Ανάμεσα στις αφηρημένες έννοιες όπως η ειρήνη, η τύχη, η νέμεση (θεία δίκη) και η θέμις (δικαιοσύνη) που ανυψώθηκαν από τους Έλληνες σε θεότητες και έλαβαν τη μορφή γυναίκας, η νίκη αποτέλεσε μια από τις πρώτες ενσαρκώσεις. Κόρη του Πάλλαντα και της Στυγός (εγγυήτριας του όρκου και της τιμιότητας των θεών) με αδέλφια τον Ζήλο (τον φθόνο και την δίψα κατίσχυσης σε κάθε μορφή ανταγωνισμού) τη Βία και το Κράτος (την ορμή και δύναμη απαραίτητη στις μάχες) κάνει την εμφάνισή της ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. στην ποίηση του Ησιόδου, όπου κερδίζει μαζί με τ’ αδέλφια της μια θέση πλάι στον Δία για τη συνδρομή στην αντιμετώπιση των Τιτάνων.
Η τέχνη την απεικόνισε ως νεανική γυναικεία μορφή με μεγάλες φτερούγες που της επιτρέπουν να πετά πάνω από τη γη διαδίδοντας ως αγγελιοφόρος (άγγελος) τα νέα της νίκης, είτε σε αθλητικό αγώνα είτε σε μάχη. Καθώς πετά, φέρνει στον νικητή τα διακριτικά της νίκης - ένα στεφάνι, μια ταινία, κλαδί φοίνικα, τρόπαιο όπλων ή ναυτικό τρόπαιο. Μόλις επιστρέψει στη γη, συμμετέχει στη χαρά της ελευθερίας ή τη θυσία του νικητή για τους θεούς συμπαραστάτες.
Τις δύο μαρμάρινες Νίκες και πολυάριθμες ακόμη σε χαλκό, πηλό, χρυσά κοσμήματα, στην αγγειογραφία και τα νομίσματα ο επισκέπτης μπορεί να αναζητήσει στο Μουσείο Αρχαίας Αγοράς στη Στοά Αττάλου, στον αρχαιολογικό χώρο Αρχαίας Αγοράς.
Μια φτερωτή Νίκη από τη στέγη της Στοάς του Δία Ελευθερωτή
Τον 5ο αι. μ. Χ. η Αθήνα γνώρισε την τελευταία της άνθηση πριν την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου. Μέσα σε πρόχειρους λάκκους τα μαρμάρινα γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη των κτηρίων της αθηναϊκής αγοράς ασβεστοποιούνταν στον βωμό της ανοικοδόμησης της πόλης, έχοντας ήδη καταστραφεί από τις βαρβαρικές επιδρομές του τέλους του 3ου και του 4ου αι. μ. Χ. Μια ευτυχής για εμάς συγκυρία διέσωσε ένα περίφημο άγαλμα της Νίκης από την αδηφάγο μανία μιας καμίνου, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών το 1933 κοντά στη Στοά του Ελευθερίου Διός. Το άγαλμα, αντί να οδηγηθεί μέσα στον λάκκο, τοποθετήθηκε ως οικοδομικό υλικό στο προχειροφτιαγμένο τοίχωμά του, μαζί με άλλα αρχιτεκτονικά γλυπτά από την πρόσοψη της στοάς, που είχαν καταπέσει μετά την καταστροφή της.
Η Νίκη, που εκτίθεται στο βόρειο άκρο της κιονοστοιχίας της Στοάς Αττάλου, στέκει επάνω σε βάθρο, κινείται ζωηρά με ανοιχτό διασκελισμό και στρέφει το κεφάλι της προς τα πίσω. Φορά μακρύ διάφανο πέπλο και πάνω ένα ιμάτιο, το οποίο κρατούσε με τα δυο χέρια της. Ο αέρινος πέπλος της θεάς κολλούσε λόγω της έντονης κίνησης επάνω στο στήθος και τους μηρούς, αφήνοντας να διαφανεί το σφριγηλό σώμα της. Δύο ορθογώνιοι τόρμοι στην πλάτη της προορίζονταν για την προσθήκη των φτερών, βασικό χαρακτηριστικό της Νίκης. Το ακρωτήριο χρονολογείται στα χρόνια του πλούσιου ρυθμού, γύρω στο 400 π.Χ. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πλασίματός της αναγνωρίζονται στις Νίκες του θωρακίου του Ναού της Αθηνάς Νίκης και ιδιαίτερα σε εκείνες της βόρειας πλευράς, όπου έχει διαπιστωθεί η εργασία του γλύπτη Παιωνίου από τη Μένδη.
