Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (που συμφωνήθηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923) υπήρξαν γεγονότα χωρίς προηγούμενο. Γεγονότα αναπάντεχα, δραματικά, τραγικά, τραυματικά. Ήταν, λοιπόν, επόμενο να γεννήσουν ποικιλία μύθων. Αυτό ισχύει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ. Όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση, τόσο μειώνεται, όπως φαίνεται, η εξοικείωση με τα γεγονότα και η κατανόησή τους.
Οι μύθοι συσκοτίζουν μια μεγάλη και συνταρακτική αλήθεια που θα έπρεπε να αποτελεί έκτοτε κοινό τόπο των επετείων και των σχολικών εγχειριδίων: ότι η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους – και, κατ' επέκταση, του νεοελληνικού έθνους, αφού η έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ ομοεθνών αποτελεί την υπέρτατη επιβεβαίωση της εθνικής υπόστασης και την πιο στοιχειώδη δικαίωση του εθνικισμού ως ιδεολογίας. Ακριβώς την εθνική αλληλεγγύη επικαλέστηκε ο Βενιζέλος κατά τη συζήτηση της Σύμβασης της Άγκυρας το 1930, για να εξάρει όλα όσα είχαν γίνει μέχρι τότε για τους πρόσφυγες:
Υποστηρίζω ότι το Κράτος το Ελληνικόν υπό τας αλλεπαλλήλους κυβερνήσεις του εξετέλεσε καθ' όλην την έκτασιν τα καθήκοντα, τα οποία επέβαλεν εις αυτό το αίσθημα της εθνικής αλληλεγγύης, και θα προσθέσω ακόμη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εθνική αλληλεγγύη επέβαλεν, αφού ανοίξαμεν τας αγκάλας μας εις τους εκ Τουρκίας ομογενείς, διά να τους δεχθώμεν διωγμένους από τας εστίας των όπου είχον ζήσει επί αιώνας, η εθνική αλληλεγγύη επέβαλε να θεωρήσωμεν τους εκ Τουρκίας ομογενείς ως Έλληνας, έχοντας τα αυτά απολύτως δικαιώματα με τους παλαιούς Έλληνας του άλλου κράτους.
Στο σημείο ακριβώς αυτό προβάλλει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο προσφυγικό πρόβλημα του Μεσοπολέμου και το σημερινό – διαφορά που αποκλείει τις εύκολες αναλογίες και ταυτίσεις. Αντίθετα με τους σημερινούς πρόσφυγες και μετανάστες κάθε προέλευσης, οι πρόσφυγες του 1922 ήσαν ή, πάντως, θεωρήθηκαν ομοεθνείς ή ομογενείς. Επιπλέον, ο ξεριζωμός τους ήταν οριστικός και αμετάκλητος (έστω και αν οι ίδιοι άργησαν να το παραδεχθούν). Αφού ήσαν ομοεθνείς οριστικά ξεριζωμένοι, επιδιώχθηκε ευθύς εξαρχής να εγκατασταθούν στη χώρα επίσης οριστικά, ως ισότιμοι πολίτες. Όλα αυτά δεν ισχύουν σήμερα, αφού δεν πρόκειται για ομογενείς, ούτε βέβαια για «συμπολίτες».
Τη μεγάλη αλήθεια για το ιστορικό επίτευγμα συσκοτίζει η στρεβλή συλλογική μνήμη που τρέφεται από τη νοσταλγία των εξιδανικευμένων «χαμένων πατρίδων». Αυτή με τη σειρά της στηρίζεται στην ανεξέταστη και άκριτη αυταπάτη ότι ήταν τάχα εφικτή η παντοτινή επιβίωση του Ελληνισμού στις περιοχές αυτές. Για την οριστική διάψευση αυτής της αυταπάτης θα έπρεπε επιτέλους να αρκεί ο σταδιακός αφανισμός των ελληνικών πληθυσμών που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή – στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.
Άλλο ανταλλαγή πληθυσμών, άλλο «εθνοκάθαρση»
Με σκοπό την εύκολη καταγγελία και την εμπορική εκμετάλλευση, η ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών εξομοιώνεται επιπόλαια, στις μέρες μας, με μαζική απέλαση και μάλιστα με «εθνοκάθαρση» – μολονότι πρόκειται για όρο που εφευρέθηκε (και έγινε απεχθής) μόλις το 1991, στη διάρκεια της αιματηρής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η εξομοίωση αυτή συνδέεται με τη λανθασμένη αντίληψη ότι η «εθνοκάθαρση» αποτελεί τάχα αναγκαία απαίτηση και συνέπεια κάθε εθνικισμού. Ο εθνικισμός, όμως, έχει στη διάθεσή του πολλαπλές επιλογές, εκτός από την «εθνοκάθαρση».
