Το προσφυγικό ζήτημα, από τα πλέον ακανθώδη της εποχής, δεν είναι κάτι πρωτόφαντο ιστορικά για τον τόπο που ζούμε. Δεν είναι μόνο το «εμβληματικό» '22, οπότε η Ελλάδα των 5 εκ. κατοίκων υποδέχτηκε 1,4 εκ. πρόσφυγες –όχι πάντα με ανοικτές αγκάλες, παρότι ομογενείς και ομόθρησκοι– με καταλυτικές συνέπειες στην πληθυσμιακή σύνθεση, την κουλτούρα, την ανάπτυξη, την παραγωγή, την πολιτική της σκηνή ακόμη. Το προσφυγικό υπήρξε σύμφυτο με τον νεοελληνικό εθνικό βίο ήδη από τα πρώτα επαναστατικά χρόνια και συνέχισε να τον απασχολεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ύπαρξής του. Πλήθος οικισμών ή αστικών συνοικιών αποτελούν εξέλιξη παλιότερων προσφυγικών συνοικισμών, μάλιστα η Ελλάδα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε την ιδιότητα του πρόσφυγα (1916).
Κάτι άλλο που αναδεικνύει το βιβλίο «Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940: Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση» του Νίκου Ανδριώτη, που εκδόθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, είναι οι αξιοσημείωτες αναλογίες ανάμεσα στις προσφυγικές ροές από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη –με την Ελλάδα να αποτελεί σημαντικό «σταυροδρόμι»– με εκείνες του Μεσοπολέμου ή μετά τον Β' Παγκόσμιο «ως προς τα αίτια, τις συνθήκες μετακίνησης και προσωρινής εγκατάστασης, την αντιμετώπιση από τους κατοίκους των χωρών υποδοχής όσο και από την πλευρά των μετακινούμενων ως προς την ιδιαίτερη και διαχρονική εκείνη αίσθηση του πρόσφυγα που νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή ο συγγραφέας του εν λόγω πονήματος.
Οι Πέντε Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα προσπάθησαν να χαλκεύσουν μια εικόνα ενότητας του ελληνισμού παρά τις τοπικές αντιπαλότητες, όταν όμως στο Σύνταγμα του 1844 τεθεί για πρώτη φορά το ερώτημα ποιος ορίζεται ως Έλληνας πολίτης θα υπάρξει αντιπαράθεση αυτοχθόνων-ετεροχθόνων. Όχι επειδή αμφισβητούνταν η «ελληνικότητα» των μεν ή των δε, αλλά επειδή η ιδιότητα αυτή ήταν προϋπόθεση για διορισμό στο δημόσιο.
Με προσφυγικές ρίζες και ο ίδιος (η οικογένεια του πατέρα του ήρθε από τη Σμύρνη μετά το '22), ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης ασχολείται τρεις δεκαετίες τώρα με το αντικείμενο, κείμενό του για το προσφυγικό περιλαμβάνεται μάλιστα στα Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας της Γ' Λυκείου.
Εκτός από πολύτιμα στοιχεία και ντοκουμέντα, η έκδοση περιλαμβάνει επίσης δημοσιεύματα εποχής, μαρτυρίες –συγκινητικές όσο και συγκλονιστικές στη διαχρονική τους διάσταση–, ένα παράρτημα για τις μετακινήσεις ομογενών από και προς την Ελλάδα μετά τον Β' Παγκόσμιο, ένα ακόμα για το προσφυγικό ως διεθνές ζήτημα καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
— Πώς προέκυψε αυτή η έκδοση;
Αρχικά ήταν να εκδοθεί ένα μικρό βιβλίο αλλά θεωρήθηκε ότι θα ήταν καλύτερο να γίνει κάτι πιο ευρύ κι έτσι προέκυψε ένα εγχειρίδιο που φιλοδοξεί να καλύψει το προσφυγικό ζήτημα συνολικά στη νεότερη ελληνική ιστορία, ένα «πανόραμα» του προσφυγικού με έμφαση στην περίοδο 1821-1940, αλλά που μαζί με το επίμετρο επεκτείνεται ως τις μέρες μας με αναφορές και στη διεθνή του διάσταση.
— Αυτό που εξαρχής διαπιστώνει κανείς είναι ότι το προσφυγικό ζήτημα είναι σύμφυτο με το νεοελληνικό κράτος και το απασχόλησε επανειλημμένα στη διάρκεια της ιστορίας του ήδη από την ίδρυσή του.
