«Λίκνο» αλλά και σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών ήδη από την αυγή της ιστορίας, ο γεωγραφικός χώρος που σήμερα μοιράζονται Ελλάδα και Τουρκία βρίθει από αρχαιότητες.
Παράλληλοι οι αρχαιολογικοί «βίοι» των δύο χωρών, παράλληλες και οι ιστορίες πολλών ευρημάτων, εξαιτίας εντούτοις των προκαταλήψεων και των χρόνιων εθνικών αντιπαραθέσεων, ελάχιστη ήταν μέχρι πρόσφατα η συνεργασία στο αρχαιολογικό πεδίο – κάτι που τα τελευταία χρόνια άρχισε να αλλάζει και ευτυχώς γιατί και οι δύο πλευρές του Αιγαίου έχουν να ωφεληθούν τα μέγιστα από μια τέτοια προοπτική καθώς επιβεβαιώνει και ο συνομιλητής μου.
Βυζαντινός αρχαιολόγος και ερευνητής που έχει επίσης κάνει ανασκαφές στην Ελευθέρνα και την αρχαία Μεσσήνη, συμμετέχει από το 2002 στην ανασκαφή του Αμορίου όντας επικεφαλής του εκεί προγράμματος Αστικής Αρχαιολογίας για το οποίο συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας.
Η βυζαντινή αρχαιολογία ειδικά είναι ένα όχημα που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στην αλληλοκατανόηση και την προσέγγιση των δύο λαών και μάλιστα με ένα τρόπο πιο ισότιμο εφόσον η αρχαιολογική έρευνα όπως και η ανάδειξη και συντήρηση των μνημείων είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο και στις δύο χώρες.
Ανάμεσα στα θέματα που θίξαμε ήταν ιστορία της εξέχουσας αυτής μεσαιωνικής πόλης, πρωτεύουσας κάποτε του βυζαντινού Θέματος των Ανατολικών στη Φρυγία και ιδιαίτερης πατρίδας τριών αυτοκρατόρων που καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη διάρκεια των αραβοβυζαντινών πολέμων, η σημασία της εν λόγω ανασκαφής, στην οποία συνεργάζονται αρχαιολόγοι από την Ελλάδα, την Τουρκία και άλλες χώρες, η βυζαντινή πραγματικότητα πέρα από τα στερεότυπα, οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους Άραβες αφενός, τους Τούρκους αφετέρου - η Άλωση της Πόλης αποτελεί εξάλλου «ορόσημο» για Έλληνες και Τούρκους με διαφορετικούς, βεβαίως, συμβολισμούς -, η σχέση των σύγχρονων Τούρκων με τη βυζαντινή ιστορική κληρονομιά και το αυξανόμενο ενδιαφέρον γι΄αυτή, η κατάσταση στη γειτονική χώρα, το υψηλό και στις δύο χώρες επίπεδο της αρχαιολογικής έρευνας, οι κοινές εμπειρίες αλλά και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους Έλληνες και Τούρκοι αρχαιολόγοι.
— Ένα μικρό ιστορικό της ανασκαφής;
Η ανασκαφή του Αμορίου που πλέον μετρά 25 χρόνια εργασιών ξεκίνησε ως βρετανικό πρότζεκτ με διευθυντή τον καθηγητή της Οξφόρδης Μάρτιν Χάρισον, ακολούθησε ο Κρις Λάιτφουτ, επιμελητής του Μητροπολιτικού Μουσείου Ν. Υόρκης ενώ από το 2013 τρέχει υπό τουρκική διεύθυνση με τη Ζελιχά Ντεμιρέλ Γκιοκάλπ στο «τιμόνι», καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Anadolu στο Εσκί Σεχίρ.
Η ιδιαιτερότητα εδώ είναι ότι εξαρχής ανασκάφθηκαν μεσαιωνικά, δηλαδή βυζαντινά-μεσοβυζαντινά στρώματα που συνήθως εντοπίζονται ως «απότοκο» ανασκαφών προς αναζήτηση αρχαιότερων πόλεων. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ειδικά τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ. οπότε υπήρξε πρωτεύουσα του Θέματος των Ανατολικών, έδρα στρατιωτικής διοίκησης και πατρίδα τριών αυτοκρατόρων (Μιχαήλ Β', Θεόφιλος και Μιχαήλ Γ').