Υπολογισμένη να εντυπωσιάσει και να σοκάρει, η εξομοίωση είναι εντελώς παραπλανητική για τρεις τουλάχιστον βασικούς λόγους:
- Η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν ήταν μονομερής. Αντίθετα, υπήρξε προϊόν διαπραγμάτευσης και τελικής συμφωνίας, που στη συνέχεια εποπτεύθηκε κατά την εφαρμογή της.
- Η ίδια η ανταλλαγή ούτε σκότωσε, ούτε βίασε, ούτε σακάτεψε. Αντίθετα, προστάτεψε τη ζωή, την τιμή και τη σωματική ακεραιότητα όσων ανταλλάχθηκαν.
- Η ίδια η ανταλλαγή ούτε λεηλάτησε ούτε άρπαξε περιουσίες, απογυμνώνοντας τους κατόχους. Αντίθετα, αναγνώρισε και διαφύλαξε καταρχήν τα περιουσιακά δικαιώματα όσων ανταλλάχθηκαν.
Με τη φράση «η ίδια η ανταλλαγή» διευκρινίζεται ότι όσα υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Τουρκίας δεν οφείλονται στη Σύμβαση της Ανταλλαγής αλλά στην αγριότητα της πολεμικής σύγκρουσης. Με άλλα λόγια, θα είχαν συμβεί και χωρίς την ανταλλαγή, ίσως μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.
Ποιον συνέφερε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών
Άλλωστε, η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών συνέφερε τότε αποκλειστικά την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος αποδεχόταν την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών, πρώτα εθελοντικής (το 1914 με την Τουρκία και το 1919 με τη Βουλγαρία) και τελικά υποχρεωτικής (το 1923 με την Τουρκία), μόνο και μόνο για να αποτρέψει μια έκβαση ακόμη πιο βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα: τη μονομερή απογύμνωση και εκδίωξη ή εξόντωση ελληνικών πληθυσμών.
Ειδικά το φθινόπωρο του 1922, η Ελλάδα ήταν εκείνη που είχε άμεση ανάγκη μιας συμφωνημένης υποχρεωτικής ανταλλαγής. Όχι η Τουρκία. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν ήδη εγκαταλείψει το έδαφός της και η ίδια απέκλειε την επιστροφή τους. Μπορούσε να υπολογίζει ότι θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρέμενε σχεδόν μισό εκατομμύριο Τούρκων. Χωρίς συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής, ήταν αδύνατο να εκδιωχθούν ώστε να χρησιμέψουν οι ακίνητες περιουσίες τους για την αποκατάσταση μεγάλου μέρους των Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία (όπως και έγινε τελικά). Γι' αυτό και ο Τούρκος αντιπρόσωπος στη Λωζάνη Ισμέτ πασάς (μετέπειτα Ισμέτ Ινονού) στις 12 Δεκεμβρίου 1922 παρουσίασε την υποχρεωτική ανταλλαγή ως ασύμφορη για την Τουρκία, αφού θα κατέληγε «στην εξαθλίωση και στην εκδίωξη από τα ελληνικά εδάφη μερικών εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων». Για επιστροφή ή παραμονή των Ελλήνων στην Τουρκία ούτε λόγος – παρά τις επανειλημμένες σχετικές νύξεις του Βενιζέλου. O Ισμέτ τις αγνόησε εντελώς. Έτσι, τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Curzon (όπως και ο Νορβηγός Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες Fridtjof Nansen νωρίτερα) δικαιολογημένα θεώρησαν την υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής αναπόφευκτη συνέπεια αποκλειστικά της τουρκικής στάσης. Της άρνησης δηλαδή της νικήτριας Τουρκίας να δεχθεί την επιστροφή ή και την παραμονή των ελληνικών πληθυσμών.
Χρόνια αργότερα, το 1929, ο Βενιζέλος εξηγούσε χαρακτηριστικά σε επιτροπή προσφύγων ότι η Σύμβαση της Λωζάνης δεν ήταν στην ουσία σύμβαση για την ανταλλαγή ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών και περιουσιών, αλλά σύμβαση απλώς για την αναχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την Ελλάδα, αφού οι Έλληνες είχαν ήδη φύγει από την Τουρκία.