Ακριβώς. Οι πρώτοι πρόσφυγες καταφθάνουν στις ελεύθερες περιοχές από τα μικρασιατικά παράλια τον Ιούνιο του 1821. Είχαν εκδιωχθεί ή φύγει αυτοβούλως ενόψει των σκληρών οθωμανικών αντιποίνων που προκάλεσε η Επανάσταση αλλά και οι επιδρομές Ψαριανών και Σαμιωτών στη μικρασιατική ακτή. Άλλοι πρόσφυγες προέρχονται από περιοχές στις οποίες τα επαναστατικά κινήματα καταπνίγηκαν, όπως στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, άλλοι πάλι από τόπους που δεν συνέβη ξεσηκωμός αλλά υπήρχε έντονο ελληνικό στοιχείο, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Κύπρος, και οι κάτοικοι φοβήθηκαν κλιμάκωση των σφαγών.
Υπάρχουν έπειτα και οι εσωτερικοί πρόσφυγες, ιδίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Το Ναύπλιο ως οιωνεί πρωτεύουσα των επαναστατών συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό προσφύγων, πολλοί από τους οποίους ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Το 1825 έχουμε δύο καταγραφές των οικογενειών που ζούσαν στην πόλη και τα περίχωρα από όπου προκύπτει ότι από τις 2.000 οικογένειες μόλις οι 66 ήταν «γηγενείς». Ένα άλλο «hot spot» της εποχής ήταν η Αίγινα, όπου η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων ήταν πρόσφυγες. Άλλα νησιά, ωστόσο, όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, τους απέφυγαν εντέχνως.
— Πώς αντιμετώπισαν οι επαναστατικές αρχές το θέμα των προσφύγων;
Οι πρόσφυγες αυτοί δέχθηκαν κάποια περίθαλψη, σύστησαν μάλιστα και οι ίδιοι επιτροπές για να αποκτήσουν μέσα συντήρησης, να βρουν τόπο εγκατάστασης ή να μαζέψουν χρήματα ώστε να απελευθερώσουν αιχμάλωτους συμπατριώτες τους. Έχουμε επίσης από πολύ νωρίς προσφυγικά «λόμπι», όπως των Σουλιωτών, που ερχόμενοι το 1823 από τα Ιόνια νησιά ζήτησαν να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι Αιτωλοακαρνανίας όπου υπήρχαν εθνικά κτήματα, πρώην μουσουλμανικές περιουσίες δηλαδή. Όμως οι ντόπιοι αντέδρασαν και το σχέδιο ματαιώθηκε – είναι η πρώτη σχετική καταγεγραμμένη περίπτωση. Το ίδιο συνέβη και με τους Ψαριανούς πρόσφυγες που είχαν ζητήσει αρχικά να εγκατασταθούν στον Πειραιά για να καταλήξουν αργότερα στην Εύβοια (Νέα Ψαρά ή Οθωνούπολη).
Στη Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας διαμορφώθηκαν ομάδες πίεσης από πρόσφυγες για την προώθηση των αιτημάτων τους. Ορίστηκε να δημιουργηθεί ένας οικισμός προσφύγων στον Ισθμό με το όνομα Νέα Σμύρνη, απόφαση που τελικά δεν υλοποιείται, υπάρχει όμως κι ένα σημαντικό ψήφισμα όπου το ελληνικό έθνος προσκαλεί όσους ομόδοξους επιθυμούν να έρθουν και να εγκατασταθούν στα απελευθερωμένα εδάφη με την υποσημείωση «να μην παραμεριστούν τα δίκαια των γηγενών», ώστε να αποφευχθούν τυχόν αντιδράσεις.
Ο πρώτος οργανωμένος προσφυγικός οικισμός της εποχής είναι η Πρόνοια έξω από το Ναύπλιο (1831). Υπήρχε βέβαια το προηγούμενο της Ερμούπολης στη Σύρο (1822) που ίδρυσαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες, Χιώτες κυρίως – έξι χρόνια μετά, το 1828, είχε 14.000 κατοίκους, εκκλησία και νοσοκομείο.
— Οι σχέσεις των προσφύγων με τους αυτόχθονες;
Οι Πέντε Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνα προσπάθησαν να χαλκεύσουν μια εικόνα ενότητας του ελληνισμού παρά τις τοπικές αντιπαλότητες, όταν όμως στο Σύνταγμα του 1844 τεθεί για πρώτη φορά το ερώτημα ποιος ορίζεται ως Έλληνας πολίτης θα υπάρξει αντιπαράθεση αυτοχθόνων-ετεροχθόνων. Όχι επειδή αμφισβητούνταν η «ελληνικότητα» των μεν ή των δε, αλλά επειδή η ιδιότητα αυτή ήταν προϋπόθεση για διορισμό στο δημόσιο – άλλωστε οι αυτόχθονες πίστευαν πως έχουν δικαιωματικά τα πρωτεία στην ιδιότητα αυτή, άσχετα που κι από τους πρόσφυγες αρκετοί είχαν συμμετάσχει στον Αγώνα αλλά και στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Μια αντιπαράθεση που θα επαναληφθεί το 1922 οπότε και θα αναδειχθεί σε μεγαλύτερη έκταση.