Το 838μ.Χ. το Αμόριο ύστερα από σκληρή δεκαπενθήμερη πολιορκία αλώθηκε και πυρπολήθηκε από τον αββασίδη χαλίφη της Βαγδάτης Αλ Μοτασίμ ως αντίποινα για την καταστροφή της δικής του ιδιαίτερης πατρίδας Ζάπετρας (Σωζόπετρας) στη Συρία από τον Θεόφιλο – η πόλη αργότερα ανακαταλήφθηκε και ξαναχτίστηκε από τους Βυζαντινούς, δίχως όμως να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη.
Την κατέκτησαν τελικά οι Σελτζούκοι τέλη του 11ου αιώνα μετά την επικράτησή τους στο Ματζικέρτ. Το γεγονός ακριβώς ότι έκτοτε ερήμωσε, μας δίνει τη σπάνια ευκαιρία να ερευνήσουμε και να μελετήσουμε μια μεγάλη βυζαντινή πόλη «ανεμπόδιστα». Η συμμετοχή του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών στις ανασκαφές του Αμορίου χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
— Γιατί θεωρείται τόσο σημαντική;
Καταρχήν, για την έκταση και τον πλούτο των ευρημάτων. Τα περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα είναι συνήθως φτωχικά εξόν κι έχει μεσολαβήσει μια μεγάλη καταστροφή, είτε φυσική όπως στην Πομπηία και τη Θήρα, είτε πολεμική όπως συνέβη στο Αμόριο. Οι άνθρωποι που τις υφίστανται όχι μόνο δεν προλαβαίνουν να πάρουν τίποτα μαζί αλλά συχνά σκοτώνονται ή θάβονται και οι ίδιοι κάτω από τα ερείπια.
Εδώ έχουν εντοπιστεί παχιά στρώματα εδάφους γεμάτα ευρήματα κάθε λογής, κτίρια κατεστραμμένα, ερείπια οχυρώσεων, στρατιωτικές και παραγωγικές εγκαταστάσεις, νοικοκυριά ολόκληρα εγκλωβισμένα, σκεύη, εργαλεία, νομίσματα, όπλα κ.λπ. Οι πληροφορίες που μας δίνουν για τον τρόπο ζωής, την κοινωνική οργάνωση και το βιοτικό επίπεδο των της εποχής είναι σπουδαίες.
— Θα υπάρχουν φαντάζομαι και πολύτιμα ευρήματα.
Ναι, παρά τη λεηλασία που ακολούθησε την κατάκτηση. Ακόμα και σε μέρη που δεν υποψιάζεται κανείς - σε ένα ταπεινό χαμόσπιτο π.χ. μαζί με αγροτικά εργαλεία και νομίσματα βρέθηκε ένα πολύ ωραίο χρυσό σκουλαρίκι με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Έχουμε επίσης σημαντικά από αρχαιολογικής σκοπιάς ευρήματα όπως πολλά κελύφη από όστρακα που μαρτυρούν την ύπαρξη οργανωμένου εμπορικού δικτύου αφού η περιοχή απέχει 600χλμ. από την ακτογραμμή.
Ορισμένα μάλιστα προέρχονται από τόπους πολύ μακρινούς όπως η Ερυθρά Θάλασσα. Άλλα πάλι ευρήματα μαρτυρούν τους στενούς εμπορικούς δεσμούς Βυζαντινών και Αράβων, παρά τους μεταξύ τους πολέμους και τον μακραίωνο ανταγωνισμό για την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο – παράδειγμα, μια σωζόμενη βυζαντινή ζυγαριά της οποίας τα βαρίδια φέρουν αραβικές επιγραφές ή μια μεγάλη βυζαντινή κρασοκανάτα στην οποία κάποιος Άραβας μετά την κατάληψη της πόλης χάραξε πάνω μια υμνητική φράση στον Αλλάχ για τη νίκη.