Πόσοι ήσαν οι πρόσφυγες
Επικρατεί μέχρι σήμερα μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον συνολικό αριθμό των προσφύγων. Άλλοι επικαλούνται την απογραφή του 1928, άλλοι την αγνοούν ή τη θεωρούν υποεκτίμηση και κάνουν λόγο για ενάμισι εκατομμύριο. Η απογραφή πληθυσμού του 1928 καταμέτρησε 1.221.849 πρόσφυγες και δίνει την πιο λεπτομερή εικόνα της κατανομής τους κατά χώρα προέλευσης. Οι πρόσφυγες από την Τουρκία ήσαν 1.104.216. Από αυτούς, 1.017.794 είχαν έρθει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή, ο γηγενής πληθυσμός ήταν σχεδόν πέντε εκατομμύρια (4.982.835). Με άλλα λόγια, οι πρόσφυγες συνολικά αποτελούσαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Ελλάδας (και όχι 25%, όπως συχνά αναφέρεται). Ωστόσο, η απογραφή του 1928 μέτρησε ως πρόσφυγες και τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από πρόσφυγα πατέρα. Ήσαν συνολικά 135.581 τα προσφυγόπουλα μέχρι και 6 ετών, δηλαδή όσα κατά τεκμήριο είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, η απογραφή του 1928 συνιστά υπερεκτίμηση του αρχικού αριθμού των προσφύγων. Αντίστροφα, όμως, η απογραφή του 1928 δεν υπολόγισε τους αμέτρητους θανάτους προσφύγων τον πρώτο καιρό, όταν επικράτησε εξαιρετικά υψηλή θνησιμότητα λόγω των συνθηκών. Ούτε υπολόγισε όσους μετανάστευσαν σε άλλες χώρες, είτε απευθείας είτε μετά από σύντομη παραμονή στην Ελλάδα. Συμπερασματικά, είναι εντελώς αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των προσφύγων. Το ενάμισι εκατομμύριο μπορεί να θεωρηθεί εύλογο ανώτατο όριο, αλλά μόνο αν περιληφθούν και οι πρόσφυγες προ του 1922, καθώς και οι πρόσφυγες από άλλες χώρες πλην της Τουρκίας.
«Αστοί» και «αγρότες»
Χρειάζεται επίσης να διορθωθεί η παρανόηση που επικρατεί στις σχετικές συζητήσεις και μελέτες. Η διάκριση μεταξύ «αγροτών» και «αστών» προσφύγων βασίζεται αποκλειστικά στον τόπο και τρόπο εγκατάστασής τους στην Ελλάδα – όχι στην προγενέστερη κατοικία και απασχόλησή τους, για τις οποίες δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία. Παρόλο που επιδίωξη των αρμοδίων ήταν να συμπέσουν τα δύο, οι συνθήκες συχνά δεν το επέτρεπαν, ιδίως τους πρώτους χαοτικούς μήνες. Έμεινε, λοιπόν, κάποια αναντιστοιχία ανάμεσα σε παλιό και νέο – αγροτικό ή αστικό – τόπο και τρόπο ζωής. Η έκτασή της δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια για το σύνολο του προσφυγικού κόσμου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), σχεδόν οι μισοί αγρότες πρόσφυγες ήσαν πριν κάτοικοι αστικών κέντρων. Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ελαιώνες, αμπέλια, περιβόλια που καλλιεργούσαν. Γι' αυτό τους χαρακτηρίζει «αστούς καλλιεργητές» (citadins-cultivateurs). Περισσότερη ακρίβεια μπορεί να βρει κανείς μόνο σε επιμέρους τοπικές έρευνες. Για την αποφυγή παρανόησης, ο όρος «αστοί» θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μέσα σε εισαγωγικά όποτε σημαίνει απλώς τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις (και όχι όσους τυχόν ανήκαν στην αστική τάξη).
Μύθος η ομαλή υποδοχή και αφομοίωση
Με το πέρασμα του χρόνου, οι περισσότεροι πρόσφυγες προτίμησαν να ελαχιστοποιούν ή και να αποσιωπούν εντελώς την εχθρότητα που αντιμετώπισαν αρχικά εκ μέρους των γηγενών. Και οι γηγενείς, από την πλευρά τους, είχαν κάθε λόγο να ξεχάσουν την τότε συμπεριφορά τους.
Ωστόσο, υπήρξε βαθύ και τοξικό το χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Η ελλαδική κοινωνία, η οριζόμενη από τα στενά σύνορα του νεοελληνικού κράτους και η ίδια κυριαρχούμενη από τον αρχικό του πυρήνα (την Παλαιά Ελλάδα), ήταν οπωσδήποτε ξένη για τους περισσότερους πρόσφυγες, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκείας, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας. Μολονότι ίσχυαν σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο, οι προσφιλείς αυτές παραδοχές αντιμετώπισαν σοβαρή δοκιμασία μόλις ήρθαν σε επαφή τα συγκεκριμένα και ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία που είχαν διαμορφωθεί λίγο-πολύ ανεξάρτητα, κάτω από ριζικά διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Όπως θα περίμενε κανείς, οι αντιλήψεις και οι μορφές που είχαν πάρει η Ορθοδοξία, η ελληνική γλώσσα και η ίδια η «ελληνικότητα» στο πλαίσιο της προσφυγικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήσαν –ή πάντως φαίνονταν– τόσο διαφορετικές από εκείνες των γηγενών, ώστε και οι δύο πλευρές βίωσαν ένα οδυνηρό ξάφνιασμα, ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.