Επικρατούσε κι επικρατεί, βλέπετε, ακόμα σε πολλούς η λογική ότι ναι μεν είμαι φιλάνθρωπος και συμπαραστέκομαι σε κάθε ανέστιο και κατατρεγμένο, πόσο μάλλον αν είναι ομοεθνής, όχι όμως να έχουμε ίσα κι όμοια δικαιώματα! Υπήρχαν από την άλλη και μεγάλες προσφυγικές κοινότητες με ένοπλα σώματα, όπως οι Κρητικοί και οι Θεσσαλοί, που όχι σπάνια έθεταν αξιώσεις και δημιουργούσαν προβλήματα στις περιοχές όπου εγκαθίσταντο. Στις Σποράδες κυρίως οι δεύτεροι και στα κυκλαδίτικα νησιά οι πρώτοι, μεταξύ 1824-1827 που ήταν αραιοκατοικημένα και μακριά από τα κέντρα εξουσίας – στην Πελοπόννησο, πρέπει να πούμε, ήταν πιο «φρόνιμοι».
Από την Κρήτη εισέρχεται και δεύτερο μαζικό προσφυγικό ρεύμα μετά το 1830 και σε κάποια νησιά των Κυκλάδων αρνούνται να δεχτούν ακόμα και γυναικόπαιδα εξαιτίας της προηγούμενης εμπειρίας τους. Σώζονται μάλιστα και σχετικές επιστολές Κυκλαδιτών δημογερόντων προς τις αρχές με τις οποίες τους ζητούν προστασία. Εν τέλει οι περισσότεροι πρόσφυγες καταλήγουν στην Πελοπόννησο. Οι Κρητικοί πρόσφυγες είναι οι πρώτοι που αποκαθιστά ο Καποδίστριας στην Αργολίδα –παρότι κι εκεί υπήρχαν αντιδράσεις– ακριβώς επειδή, εκτός του μεγάλου αριθμού τους, ήταν και «μπελάς» για τις αρχές!
Η αποκατάσταση των προσφύγων συνεχίστηκε επί Όθωνα οπότε καλούνται ακόμα και Ευρωπαίοι να εγκατασταθούν στην αραιοκατοικημένη Ελλάδα ώστε και ο πληθυσμός να μεγαλώσει και η αγροτική παραγωγή να αυξηθεί. Στο δυτικό τμήμα του Πειραιά θα εγκατασταθούν Χιώτες, στη Φθιώτιδα Μακεδόνες πρόσφυγες ιδρύουν τη Νέα Πέλλα. Σουλιώτες και άλλοι Ηπειρώτες εγκαθίστανται στην Κυλλήνη. Η εγκατάσταση προσφύγων στα ελεύθερα εδάφη σταματά ουσιαστικά τη δεκαετία του 1840. Το β' μισό του 19ου αιώνα θα έχουμε περιορισμένα προσφυγικά ρεύματα που προέρχονται από τοπικές εξεγέρσεις με μεγαλύτερο αυτό της αποτυχημένης Κρητικής Επανάστασης του 1866.
— Η επόμενη μεγάλη –και εμβληματική– προσφυγική κρίση είναι νομίζω αυτή του 1922.
Η μεγαλύτερη σίγουρα, όχι όμως η πρώτη σοβαρή του 20ού αιώνα. Το 1906 ο ανταγωνισμός Ελλάδας-Βουλγαρίας στα Βαλκάνια θα δώσει προσφυγικές μετακινήσεις ενώ πρόσφυγες θα δημιουργήσει και ο ανταγωνισμός Ελλάδας-Ρουμανίας για το ζήτημα των Βλάχων. Καταφθάνουν τότε στον ελλαδικό χώρο κάπου 10.000 άνθρωποι από Βουλγαρία, Ρουμανία και Ανατολική Ρωμυλία. Γίνεται μάλιστα μια συγκροτημένη προσπάθεια οι εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες να εγκατασταθούν στον Βόλο, όπου δημιουργείται η Νέα Αγχίαλος και άλλοι οικισμοί στη Θεσσαλία.
Το 1907 δημιουργείται ο πρώτος ειδικός οργανισμός για πρόσφυγες, το Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο. Δίνονται επίσης άτοκα δάνεια σε επαγγελματίες και άλλα δικαιώματα, χάνουν όμως κάθε δυνατότητα αποκατάστασης όσοι τυχόν εγκατέλειπαν τον κλήρο ή άλλη απασχόλησή τους για την οποία είχαν επιδοτηθεί. Την ίδια εποχή επιστρέφουν στο εθνικό κέντρο και Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι από τον 19ο αιώνα στη Ρωσία και αλλού.
