακούσωσι των προσταγών και χωρίς να βλάψωσι την νήσον, αλλ’ ουδένα κάτοικον, ή πάροικον εις το παραμικρόν ως καλώς δουλεύσαντες μαρτυρούνται παρ’ εμού δι’ ένδειξιν.
Τη 12η Ιουλίου 1823. Εν Ξηροχωρίω.
Ο στρατηγός Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος
Οι πρόκριτου του κοινού της νήσου βορείου Ευβοίας και οι πολεμικοί επίτροποι
Έγγραφο υπ’ αρ. 19425
Αντίγραφο πιστοποιητικού υπηρεσιών της Δόμνας Βισβίζη, υπογεγραμμένο από τους Γεώργιο Αινιάν και Αδάμ Δούκα. Ναύπλιο, 8 Απριλίου 1826.
Κατά το 1822 έτος τη 2 Απριλίου, ήλθεν ο Χ. Αντώνης Βισβίζης από τον Όλυμπον εις λιθάδα της Εύβοιας, όπου διέτριβεν η κεντρική διοίκησις του Αρείου Πάγου, και εσυμφωνήθη από αυτήν να σταθή με το πλοίον του εις την πολιορκίαν του φρουρίου της Ευρίπου. Αποθανόντος δεν του Χ. Βισβίζη κατά την 21 Ιουνίου, εδιοίκει επιτροπικώς το πλοίον με διαταγήν του Αρείου Πάγου ο κ. Σταυρής μέχρι τέλους Αυγούστου. Από δεν αρχάς Σεπτεμβρίου έως ότου ανεχώρησεν ο Άρειος Πάγος περί τα τέλη του Ιανουαρίου, εφύλαξε την πολιορκίαν του φρουρίου με ιδιαιτέραν συμφωνίαν της γυναικός του αποθανόντος Χ. Βιζβίζη με την τοπικήν εφορίαν, κατά την οποίαν συμφωνίαν διέμεινε και με την αναχώρησιν του Αρείου Πάγου. Έλαβε δε γρόσια από τον Άρειον Πάγον 400 όσον ενθυμούμεθα, τα οποία νομίζομεν ότι είναι και περασμένα εις τον λογαριασμόν του Αρείου Πάγου, όστις ευρίσκεται εις το υπουργείον της Οικονομίας. Ίσως είναι και περισσότερα. Από δε την Εφορίαν δεν ηξεύρομεν τι έλαβε. Και εις βεβαίωσιν των ανωτέρω δίδομεν το παρόν και υποφαινόμεθα.
Εν Ναυπλίω τη 8 Μαρτίου 1826
Γεώργιος Αινιάν
Αδάμ Δούκας
Έγγραφο υπ’ αρ. 19433
Επιστολή της Δόμνας Βισβίζη προς την επί των Ναυτικών εξεταστική επιτροπή. Ναύπλιο, 24 Ιουλίου 1833.
Τον Απρίλιο του 1833 συστάθηκε με το βασιλικό διάταγμα περὶ τῆς ἐξετάσεως τῶν ἀτομικῶν ἐκδουλεύσεων τῶν μέχρι τοῦδε ἀξιωματικῶν τοῦ Ναυτικοῦ ειδική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Α. Μιαούλη, Γ. Σαχτούρη, Γ. Ανδρούτσο, Α. Ν. Αποστόλη, Κ. Κανάρη, Α. Γ. Κριεζή και Η. Θερμησιώτη. Ανάμεσα στα αιτήματα που δέχθηκε η επιτροπή ήταν και αυτό της συζύγου του καπετάν Αντωνίου Βισβίζη, Δόμνας, η οποία μετά τον θάνατό του ανέλαβε τη διακυβέρνηση και τη συντήρηση του πληρώματός του βρικίου τους, «Καλομοίρα». Απευθυνόμενη προς τα μέλη της επιτροπής γράφει: […] ἀγωνισθέντες μὲ τὸν διακριθέντα ζῆλον καὶ τιμήν ὑστερήθημεν τῆς καταστάσεώς μας … Ἐγκαταλελειμένοι δέκα περίπου χρόνους εἰς τὴν διάκρισιν τῆς δυστυχίας καὶ τῶν δεινῶν τοῦ καιροῦ περιστάσεων, ἀπροστάτευτοι ἀπὸ τὸ ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον οἰκειοθελῶς ἐθυσιάσμεν τὴν κατάστασή μας, καὶ άβοήθητοι ἀπὸ οἰκείαν τινα συνδρομήν καταφεύγομεν εἰς τὴν πατριωτικήν συμπάθειαν τῶν συγκροτούντων τήν Σ. Ἐπιτροπήν Μελῶν.… παρακαλοῦμεν νὰ λάβουν οἶκτον εἰς τὴν ἀδύνατον θέσιν μας, καὶ νά μας συστήσουν ὅπως καὶ ὅπου ἀνήκει, διὰ νὰ λάβωμεν … τὴν ἱκανοποίησιν τῶν δικαιωμάτων μας.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Μέγαρο Παλαιάς Βουλής
Πλατεία Κολοκοτρώνη, Σταδίου 13, Αθήνα, 210 3237617
Ώρες λειτουργίας: Τρ.-Κυρ. 8:30-14:30, Δευ. κλειστά