Αρκεί να επισημάνει κανείς τα χαρακτηριστικά επώνυμα των προσφύγων με την τουρκική κατάληξη -ογλου, καθώς και τη γλώσσα, που για πολλούς δεν ήταν καν η ελληνική. Σχεδόν 10% όσων ήρθαν μετά την Καταστροφή ήσαν τουρκόφωνοι, σύμφωνα με την απογραφή του 1928. Γλωσσικές ιδιομορφίες και μάλιστα παράξενα ιδιώματα, όπως η ποντιακή διάλεκτος, τρόποι, συνήθειες, όχι μόνο ξεχώριζαν τον πρόσφυγα αλλά και ενίσχυαν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ενώ εμπόδιζαν την επικοινωνία του με τους γηγενείς και το κράτος «τους». Είτε ήσαν κοσμοπολιτικής παιδείας (όπως η αστική τάξη της Σμύρνης) είτε όχι (όπως οι χωρικοί του εσωτερικού της Μικράς Ασίας), οι πρόσφυγες βρέθηκαν τελείως αποξενωμένοι από τον ασφυκτικό επαρχιωτισμό του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του.
Εξάλλου, καταλυτική σημασία είχε η οικιστική και, κατά συνέπεια, γενικότερη κοινωνική απομόνωση. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, αγρότες και «αστοί», ήσαν συγκεντρωμένοι σε κυρίως ή και αποκλειστικά προσφυγικά χωριά, συνοικισμούς και γειτονιές, όπως υπαγορεύθηκε από την πιεστική αντικειμενική ανάγκη ταχύτερης στέγασής τους.
Αλλά η αφομοίωση εμποδίστηκε επίσης από το σύνολο των παραστάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, που άγγιξε (ή και ξεπέρασε) τα όρια του αληθινού ρατσισμού.
Yπήρξε βαθύ και τοξικό το χάσμα μεταξύ προσφύγων και γηγενών. Η ελλαδική κοινωνία, η οριζόμενη από τα στενά σύνορα του νεοελληνικού κράτους και η ίδια κυριαρχούμενη από τον αρχικό του πυρήνα (την Παλαιά Ελλάδα), ήταν οπωσδήποτε ξένη για τους περισσότερους πρόσφυγες, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκείας, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας.
Στο επίπεδο των παραστάσεων, οι γηγενείς αμφισβητούσαν ή και αρνούνταν την ίδια την «ελληνικότητα» των προσφύγων, ενώ εκείνοι πίστευαν ότι ήσαν οι πιο ακραιφνείς Έλληνες. Αυτή η βασική πρόσληψη εκ μέρους των γηγενών αποτυπώνεται σε περιφρονητικές ονομασίες όπως «τουρκόσποροι», «τουρκογεννημένοι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι», που είχαν χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα από τους Παλαιοελλαδίτες για τους Έλληνες των Νέων Χωρών, για τους πρώτους πρόσφυγες και για τους αλύτρωτους πληθυσμούς της Τουρκίας.
Όπως είναι φανερό, με τα επίθετα αυτά αμφισβητείται ευθέως η «γνησιότητα» και η «καθαρότητα» στο βιολογικό επίπεδο. Αυτήν ακριβώς την αμφισβήτηση συνόψισε αριστοτεχνικά ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του Αντιβενιζελισμού Γ. Α. Βλάχος, γράφοντας στην «Καθημερινή» για τους πρόσφυγες: ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Δηλαδή, τελικά δεν είναι αδελφοί! Αμφισβητείται όμως ακόμη και η αυθεντικότητα της oρθόδοξης πίστης των προσφύγων, αφού λέγεται ότι δεν βαφτίστηκαν κανονικά σε νερό αλλά... σε γιαούρτι. Επιπλέον, η κατάληξη -ογλου προσφερόταν για άπειρα ρατσιστικά ευφυολογήματα. Έτσι π.χ. το 1923 αντιβενιζελική εφημερίδα μιλούσε για «πανουγλίτιδα» επειδή στην Αθήνα είχαν τάχα ψηφίσει μόνο οι «Συμεωνόγληδες». Αλλά και ο Αντώνης Τραυλαντώνης μιλάει για «ογλοκρατία» στο μυθιστόρημά του Λεηλασία μιας ζωής.