— Προσφυγικές ροές είχαμε εξάλλου και στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Πράγματι, έρχονται πρόσφυγες από τη περιοχές που κατακυρώθηκαν στη Βουλγαρία ή τη Σερβία. Η ύπαρξη πολυπολιτισμικών εστιών, χαρακτηριστικό στην Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν είναι πια εύκολη, καθώς κυριαρχεί ο εθνικισμός. Το 1914 ξεκινούν και οι πρώτοι διωγμοί Ελλήνων στη Μικρασία, δίπλα ή και μέσα στις κοινότητες των οποίων εγκαθίστανται δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια. Δημιουργούνται προστριβές ενώ ο Τύπος ξεκινά μια μεγάλη ανθελληνική προπαγάνδα διαδίδοντας ότι οι Έλληνες της Μικρασίας θα γίνονταν «Πέμπτη Φάλαγγα» αν η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ – η Υψηλή Πύλη είχε συμμαχήσει με τις Κεντρικές Δυνάμεις και ο Γερμανός αρχιστράτηγος των Οθωμανών Σάντερς ήδη προέτρεπε να εκκενωθούν από τους Έλληνες τα παράλια.
Περί τις 10.000 πρόσφυγες θα έρθουν κι από τη Βόρειο Ήπειρο μετά το '14, όταν η περιοχή που είχαν καταλάβει οι Έλληνες περιλαμβάνεται στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, ενώ άλλοι τόσοι περίπου εγκαταλείπουν τα Δωδεκάνησα μετά το '12 όταν τα προσαρτούν οι Ιταλοί. Το '14 έχουμε μεγάλη οικιστική αστάθεια στη Θράκη, Δυτική και Ανατολική, και τη Δυτική Μικρασία με κάπου 200.000 πρόσφυγες να έρχονται στην Ελλάδα και άλλους να μετακινούνται μόνοι τους ή να μετατοπίζονται βιαίως σε άλλες περιοχές. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος διωγμός πριν το '22.
— Ποιοι επίσημοι φορείς συνδράμουν τους πρόσφυγες;
Τον 19ο αιώνα με το προσφυγικό ασχολούνται τα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους όμως δημιουργούνται ειδικοί οργανισμοί για τους πρόσφυγες που έχουν καταφθάσει κυρίως στη Μακεδονία, εποικίζοντας εγκαταλειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά. Έχει ήδη γίνει συνείδηση η φροντίδα της δημόσιας υγείας σε διεθνή στάνταρ, οπότε οι νεοεισερχόμενοι υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις και καραντίνα.
— Μια πρακτική που έχει επίσης αναλογίες με το σήμερα, ταυτόχρονα με τον φόβο κάποιων αυτοχθόνων για ενδεχόμενες «υγειονομικές βόμβες».
Ακριβώς. Αλλά η προσφυγιά δεν σταματά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου έχουμε προσφυγικά κύματα από Πόντο και Προποντίδα, κατά κύριο λόγο μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, το φθινόπωρο του 1916, αλλά και από τη Ρωσία μετά το 1919, καθώς οι εκεί Έλληνες είχαν πέσει σε δυσμένεια λόγω της συμμετοχής ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην εκστρατεία της Κριμαίας. Είναι η πρώτη φορά που θα έχουμε οργανωμένες αποστολές με πλοία, στρατιωτικούς γιατρούς και υπαλλήλους του υπουργείου Περιθάλψεως –επικεφαλής, μάλιστα, μιας από αυτές τις υπηρεσίες ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης– σε λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας για την περισυλλογή των προσφύγων, εικόνα που επαναλήφθηκε το 1989-90, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και τον εμφύλιο που ξέσπασε στη Γεωργία.
Το 1916 επίσης αναγνωρίζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά, θα λέγαμε, πανευρωπαϊκά η ιδιότητα του πρόσφυγα, με τον καθορισμό διαδικασίας πιστοποίησής της και τη χορήγηση ειδικού βιβλιαρίου. Μάλιστα, αν και ακούγεται πολύ προχωρημένη για την εποχή η παραχώρησή του σε «ανεξαρτήτως εθνικότητας πρόσφυγες», αυτό συνέβη για να καλυφθούν οι εκ Ρωσίας προερχόμενοι. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το υπουργείο Περιθάλψεως εκδίδει οδηγίες συμπεριφοράς των υπαλλήλων του απέναντι στους πρόσφυγες. Πριν φτάσουμε στο '22 –και αυτό επιδιώκει να δείξει το παρόν πόνημα– έχει ήδη αναπτυχθεί μια ολόκληρη κουλτούρα απέναντι στο προσφυγικό, ένα «know how» που θα αποδειχθεί πολύτιμο στη συνέχεια. Φανταστείτε ότι μόνο για την εγκατάσταση των προσφύγων από τη Βουλγαρία (1906-1911) εκδόθηκαν 600 νομοθετήματα!