— Δεν έχει πιστεύετε δοθεί η δέουσα προσοχή στις αραβοβυζαντινές σχέσεις;
Μάλλον όχι, ασχολούμαστε περισσότερο με τους Τούρκους που ακολούθησαν! Υπήρξε ωστόσο μεγάλη αλληλεπίδραση με τους Άραβες, ακόμα και στον πολιτιστικό τομέα. Στην Κωνσταντινούπολη είχε ανεγερθεί τζαμί, αιχμάλωτοι κι από τις δυο πλευρές, αξιωματούχοι και μη πηγαινοέρχονταν στην Πόλη και τη Βαγδάτη, χαλίφηδες αντάλλασσαν επιστολές με βυζαντινούς αυτοκράτορες όπου μεταξύ άλλων αιτούνταν την αποστολή λογίων και χειρογράφων κ.λπ. Σε αυτό τον κόσμο ανάμεσα προσπαθεί να ισορροπήσει και το Αμόριο, έναν κόσμο που λογοτεχνικά περιγράφεται στο εξαιρετικό κείμενο τού Διγενή Ακρίτα.
— Δεν σώζονται νομίζω ακέραιες στον ελλαδικό χώρο σημαντικές βυζαντινές πόλεις όπως αυτή.
Πράγματι, με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη που όμως δεν έπαψε ποτέ να είναι μεγάλο αστικό κέντρο. Η βυζαντινή Θήβα, η Κόρινθος, ο Χάνδακας στην Κρήτη είναι επίσης αξιόλογα αστικά κέντρα, όχι όμως «μεγαλουπόλεις» όπως το Αμόριο, η Αττάλεια, η Νίκαια ή η Άγκυρα στη Μικρασία, η Χερσώνα στην Κριμαία, οι σικελικές πόλεις και φυσικά η πρώτη όλων Κωνσταντινούπολη. Αναφερόμαστε έπειτα σε μια εποχή που το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας είχε μετατεθεί στο μικρασιατικό κομμάτι καθώς Σλάβοι και Βούλγαροι επιβουλεύονταν τα ευρωπαϊκά εδάφη της.
— Πόσο ενδιαφέρονται οι Τούρκοι για τις βυζαντινές αρχαιότητες;
Αυτό είναι όντως ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, παρατηρείται πάντως τελευταία μια μεγάλη προσπάθεια από νέους κυρίως Τούρκους ιστορικούς και αρχαιολόγους για την κατανόηση, ανάδειξη και την προστασία τους. Υπάρχουν τώρα και κάποιες σκοταδιστικές αντιδράσεις σε αυτό το εγχείρημα που όμως δεν είναι τουρκική αποκλειστικότητα, σε πολλές χώρες βλέπουμε απόπειρες να τεθεί η ιστορική κληρονομιά σε ένα ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο. Μήπως κι εμείς εδώ δεν καταστρέφαμε είτε παραμελούσαμε παλιότερα τα οθωμανικά μας μνημεία;
— Λέγεται κατά καιρούς ότι οι Τούρκοι ονομάζουν τις βυζαντινές αρχαιότητες ρωμαϊκές για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι όμως όντως έτσι ή μήπως ιστορικά τουλάχιστον στέκει περισσότερο καθώς οι Βυζαντινοί ονόμαζαν εαυτούς Ρωμαίους;
Αυτό όντως ισχύει, γι΄αυτό και το θέμα που θίγεται εδώ είναι πιο περίπλοκο από ό,τι φαίνεται! Οι λεγόμενοι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονταν εαυτούς ως συνεχιστές της Ρώμης (τον όρο Βυζάντιο καθιέρωσαν μεταγενέστεροι Ευρωπαίοι ιστορικοί), οι ίδιοι οι Τούρκοι άλλωστε τους αποκαλούσαν «Ρουμ». Στην Ελλάδα πάλι τον 19ο αιώνα κάποιοι που ταύτιζαν την Ελλάδα με την κλασική αρχαιότητα αποκλειστικά, την κατ' αυτούς μόνη «καθαρή», χαρακτήριζαν αφενός «Ρωμαιοκρατία» τα ρωμαϊκά μνημεία, αφετέρου «Βυζαντινοκρατία» τα βυζαντινά.
— Πρόκειται πάντως για μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες, ίσως και παρεξηγημένες ιστορικές περιόδους η οποία για πολλούς ταυτίζεται με τη θεοκρατία και τον απολυταρχισμό.