Ανάμεσα στα άλλα αρνητικά στερεότυπα των γηγενών για τους πρόσφυγες πρέπει να υπογραμμιστούν ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στη σεξουαλικότητα και στα δήθεν «ελαφρά» ήθη των γυναικών προσφύγων. Πρόκειται για τυπικό σύνδρομο γενικά των ρατσιστικών αντιλήψεων (π.χ. του αντισημιτισμού). Στην περίπτωση των γυναικών προσφύγων, τα στερεότυπα αυτά είχαν πραγματικές αφορμές και τρέφονταν από πραγματικές καταστάσεις. Εξαιτίας των μεγάλων απωλειών μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού, πολλές χιλιάδες ήσαν χήρες ή ορφανές. Δεν είχαν άνδρα (σύζυγο, πατέρα, αδελφό) για να προστατέψει την «τιμή» τους, σύμφωνα με τις επικρατούσες παραδοσιακές αντιλήψεις. Η έλλειψη προστάτη τις καθιστούσε ακόμη πιο ευάλωτες σε εργοδότες και άλλους εκμεταλλευτές από τη στιγμή που ήσαν αναγκασμένες να βρουν οπωσδήποτε εργασία. Από τη δική τους πλευρά, είχαν να προσφέρουν και υλικά οφέλη για να δελεάσουν τον σύζυγο-προστάτη που χρειάζονταν: αγροτικό κλήρο οι αγρότισσες, προίκα σε ομολογίες οι «αστές». Αυτό το είδος «αθέμιτου ανταγωνισμού» εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο πολλές γηγενείς γυναίκες εναντίον των προσφύγων.
Ιδωμένος ως ξένος, ο πρόσφυγας ενέπνεε αισθήματα φόβου, αηδίας, μίσους και απέχθειας. Η κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με εκείνην που δημιουργήθηκε στην Κύπρο το 1974, για την οποία έγινε τότε μια εξαιρετικά διαφωτιστική και αναλυτική εμπειρική έρευνα από τον Τάκη Ευδόκα και την ομάδα του. Διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων (σχεδόν 70%) πίστευαν ότι ήσαν ανεπιθύμητοι από τους άλλους Ελληνοκυπρίους, που τους έβλεπαν «σαν ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι, ούτε έζησαν σαν άνθρωποι». Σαν γύφτους, αλήτες, τιποτένιους, ζητιάνους κ.ο.κ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των προσφύγων του 1974 και των άλλων Ελληνοκυπρίων ήσαν απειροελάχιστες, συγκρινόμενες με εκείνες μεταξύ προσφύγων και γηγενών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο καταλύτης που πυροδοτεί τον αντιπροσφυγικό ρατσισμό μεταξύ ομοεθνών δεν είναι τόσο πολιτισμικός όσο ψυχολογικός. Είναι η απώθηση που προκαλεί η θέα της εξαθλίωσης, ο ενδόμυχος τρόμος ότι θα μπορούσες κι εσύ να βρεθείς στην ίδια θέση, ο εξορκισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Ότι αποδίδεται –εντελώς παράλογα– στους ίδιους τους πρόσφυγες η ευθύνη για την κατάστασή τους αποτελεί κατεξοχήν μορφή εξορκισμού.
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, το χάσμα φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό προσφύγων και γηγενών στη διεκδίκηση της γης (αγροτικής και αστικής), στην αγορά εργασίας αλλά και στις κάθε λογής και κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες (από το μικρεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία). Δηλητηριάζεται, τέλος, και αναπαράγεται συνεχώς από τις πολιτικές συγκρούσεις, αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και την επιβολή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Για μεγάλο μέρος των γηγενών –ιδίως αυτό που εκπροσωπεί ο Αντιβενιζελισμός– οι πρόσφυγες είναι με δυο λόγια οι ξένοι που ήρθαν να τους εκτοπίσουν τόσο από την οικονομική, όσο και από την πολιτική ζωή του τόπου τους. Ο Αντιβενιζελισμός αποτελεί έκφραση εκείνων των γηγενών που αρνούνται τόσο την αποκατάσταση όσο και την πολιτική ενσωμάτωση και ισοτιμία των προσφύγων.
Μύθος όμως και η παραμέληση
Η προσήλωση των προσφύγων στον Βενιζέλο και στον Βενιζελισμό αποδίδεται συνήθως –και κάπως απλουστευτικά– στο γεγονός ότι ο Αντιβενιζελισμός και το Στέμμα θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν και όπως έγινε. Παρά την αναμφίβολα κρίσιμη σημασία αυτού του παράγοντα, ο Βενιζελισμός των προσφύγων είχε τις ρίζες του και πριν και πέρα από την Καταστροφή.
Ήδη από το 1914-15, οι αλύτρωτοι Έλληνες και μελλοντικοί πρόσφυγες, ιδίως στην Τουρκία, είχαν στραφεί στον Βενιζελισμό, την παράταξη που τους υποσχόταν σωτηρία, ενώ αποστρέφονταν τον Αντιβενιζελισμό, την παράταξη που έμοιαζε να αποδέχεται παθητικά τον αφανισμό τους. Η πολιτική του Βενιζέλου να συμμετάσχει η Ελλάδα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ αποτελούσε το τελευταίο και μοναδικό ρεαλιστικό σχέδιο σωτηρίας τους. Για τον Βενιζέλο, η πολιτική αυτή αποτελούσε «εκπλήρωσιν υποχρεώσεως προς τους αλυτρώτους αδελφούς», όπως έλεγε στη Βουλή στις 21 Οκτωβρίου 1915.