Η σχετική νομοθεσία μέχρι το 1919 καλύπτει ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων, από την άφιξη και την υποδοχή των προσφύγων, την περίθαλψη, την παροχή βοηθημάτων, τη γεωργική εγκατάσταση με την παροχή όχι μόνο κλήρου αλλά επίσης εργαλείων, σπόρων, χρημάτων για την κάλυψη των πρώτων εξόδων, τη στέγαση σε επιταγμένα οικήματα ή την ενοικίαση οικιών για οικογένειες προσφύγων (κάτι ανάλογο με τα σημερινά προγράμματα για τους πρόσφυγες από Συρία και αλλού), καθώς και την ίδρυση προσφυγικών συνοικισμών στη Θεσσαλονίκη (1914 Λεμπέτ, 1917 Τριανδρία).
Υπήρξε επίσης μέριμνα να μετακινηθούν ώστε να βρουν εργασία, εποχική ή μόνιμη, να πάρουν άτοκα δάνεια από την Εθνική Τράπεζα, να πολιτογραφηθούν Έλληνες με την εγγραφή στα μητρώα αρρένων και τα δημοτολόγια και στη συνέχεια στους εκλογικούς καταλόγους. Και όταν ήλθε η ώρα να επιστρέψουν στις εστίες τους στη Θράκη και τη Μικρασία, η παλιννόστησή τους έγινε οργανωμένα από το υπουργείο Περιθάλψεως, το 1919 και το 1920.
— Υπήρξαν δηλαδή μέριμνα και υποδομές.
Σαφώς. Η αντιμετώπιση του προσφυγικού το '22 δεν προκύπτει «τυχαία», υπάρχει προηγούμενο. Έτσι μπόρεσε, παρά τα επί μέρους προβλήματα και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, να υλοποιηθεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του νεοελληνικού κράτους, που ήταν ακριβώς η υποδοχή και η ενσωμάτωση κάπου 1.4 εκ. προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Βεβαίως υπήρχαν και αντίστροφα προσφυγικά ρεύματα όπως των Τουρκοκρητικών που περάσανε κι αυτοί δύσκολα όταν κατέφυγαν στην Τουρκία. Αναγκάστηκαν να αλλάξουν τα επίθετα τους, που ήταν σε –άκης, κάποιοι δεν μιλούσαν καν τουρκικά, οι δε ντόπιοι τους αντιμετώπιζαν υποτιμητικά και τους αποκαλούσαν «γκιαούρ φιντάν» (=Ελληνόσπορος) – το αντίστοιχο του «Τουρκόσπορου» στα καθ' ημάς!
Το υπουργείο Περιθάλψεως υπολόγιζε ότι μεταξύ 1913-1920 πέρασαν από την Ελλάδα 807.000 πρόσφυγες, ένα νούμερο εντυπωσιακό. Δεν έμειναν βέβαια όλοι στη χώρα όπως δεν έμειναν εδώ και όλοι οι πρόσφυγες που ήρθαν μετά τον Σεπτέμβριο του '22, ένας σημαντικός αριθμός που δεν καταγράφεται κατευθύνθηκε προς Ευρώπη, ΗΠΑ και Αίγυπτο.
Πιστεύω ότι ήταν «ευτύχημα» ότι το '22 συνέβη μετά τον Α' Παγκόσμιο, οπότε υπήρχε ήδη μια σημαντική ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας για το προσφυγικό –κυρίως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στην Ευρώπη–, διαφορετικά θα θρηνούσαμε πολύ περισσότερα θύματα. Από το 1914 είχαν ήδη συσταθεί οργανώσεις πεδίου που προσέφεραν πολύ σημαντικό έργο και στην Ελλάδα, με σημαντικότερες την αμερικανική Near East Relief και τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό για την τροφοδοσία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των προσφύγων. Από τον Οκτώβριο του 1922 έως και τον Ιούνιο του 1923 ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ανέλαβε τον καθημερινό επισιτισμό χιλιάδων προσφύγων, μοίρασε συνολικά 24.000 τόνους τροφίμων, ρουχισμού, κλινοσκεπασμάτων και φαρμακευτικού υλικού σε περίπου 600.000 πρόσφυγες, εξόπλισε 59 νοσοκομεία, σύστησε 20 κέντρα για την παιδική υγεία κ.ά.
— Παρότι δεν είναι σήμερα ευρέως γνωστή η συνδρομή των Αμερικανών στο προσφυγικό, τόσο στην Επανάσταση του 1821 όσο και στη μικρασιατική καταστροφή, ήταν, διαβάζω, πολύ σημαντική.