Πράγματι συμβαίνει αυτό, το Βυζάντιο ωστόσο ήταν πολύ περισσότερα πράγματα και ασφαλώς πιο περίπλοκο. Καταρχήν μιλάμε για έναν πολιτισμό που κράτησε χίλια χρόνια και εκτεινόταν κατά καιρούς από τη Σικελία μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και τον Καύκασο κι από τον Δούναβη μέχρι τη Βόρεια Αφρική, μια τεράστια έκταση με πληθώρα λαών και παραδόσεων.
Ο χριστιανισμός, η Ορθοδοξία συγκεκριμένα αποτελεί σίγουρα ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της κρατικής οντότητας, παράλληλα όμως έχουμε φιλοσοφία, διακίνηση ιδεών, τέχνες, γράμματα, τεχνολογικές καινοτομίες... υπήρχε δηλαδή μια διαρκής εξέλιξη, ορατή και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: o Άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης διαφέρει πολύ από τη μεταγενέστερη Παντάνασσα του Μυστρά π.χ.
Η πολιτιστική παραγωγή δεν απευθυνόταν αποκλειστικά σε ένα συντηρητικό, θρησκόληπτο κοινό, ήταν πολυσυλλεκτική. Είναι οπότε ανακριβές το στερεότυπο του Βυζαντίου σαν μιας σκοτεινής περιόδου παρακμής. Οι ίδιοι οι ναοί δεν είχαν αυστηρά θρησκευτικό χαρακτήρα, ήταν παράλληλα δημόσιοι χώροι που προσφέρονταν και για άλλες χρήσεις, όπως άλλωστε συνέβαινε στην αρχαιότητα καθώς επίσης στη νεότερη Ελλάδα μερικές γενιές πριν.
— Στις ανασκαφές του Αμορίου συμμετέχουν Τούρκοι και Έλληνες αρχαιολόγοι. Πόσο συχνές είναι αυτές οι συνεργασίες;
Δυστυχώς όχι όσο θα έπρεπε, δεδομένης μιας πλούσιας και κοινής σε μεγάλο βαθμό αρχαιολογικής κληρονομιάς, καταβάλλονται ωστόσο προσπάθειες κι από τις δυο πλευρές ώστε να πυκνώσουν - το όφελος θα είναι μεγάλο και αμοιβαίο. Ο αρχιτέκτονας Σταύρος Μαμαλούκος συνδράμει π.χ. σε αναστηλώσεις βυζαντινών εκκλησιών στη Βιθυνία, η δική μας πάλι συμβολή στην ανασκαφή του Αμορίου γίνεται οργανωμένα μέσω του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας.
Οι Έλληνες αρχαιολόγοι είμαστε 5-10, ανάλογα τη χρονιά ενώ εκτός από τους Τούρκους συμμετέχουν συνάδελφοι και από άλλες χώρες. Οι σχέσεις πάλι με το κράτος, τα προβλήματα ανάδειξης των μνημείων, ακόμα και το θρησκευτικό παρελθόν και το πώς επηρεάζει το παρόν παρουσιάζουν πολλά κοινά στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Συχνά ας πούμε υφίστανται εδώ όπως αντίστοιχα κι εκεί αντιπαραθέσεις με τις τοπικές πολιτικές ή θρησκευτικές αρχές σε τέτοια θέματα.
— Το Βυζάντιο αλήθεια πώς το αντιμετωπίζουν οι γείτονες;
Υπάρχουν προφανώς πολλές διαφορετικές οπτικές, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα. Το Βυζάντιο θέτει σίγουρα κάποια δύσκολα, αμήχανα ερωτήματα στο εθνικό και ιστορικό τους αφήγημα, όπως και η σχέση τους μαζί του. Αυτό είναι κι ένα κομμάτι της δικής μας προσπάθειας, να βοηθήσουμε να γίνει αντιληπτό πως η μελέτη ενός μεσαιωνικού πολιτισμού όπως ο Βυζαντινός δεν απειλεί τη σύγχρονη Τουρκία, είναι μέρος του παρελθόντος της και ως τέτοιο θα πρέπει να το ενσωματώσει και αναδείξει.