Οι αρχικές εντυπωσιακές επιτυχίες της Βενιζελικής πολιτικής, με αποκορύφωμα τη Συνθήκη των Σεβρών, και η επακόλουθη εξανέμισή τους από το διάδοχο Αντιβενιζελικό καθεστώς δεν μπορούσαν παρά να επιβεβαιώσουν και να στερεώσουν την προγενέστερη τοποθέτηση των αλυτρώτων. Το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν έμεινε στην εξουσία για να εφαρμόσει τη Συνθήκη επέτρεψε να διατηρηθεί ανέπαφη η πίστη των οπαδών του ότι εκείνος θα τα είχε καταφέρει (και μόνον εκείνος).
Ακόμη και αν πιστεύει κανείς ότι ο Αντιβενιζελισμός απλώς έτυχε να βρίσκεται στην εξουσία τη στιγμή της Καταστροφής, που ήταν αναπόφευκτη, η σύμπτωση αυτή ήταν υπεραρκετή για να διαμορφώσει την τοποθέτηση των προσφύγων. Άλλωστε, αν βρισκόταν στην εξουσία ο Βενιζέλος, η αντιμετώπιση της κατάστασης θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετική, ιδίως σχετικά με την τύχη του ελληνικού πληθυσμού, για την οποία ήταν αδύνατο να ξεπεράσει την απραξία των Αντιβενιζελικών. Αυτοί είχαν μάλιστα παρεμποδίσει όχι μόνο την έγκαιρη αναχώρηση των Μικρασιατών Ελλήνων αλλά και τη μετάβασή τους στην Ελλάδα.
Παρά τις καθυστερήσεις, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις αδικίες, τελικά επιτεύχθηκαν οι πολλαπλοί –ανθρωπιστικοί, εθνικοί και κοινωνικοί– στόχοι που επιδιώχθηκαν, Σώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες υπάρξεις και τους δόθηκε η δυνατότητα ν' αρχίσουν μια νέα ζωή.
Μετά την Καταστροφή, ο Βενιζελισμός έγινε από την πρώτη στιγμή ο μοναδικός φορέας της ενσωμάτωσης και αποκατάστασης των προσφύγων στο πλαίσιο της ελλαδικής κοινωνίας, όπως και ο μοναδικός προστάτης τους απέναντι στην εχθρότητα των γηγενών. Τον ιστορικό αυτόν ρόλο ο Βενιζελισμός ανέλαβε πρόθυμα και προσπάθησε στη συνέχεια να μονοπωλήσει όσο έμεινε στην εξουσία, δηλαδή ουσιαστικά μέχρι το 1933. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό απέκτησαν οι πρόσφυγες όσα απέκτησαν: περίθαλψη, σπίτια, χωράφια, αποζημιώσεις, αλλά και πλήρη πολιτικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό κατορθώθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) η σύναψη των προσφυγικών δανείων και η συγκρότηση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) για την αξιοποίησή τους.
Είναι λοιπόν μύθος και πελώριο ψέμα αυτά που ακούγονται συχνά σήμερα για δήθεν παραμέληση και εγκατάλειψη γενικά των προσφύγων από το ελληνικό κράτος. Αυτά ισχύουν μόνο για μια μικρή μειονότητά τους. Το μεγαλύτερο μέρος (83%) ειδικά της αγροτικής προσφυγικής αποκατάστασης πραγματοποιήθηκε σε τρία μόλις χρόνια. Η αγροτική αποκατάσταση, όπως τη συνέλαβε και τη σχεδίασε η ΕΑΠ, είχε στόχο τον εφοδιασμό κάθε προσφυγικής οικογένειας με επαρκή γη, ζώα, εργαλεία και σπίτι. Μέχρι τα μέσα του 1926, 551.936 αγρότες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί οριστικά. Το 1930, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 578.844 άτομα (ή 145.758 οικογένειες). Το 1938, σε 668.316 άτομα (ή 167.079 οικογένειες), που μπορεί να θεωρηθεί τελική εκτίμηση. Περίπου 90% του συνόλου εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη.
Αντίθετα, η αστική αποκατάσταση προχώρησε με πολύ βραδύτερο ρυθμό. Αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τη χορήγηση κατοικιών, που κτίστηκαν κυρίως σε συμπαγείς συνοικισμούς γύρω από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και προπαντός γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου συγκεντρώθηκε το 60% των «αστών» προσφύγων. Μέχρι το 1926, μόνο 72.230 «αστοί» πρόσφυγες είχαν στεγαστεί και γίνει οικονομικά ανεξάρτητοι, σε σύγκριση με τους 551.936 αγρότες πρόσφυγες την ίδια περίοδο. Παρά την κατασκευή περίπου 52.000 κατοικιών μέχρι το 1930, περισσότερες από 30.000 προσφυγικές οικογένειες έμεναν ακόμη σε αυτοσχέδιες παράγκες. Το 1952 υπήρχαν ακόμη 35.248 προσφυγικές οικογένειες που δικαιούνταν αστική αποκατάσταση και ανάμεσά τους 14.241 που ζούσαν σε άθλιες παραγκουπόλεις. Παρόλο που οι παράγκες κατεδαφίστηκαν λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1978 φαίνεται ότι απέμεναν ακόμη (!) τουλάχιστον 3.000 προσφυγικές οικογένειες που δικαιούνταν αστική αποκατάσταση, δηλαδή στέγαση.