Οι Αμερικανοί ήταν πράγματι πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα και βοήθησαν πολύ. Ήδη κατά την ελληνική Επανάσταση έφθασαν Αμερικανοί γιατροί με επικεφαλής τον Σάμιουελ Χάου φροντίζοντας να φέρουν βοήθεια από τις ΗΠΑ, οργάνωσαν το 1827 νοσοκομείο στον Πόρο, γνωστό ως «αμερικανικό», και ο γιατρός Σάμιουελ Χάου, πολέμιος της δουλείας στις ΗΠΑ και υποστηρικτής των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, οργάνωσε το 1829 έναν μικρό αγροτικό προσφυγικό συνοικισμό στο Εξαμίλι Κορινθίας, μετά από παραχώρηση «εθνικής γης» από τον Καποδίστρια, που ονομάστηκε Washingtonia. Ο Χάου θα βοηθήσει και το 1867 τους Κρήτες πρόσφυγες στην Αθήνα.
Οι Αμερικανοί προτεστάντες, οι μισιονάριοι, θεωρούσαν ηθικό καθήκον να συνδράμουν τον πάσχοντα, άρα και τους πρόσφυγες. Αρκετές τέτοιες αμερικανικές οργανώσεις θα δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα και μετά το '22, οπότε πλέον εμφανίζονται και αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Εκτός από τις «επίσημες» Near East και Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, σημαντική δράση είχε και η American Women's Hospitals, μία γυναικεία οργάνωση γνωστή στην Ελλάδα ως «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Κυριών», με σκοπό την παροχή ιατρικής φροντίδας σε χώρες που είχαν ανάγκη.
Το 1916 αναγνωρίζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά, θα λέγαμε, πανευρωπαϊκά η ιδιότητα του πρόσφυγα, με τον καθορισμό διαδικασίας πιστοποίησής της και τη χορήγηση ειδικού βιβλιαρίου. Μάλιστα, αν και ακούγεται πολύ προχωρημένη για την εποχή η παραχώρησή του σε «ανεξαρτήτως εθνικότητας πρόσφυγες», αυτό συνέβη για να καλυφθούν οι εκ Ρωσίας προερχόμενοι. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το υπουργείο Περιθάλψεως εκδίδει οδηγίες συμπεριφοράς των υπαλλήλων του απέναντι στους πρόσφυγες.
— Η ελληνική Πολιτεία και η κοινωνία πώς αντέδρασαν;
Το Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως (μετέπειτα ΠΙΚΠΑ), ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, εμπορικοί κι επαγγελματικοί σύλλογοι, γυναικείες οργανώσεις, η Εκκλησία, συνδράμουν με διάφορους τρόπους, οργανώνονται επίσης έρανοι και συσσίτια. Αθήνα, Πειραιάς και Θεσσαλονίκη είχαν πλημμυρίσει πρόσφυγες εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε, όχι μόνο στεγασμένος, αλλά κάθε δημόσιος χώρος, πλατεία, πάρκο, που να μην έχει καταληφθεί, ακόμα και σχολεία, εκκλησίες. Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων που ιδρύθηκε το 1922 και λειτούργησε μέχρι το 1925 θα φτιάξει 8.000 οικήματα στην Αθήνα, 40 περίπου τ.μ., όπου συχνά στοιβάζονταν δυο και τρεις οικογένειες, «σαρδεληδόν», όπως έγραφε χαρακτηριστικά εφημερίδα της εποχής.
Όμως οι ίδιοι πόροι δεν αρκούν και προκειμένου να αντιμετωπίσει τις έκτακτες ανάγκες η Ελλάδα ζητά τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών ώστε να εξασφαλίσει τραπεζικό δάνειο.
Τελικά δημιουργείται το '24 ένας αυτόνομος οργανισμός αποκατάστασης προσφύγων με συμβαλλόμενα μέρη την ΚτΕ και την Ελλάδα, η ΕΑΠ. Το κράτος θα δώσει μέσω αυτής κτήματα για αγροτική εγκατάσταση και περιοχές γύρω από τις πόλεις για την αστική, καθώς επίσης κάποιες αποζημιώσεις κατά δήλωσιν των παθόντων, βεβαίως, καθώς η διασταύρωση των στοιχείων ήταν αδύνατη. Ενδιαφέρον είναι ότι ενώ οι αυτόχθονες δεν είχαν τότε ουσιαστικά κανένα «χαρτί», ούτε καν ταυτότητα, οι πρόσφυγες διέθεταν αρκετά «χαρτιά», όπως εισόδου στη χώρα, εμβολιασμού, πολιτογράφησης, καταγραφής της περιουσίας κ.λπ. Μιλάμε για μια απίστευτη χαρτούρα που θυμίζει αυτή στην οποία υποχρεώνονται και οι σύγχρονοι πρόσφυγες.