Βυζαντινοί και Τούρκοι είχαν άλλωστε επαφές αιώνες πριν την Άλωση, οι Σελτζούκοι που κατά περιόδους υπήρξαν όχι μόνο αντίπαλοι αλλά επίσης σύμμαχοι ή μισθοφόροι των Βυζαντινών εγκαθίστανται στην περιοχή κατά τον 11ο αιώνα. Ενδιαφέρον είναι δε ότι τον στρατό του Αλ Μοτασίμ που κατέλαβε το Αμόριο αποτελούσαν κυρίως Τούρκοι εφόσον πλέον και το Χαλιφάτο χρησιμοποιούσε μισθοφόρους - είναι μάλιστα η πρώτη φορά που μαρτυρείται έλευση τουρκικών φύλων στη Μικρασία.
— Η σημερινή Τουρκία διανύει μια κρίσιμη περίοδο. Η δική σας εικόνα;
Δουλεύοντας εκεί από το 2002, χρονιά οπότε εξελέγη πρώτη φορά πρωθυπουργός ο Ερντογάν, διαπιστώνω δύο παράλληλες πραγματικότητες: αφενός μια αυξανόμενη ένταση σε εσωτερικό κι εξωτερικό, όπως συνέβη με την περσινή απόπειρα πραξικοπήματος, την εμπλοκή στη Συρία τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, την τρέχουσα οικονομική αναταραχή κ.λπ., αφετέρου μια καθημερινότητα που κινείται με βραδείς ρυθμούς ανεπηρέαστη σχεδόν από τις εξελίξεις, ειδικά στην επαρχία.
Η Τουρκία μέσα στα 16 αυτά χρόνια που μεσολάβησαν έχει βεβαίως αλλάξει ριζικά. Συνέβησαν αφενός μεγάλα εκσυγχρονιστικά ανοίγματα της κοινωνίας και μια εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη η οποία προσέλκυσε ιδίως στην Πόλη και αρκετούς νέους Έλληνες επιχειρηματίες ή εργαζόμενους - τους λεγόμενους Νεορωμιούς, που φτάσανε να ξεπεράσουν αριθμητικά τη γηγενή ελληνική κοινότητα -, αφετέρου απογοητευτικά πισωγυρίσματα. Η διαπάλη αυτή συνεχίζεται αμείωτη.
Ένα ακόμα θετικό αυτής της περιόδου ήταν ο ερχομός χιλιάδων Τούρκων τουριστών στην Ελλάδα – μέχρι στην Κεφαλονιά είδα αρκετούς φέτος! -, γεγονός που εκτός από τις τοπικές οικονομίες συμβάλλει και στην προσέγγιση των δύο λαών, στον αντίποδα των τεταμένων πολλές φορές διακρατικών σχέσεων.
— Οι σχέσεις με τους ντόπιους, συναδέλφους και μη;
Εξαιρετικές, θα έλεγα. Υπάρχει κι εκεί η παράδοση ότι παρά τις έχθρες μας Έλληνες και Τούρκοι είμαστε αδέρφια κατά βάθος, οι δε συνάδελφοι αρχαιολόγοι μας υποδέχθηκαν με ανοικτές αγκάλες. Λόγω βέβαια και των εξελίξεων έχουμε τα τελευταία χρόνια το άγχος αν θα μας επιτρέψουν οι εκεί αρχές να πάμε, ακόμα πάντως δεν έχει προκύψει πρόβλημα.
— Έχει πράγματι συντηρητικοποιηθεί η χώρα, «ισλαμοποιείται» ας πούμε;
Κοιτάξτε, στην περιοχή όπου δουλεύουμε ο κόσμος ήταν ανέκαθεν συντηρητικός και θρήσκος όπως γενικά στην Ανατολία. Η διαφορά είναι ότι αυτό το κομμάτι της Τουρκίας απέκτησε πια μεγαλύτερο έρεισμα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό εντούτοις δεν αφορά μόνο την Τουρκία, συντηρητικοποίηση των κοινωνιών έχουμε επίσης σήμερα σε Ευρώπη και Αμερική, η κατά τόπους μορφή της αλλάζει.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλλαγής αυτής έχω και από προσωπική εμπειρία: τον πρώτο χρόνο της παρουσίας μας εκεί, μάς πήγαν να δούμε έναν παραδοσιακό γάμο στη λέσχη αξιωματικών κοντινής κωμόπολης. Φτάνοντας στην είσοδο, με σταμάτησαν οι φρουροί επειδή ήμουν αξύριστος καθώς μέχρι πρότινος αν διατηρούσες γένι ή αν, ούσα γυναίκα, έφερες μαντήλα – αμφότερα δείγματα θρησκευτικής ευσέβειας -, δεν μπορούσες να μπεις σε στρατιωτικό κτίριο ή δημόσια υπηρεσία! Αυτό πλέον δεν ισχύει.