Παρά τις καθυστερήσεις, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις αδικίες, τελικά επιτεύχθηκαν οι πολλαπλοί –ανθρωπιστικοί, εθνικοί και κοινωνικοί– στόχοι που επιδιώχθηκαν, τόσο με την ανταλλαγή των πληθυσμών όσο και με την αποκατάσταση των προσφύγων. Σώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες υπάρξεις (αν και όχι το σύνολο) και τους δόθηκε η δυνατότητα ν' αρχίσουν μια νέα ζωή. Το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού συγκεντρώθηκε οριστικά μέσα στα ασφαλή σύνορα του εθνικού του κράτους – ασφαλή στο μέτρο ακριβώς που επιτεύχθηκε εθνική ομοιογένεια. Ειδικά στην ελληνική Μακεδονία και ειδικότερα στις παραμεθόριες περιοχές της, μόνο ο συστηματικός προσφυγικός εποικισμός εξασφάλισε την απόκρουση πολλαπλών απειλών στο μέλλον. Από τους κοινωνικούς στόχους της αποκατάστασης των προσφύγων, αρκεί να αναφερθεί επιγραμματικά ο σπουδαιότερος: να γίνουν το ταχύτερο ιδιοκτήτες μικροαστοί της πόλης και του χωριού, στηρίγματα του αστικού καθεστώτος, και όχι προλετάριοι ανατροπείς του. Και αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε για την πλειονότητα των προσφύγων.
Υπήρξαν βέβαια οι εξαιρέσεις, οι αδικημένοι ή και ολότελα ξεχασμένοι της προσφυγικής αποκατάστασης. Δεν ήσαν ωστόσο αρκετοί για μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση – ούτε τότε, ούτε αργότερα. Άλλωστε, η κοινωνική επανάσταση που δεν έγινε τότε από τους πρόσφυγες είχε γίνει πριν από αυτούς και για χάρη τους: ήταν η απόφαση που υπέγραψε ο Πλαστήρας στις 14 Φεβρουαρίου 1923, με την οποία επιτράπηκε η κατάληψη ακινήτων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης. Στη Νεότερη Ελλάδα, ποτέ άλλοτε δεν παραβιάστηκε σε τέτοιο βαθμό το «ιερό» δικαίωμα της ιδιοκτησίας!
Μύθος η εγκατάσταση στις πόλεις για εκλογικούς σκοπούς
Ένας ιδιαίτερα ανθεκτικός μύθος βεβαιώνει ότι οι Βενιζελικοί τάχα εγκατέστησαν πολλούς πρόσφυγες γύρω από τις μεγάλες πόλεις για λόγους καθαρά εκλογικούς. Και μόνο ως σκέψη, μαρτυρεί πλήρη άγνοια ή, έστω, παραγνώριση των στόχων και των πραγματικών συνθηκών της προσφυγικής αποκατάστασης.
Για την αποτροπή του κινδύνου κοινωνικής ανατροπής, επιδιώχθηκε η άμεση μετατροπή των προσφύγων σε μικροϊδιοκτήτες. Αυτή ήταν εφικτή μόνο στον αγροτικό τομέα. Εκεί, άλλωστε, υπήρχαν τα σπίτια και τα χωράφια των Τούρκων (και Βουλγάρων) που ανταλλάχθηκαν, καθώς και γενικά τα τσιφλίκια προς διανομή. Κατά συνέπεια, επιδιώχθηκε να αποκατασταθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι πρόσφυγες στην ύπαιθρο ως μικροϊδιοκτήτες αγρότες. Για τον σκοπό αυτό εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια από την άποψη των διαθεσίμων εδαφών. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ακατάλληλα ή άγονα εδάφη, εδάφη που ήσαν πριν ακαλλιέργητα, που ήσαν πριν βοσκές. Καταστράφηκε έτσι η νομαδική κτηνοτροφία, αλλά και γενικότερα τα καλλιεργητικά συστήματα που ήσαν συνυφασμένα με τα τσιφλίκια – χωρίς να αντικατασταθούν από άλλα. Με τις συνθήκες αυτές, η χωρητικότητα της υπαίθρου είχε πλέον εξαντληθεί και μόνο στις μεγάλες πόλεις μπορούσαν οι υπόλοιποι πρόσφυγες να έχουν προοπτικές άλλης απασχόλησης. Όσοι, λοιπόν, επιμένουν να αναπαράγουν αυτό τον αρχικά Αντιβενιζελικό αλλά ανθεκτικό μύθο, οφείλουν να εξηγήσουν επιτέλους πού αλλού μπορούσαν να εγκατασταθούν –και να επιβιώσουν– όλοι αυτοί οι πληθυσμοί. Στις βουνοκορφές; Πολλοί, άλλωστε, κατέφυγαν μόνοι τους στις πόλεις, νικημένοι από τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της αρχικής εγκατάστασης στην ύπαιθρο.