— Υπάρχουν, νομίζω, αρκετές αναλογίες με το σύγχρονο προσφυγικό σε πολλά επίπεδα. Βέβαια τότε οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν ομογενείς και ομόθρησκοι. Συνάντησαν, παρά ταύτα, σε πολλές περιπτώσεις από περιφρόνηση και εμπαιγμό μέχρι ανοικτή εχθρότητα.
Πράγματι. Στη Χίο και τη Λέσβο π.χ., που σήμερα δοκιμάζονται ξανά από το προσφυγικό, υπήρξαν ήδη από τον πρώτο Διωγμό κάποια προβλήματα, κυρίως μικροκλοπές. Ήταν βλέπετε μεγάλος ο αριθμός των προσφύγων και δεν είχε μείνει κηπευτικό για κηπευτικό! Στη Σάμο με πληθυσμό περίπου 50.000 κατέφυγαν περίπου 30.000 πρόσφυγες, από τους οποίους τον Οκτώβριο του 1916 είχαν παραμείνει οι μισοί. Στη Χίο με πληθυσμό περίπου 65.000 έφθασαν την ίδια περίοδο άλλοι 30.000 πρόσφυγες, από τους οποίους όμως οι 10.000 αναχώρησαν σχεδόν αμέσως. Στη Λέσβο με πληθυσμό περίπου 120.000 υπολογίζεται ότι βρίσκονταν περίπου 55.000 πρόσφυγες από το 1916 έως το 1918. Φανταστείτε ότι το '22, τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, οι πρόσφυγες που κατέφθασαν εκεί ήταν περισσότεροι από τους ντόπιους.
Υπήρχε έπειτα, όπως και σήμερα, ο φόβος ότι οι νεοφερμένοι θα φέρουν αρρώστιες, την ισπανική γρίπη και τον τύφο τότε. Μετά το '22, τώρα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες αποκτούσαν πλέον ίσα πολιτικά δικαιώματα με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, λάμβαναν υπηκοότητα, ψήφιζαν, εκλέγονταν, έπαιρναν κατά προτεραιότητα γη από τα ανταλλάξιμα, ξεκινούσαν επιχειρηματικές δραστηριότητες, συγκροτούσαν ομάδες πίεσης κ.λπ. δημιούργησε αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς με τους ντόπιους. Είναι οι ίδιοι κοινωνικοί αυτοματισμοί που επαναλαμβάνονται: να σε βοηθήσω, να σε ελεήσω, αλλά όχι να γίνουμε ίσα κι όμοια!
Μια άλλη αξιοπρόσεκτη αναλογία είναι ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ήταν τα πρώτα χρόνια πιο ελαστικοί σε θέματα απασχόλησης, εργασιακών αμοιβών κ.λπ. κι αυτό προκαλούσε αντιπαραθέσεις με το ντόπιο εργατικό δυναμικό. Και φυσικά υπήρχε η πολιτική παράμετρος, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων ήταν Βενιζελικοί. Αυξημένη παραβατικότητα καταλογιζόταν στους πρόσφυγες και τότε και τώρα, παρά τις στατιστικές που το διαψεύδουν. Προστριβές πάντως υπήρχαν ενίοτε και μεταξύ των ίδιων των προσφύγων, όπως δυστυχώς συμβαίνει όχι σπάνια και στις μέρες μας, όπου βέβαια μιλάμε για κέντρα υποδοχής με πολλές διαφορετικές εθνότητες. Σε οικισμούς, κυρίως της Μακεδονίας, όπου είχαν εγκατασταθεί σε διαφορετικές φάσεις πρόσφυγες αναπτύχθηκαν μικροαντιπαλότητες μεταξύ Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών. Κάτι ακόμα «κοινό» είναι και η κυριαρχία των προσφύγων στο μικρεμπόριο – η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν γεμίσει μικροπωλητές πρόσφυγες που εμπορεύονταν από φαγώσιμα μέχρι είδη σπιτιού.