— Την αντιπαράθεση κοσμικών και ισλαμιστών για την Αγία Σοφία πώς τη βλέπετε;
Αυτή συνδέεται νομίζω περισσότερο με εσωτερικούς συμβολισμούς του τουρκικού κράτους, καθώς η μετατροπή της από τέμενος σε μουσείο το 1935 συνδέεται με την εκκοσμίκευση του Κεμάλ Ατατούρκ. Η σημερινή συζήτηση, οπότε, σχετίζεται κατά βάση με μια αμφισβήτηση αυτής της παράδοσης από κάποιες πλευρές, όχι με την ελληνοτουρκική διαμάχη.
— Είναι βέβαια και το όραμα της προσέγγισης με την Ευρώπη που δοκιμάζεται.
Ναι διότι ειδικά τα προοδευτικότερα κομμάτια της τουρκικής κοινωνίας είχαν επενδύσει πολλά σε αυτό το όραμα που βλέπουν τώρα να απομακρύνεται, όχι πάντως με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας. Υπάρχει έπειτα κι εκεί διχασμός κατά πόσο η χώρα «ανήκει» στην Ανατολή, τη Δύση ή κάπου στο ενδιάμεσο καθώς και μια έντονη δυσπιστία για το κατά πόσο οι Ευρωπαίοι τους «θέλουν» πραγματικά στην ΕΕ.
— Φαίνεται πάντως ότι τα οφέλη για την αρχαιολογία και την ιστορική έρευνα θα είναι πολλαπλά εάν Έλληνες και Τούρκοι συνεργαστούν συστηματικότερα...
Αναμφίβολα! Η βυζαντινή αρχαιολογία ειδικά είναι ένα όχημα που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στην αλληλοκατανόηση και την προσέγγιση των δύο λαών και μάλιστα με ένα τρόπο πιο ισότιμο εφόσον η αρχαιολογική έρευνα όπως και η ανάδειξη και συντήρηση των μνημείων είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο και στις δύο χώρες.
Οι ανασκαφές στη γείτονα είναι συχνά τεράστιες σε έκταση συγκριτικά με την Ελλάδα, οι δε Τούρκοι αρχαιολόγοι που ακολουθούν τη γερμανική παράδοση είναι ιδιαίτερα μεθοδικοί, με συστηματικές δημοσιεύσεις ευρημάτων.
Στα πλαίσια αυτά η ανταλλαγή εμπειριών, η διοργάνωση κοινών συνεδρίων όπως αυτό των βυζαντινών αρχαιολόγων στην Αντάλια (Αττάλεια) που συνδιοργάνωσε πέρσι τον Σεπτέμβριο το δικό μας Ινστιτούτο και θα επαναληφθεί του χρόνου στο Ρέθυμνο, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και φοιτητών μέσω του Erasmus χτίζουν γέφυρες που ευελπιστούμε να πυκνώσουν.
Info
Ο Νίκος Τσιβίκης είναι βυζαντινός αρχαιολόγος, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ρωμαϊκό-Γερμανικό Κεντρικό Μουσείο του Μάιντς στη Γερμανία και εξωτερικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας στο Ρέθυμνο. Είναι μέλος της ομάδας του προγράμματος Ανασκαφής και Αναστήλωσης της αρχαίας Μεσσήνης από το 2005 και επικεφαλής του προγράμματος Αστικής Αρχαιολογίας Αμορίου στην Μικρά Ασία. Έχει εργαστεί σε ανασκαφές στην Ελλάδα (Ελευθέρνα, Μεσσήνη) και στην Τουρκία (Αμόριο, Σαγαλασσός) και δημοσιεύσει μελέτες για τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γλυπτική, επιγραφική και μεταλλοτεχνία στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα τουρκικά. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ομίλου για την Ιστορία και την Κοινωνία καθώς επίσης στην έκδοση του περιοδικού κριτικής Λεύγα, ενώ από φέτος είναι αναπληρωματικό μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Καινοτομίας στον τομέα των Ανθρωπιστικών Σπουδών.
σχόλια