Μύθος η συνολική στροφή στο ΚΚΕ
Υπάρχει, τέλος, ένας ακόμη ανθεκτικός μύθος: ότι γενικά «οι πρόσφυγες» πέρασαν από τον Βενιζελισμό στην κομμουνιστική Αριστερά. Πράγματι, στη διάρκεια της Κατοχής, οι προσφυγικοί συνοικισμοί γύρω από τις μεγάλες πόλεις έγιναν προπύργια του ΕΑΜ και πέρασαν στον έλεγχο του ΚΚΕ. Η νέα αυτή κατάσταση έγινε αισθητή σε όλη της την έκταση μετά την Απελευθέρωση και ιδίως στα Δεκεμβριανά του 1944. Στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1945, ο γενικός γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης έλεγε χαρακτηριστικά:
... ο προσφυγικός κόσμος στην αποφασιστική του πλειοψηφία είνε εαμικός. Οι συνοικισμοί σε όλη την Ελλάδα είναι κάστρα της λαϊκής δημοκρατίας. Αυτό δεν το αμφισβητούν ούτε οι αντίπαλοί μας.
Ωστόσο, πρόκειται για εικόνα μερική, απλουστευτική και παραπλανητική. Η στροφή στο ΚΚΕ δεν αφορούσε το σύνολο των προσφύγων, ούτε καν των «αστών» προσφύγων.
Στη διάρκεια της Κατοχής, μεγάλη μερίδα των αγροτών προσφύγων στη Βόρεια Ελλάδα και προπαντός οι τουρκόφωνοι Πόντιοι μετακινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, σχηματίζοντας εθνικιστικές και σφοδρά αντικομμουνιστικές ομάδες ανταρτών, μερικές από τις οποίες κατέληξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς. Από τη μερίδα αυτή, ένας έλεγε πρόσφατα στον Νίκο Μαραντζίδη, συγκρίνοντας τον εαυτό του με άλλους πρόσφυγες:
... εμένα με κάναν με το ζόρι δεξιό και φασίστα και κείνους τους κάναν με το ζόρι κομμουνιστές και δυστυχώς ήμασταν όλοι βενιζελικοί, οι πατεράδες μας δίναν το αίμα τους ακόμη για τον Βενιζέλο...
Έπαψαν έτσι οι πρόσφυγες να αποτελούν συμπαγές και μονολιθικό «μπλοκ», με ενιαία πολιτική συμπεριφορά, όπως ήσαν στον Μεσοπόλεμο. Διασπάστηκαν όπως ακριβώς οι γηγενείς και κατανεμήθηκαν στις ίδιες μ' αυτούς παρατάξεις. Αυτή ήταν και η τελική φάση της οριστικής τους αφομοίωσης.
ΠΗΓΕΣ
- Ladas, Stephen P. The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, New York: Macmillan, 1932.
- Mavrogordatos, George Th. Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936. Berkeley: University of California Press, 1983.
- Pentzopoulos, Dimitri. The Balkan Exchange of Minorities and Its Impact Upon Greece. Paris: Mouton, 1962.
- Sandis, Eva E. Refugees and Economic Migrants in Greater Athens: A Social Survey. Athens: National Centre of Social Research, 1973.
- Société des Nations. L' établissement des réfugiés en Grèce. Genève, 1926.
- Γκιζελή, Βίκα Δ. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα 1920-1930. Αθήνα: Επικαιρότητα, 1984.
- Ευδόκας, Τάκης Χ. κ. ά. Αντιπροσωπευτική Έρευνα ανάμεσα στις 200.000 πρόσφυγες της Κύπρου. Λευκωσία: Ομάδα ψυχοκοινωνικών μελετών, 1976.
- Κουλίγκας, Βασίλης. Κίος 1912-1922: Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη. Αθήνα: Δωδώνη, 1988.
- Μαραντζίδης, Νίκος. Γιασασίν Μιλλέτ - Ζήτω το Έθνος. Προσφυγιά, Κατοχή και Εμφύλιος: Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.
- Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. 1915: Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης, 2015.
- Νοταράς, Μιχαήλ Ι. Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων. Αθήνα, 1934.
- Πρωτονοτάριος, Αθανάσιος Β. Το προσφυγικόν πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως. Αθήνα, 1930.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.12.2016
σχόλια