— Οι ανταγωνισμοί αυτοί δεν ευθύνονταν εν πολλοίς και για τα αρνητικά στερεότυπα;
Οπωσδήποτε. Οι Μικρασιάτες δεν αποκαλούνται μόνο «Τουρκόσποροι» αλλά επίσης «Γιαουρτοβαφτισμένοι», «Μουατζίρηδες», «Παλιοογλούδες» από τη συνήθη κατάληξη του επιθέτου τους σε –όγλου κ.λπ. Τα πρώτα στερεότυπα εντούτοις αφορούν γυναίκες και μάλιστα τα δημιουργούν γυναίκες. Οι νεοφερμένες χαρακτηρίζονται «παστρικιές» –και «Σμυρνιές»– και άρα «εύκολες» επειδή πλένονταν τακτικά σε μια εποχή που η μέση γηγενής Ελληνίδα έκανε μπάνιο σπανιότατα. Οι γυναίκες πρόσφυγες και ειδικά οι ασυνόδευτες, που δεν ήταν καθόλου λίγες, έπεφταν συχνά θύματα παρενόχλησης ή εκμετάλλευσης ενώ υπήρχαν και περιστατικά βιασμών.
Στερεότυπα ωστόσο δεν δημιούργησαν μόνο οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες, συνέβη και αντίστροφα σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν οι δεύτεροι τη μειονεξία που αισθάνονταν. Αυτές εντούτοις οι αντιπαραθέσεις θα πάψουν το '40 – ο Β' Παγκόσμιος λειτουργεί ενωτικά και ο Εμφύλιος που ακολουθεί δημιουργεί άλλου τύπου διαχωρισμούς.
— Παρά, πάντως, όλο αυτό το πλούσιο παρελθόν ενασχόλησης με το προσφυγικό, το σύγχρονο ελληνικό κράτος ακολούθησε μια μάλλον «στρουθοκαμηλική», φοβική συχνά, πολιτική απέναντι στα προσφυγικά κύματα τόσο από το πρώην Ανατολικό μπλοκ όσο και με τα νεότερα από τη Μέση Ανατολή και την Ασία, ενώ και η κοινωνία μας, παρά τις έντονες προσφυγικές μνήμες, δεν τα καλοδέχτηκε ακριβώς.
Η αλήθεια είναι ότι Πολιτεία και πολίτες έχουμε κοντή μνήμη στην Ελλάδα. Είχα πει παλιότερα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ότι αν θέλετε να δείτε πώς επιβίωναν οι πρόσφυγες παππούδες σας, πηγαίνετε να μιλήσετε με έναν «Ρωσοπόντιο» που πουλάει διάφορα σε μια λαϊκή αγορά. Τη δεκαετία του '90 η προσφυγική μας πολιτική ήταν περίπου ανύπαρκτη για τους ομογενείς που ήλθαν από τα Βαλκάνια και την πρώην Σοβιετική Ένωση, εντούτοις πολλοί και κυρίως οι Αλβανοί κατάφεραν να ενταχθούν και να ενσωματωθούν σε βαθμό που τα παιδιά τους να μην ξεχωρίζουν σε τίποτα από τα «Ελληνάκια», ούτε καν στην προφορά. Τον ρόλο του «κακού» έχουν πλέον πάρει οι Πακιστανοί και γενικότερα οι μουσουλμάνοι μετανάστες και πρόσφυγες. Υπόψη ότι προκαταλήψεις παρατηρούνται και μεταξύ προσφύγων διαφορετικών γενεών – ελάχιστοι παλαιοί Πόντιοι π.χ. αποδέχθηκαν τους «Νεοπόντιους» πρόσφυγες μετά το '90, όπως συνέβη αντίστοιχα με τους παλιούς και τους νεοφερμένους Αρμένηδες.
— Η συμβολή των προσφύγων του '22 στην πορεία της χώρας και την κουλτούρα της υπήρξε βέβαια καταλυτική.
Σίγουρα κι αυτό συνέβη σε πολλούς τομείς, από την τέχνη και τη διανόηση μέχρι την κουζίνα. Ενισχύθηκαν εξάλλου, χάρη στην έλευση αυτών, θεσμοί όπως η δημόσια υγεία και η νοσοκομειακή περίθαλψη. Το Ιπποκράτειο στην Αθήνα ιδρύθηκε ως Κεντρικό νοσοκομείο προσφύγων, το ίδιο και το «Γεώργιος Γεννηματάς» στη Θεσσαλονίκη, συστάθηκαν σχολές νοσοκόμων. Ιδρύθηκαν για πρώτη φορά κρατικά ορφανοτροφεία (τα πρώτα στην Ανατολική Μακεδονία το 1920). Ενισχύθηκαν επίσης η γεωργία και η κτηνοτροφία, έγιναν γεωπονικοί σταθμοί και φυτώρια, εγγειοβελτιωτικά έργα, οργανισμοί προστασίας αγροτικών προϊόντων κ.ά. Η Ελλάδα του 1930 ελάχιστα έμοιαζε με εκείνη του 1920.
Σήμερα, ξέρετε, οι αναφορές στην προσφυγική καταγωγή κάποιου είναι «trend», χρειάστηκε εντούτοις να περάσουν πολλά χρόνια ώστε να πάψει να αποτελεί στίγμα.
σχόλια