Ένα πρόσωπο για τη Νίκη της Αθηνάς Παρθένου
Το καλοκαίρι του 1970 ο σημερινός διευθυντής των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αρχαία Αγορά John Camp, ερευνώντας το περιστύλιο μιας πολυτελούς οικίας του τέλους των αρχαίου κόσμου (4ος-6ος αι. μ.Χ.) στις βόρειες υπώρειες του Αρείου Πάγου, άντλησε μέσα από το πηγάδι έναν θησαυρό της αττικής γλυπτικής: ένα ωραίο γυναικείο κεφάλι, με στιβαρό και μακρύ λαιμό, μεγέθους μεγαλύτερου του φυσικού, με χαμηλό επίπεδο μέτωπο και μαλλιά που χωρισμένα στη μέση πλαισίωναν κυματιστά το πρόσωπο και συγκρατούνταν πίσω με φαρδιά ταινία (κεκρύφαλο) που περιέβαλλε το κεφάλι τρεις φορές.
Η οικία, γνωστή στην έρευνα ως «Οικία Ω», πιθανώς στέγασε ένα από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της ύστερης αρχαιότητας τα οποία διατήρησαν ζωντανή την αίγλη της Αθήνας ως «πόλης των φιλοσόφων». Φαίνεται πως οι ιδιοκτήτες της πριν την εγκαταλείψουν είχαν αποκρύψει αγαπημένα γλυπτά της συλλογής τους, έργα από τον 4ο αι. π. Χ έως τον 2ο αι. μ.Χ., με την προσδοκία να τα ανασύρουν όταν θα επέστρεφαν. Η εκδίωξη των φιλοσόφων από την Αθήνα θεωρείται ως το αποτέλεσμα του έδικτου του Ιουστινιανού για το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της το 527, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της διοίκησης της εν χριστώ αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, χωρίς αντιπερισπασμούς από τους φιλοσόφους της θύραθεν παιδείας.
Η κεφαλή από την Οικία Ω παρουσίαζε ολοφάνερες ομοιότητες με άλλα δύο τουλάχιστον έργα: την κεφαλή Hertz (από το όνομα της φιλότεχνης συλλέκτριας) και μια προτομή από ερμαϊκή στήλη που βρίσκονταν σε Μουσεία στη Ρώμη και στο Βατικανό αντίστοιχα, και θεωρούνταν ρωμαϊκά αντίγραφα ενός πολύ σημαντικού γλυπτού της θεάς Νίκης της κλασικής εποχής, φιλοτεχνημένα τον 2ο αιώνα μ. Χ.
Στις ανασκαφές της αρχαίας Ολυμπίας είχαν από το 1875-1880 έλθει στο φως τμήματα ενός αριστουργήματος, το οποίο ταυτίστηκε με τη Νίκη του γλύπτη Παιωνίου, αφιέρωμα των Μεσσηνίων και Ναυπακτίων στον Δία για τη νίκη τους (ως σύμμαχοι των Αθηναίων) εναντίον των Λακεδαιμονίων στη Σφακτηρία το 425 π.Χ. λόγω της αναφοράς του περιηγητή Παυσανία και της επιγραφής του βάθρου του. Αν και από το κεφάλι του γλυπτού διατηρούνταν μόνο το πίσω μέρος, παρουσίαζε ομοιότητες με τα δύο έργα των ιταλικών συλλογών και για δεκαετίες θεωρήθηκε πως ήταν το πρωτότυπο που εκείνα ανέγραφαν. Η κεφαλή Hertz χρησιμοποιήθηκε για πλήθος αποκαταστάσεων του γλυπτού του Παιωνίου, όχι μόνο γραφικών αλλά και σε γύψο, τα οποία εμπλούτισαν πανεπιστημιακές και μουσειακές συλλογές της Ευρώπης.
Ωστόσο, η διαφορετική κλίση του κεφαλιού, (καθώς η Νίκη του Παιωνίου κατέρχεται ιπτάμενη και κοιτάζει προς τη γη και δεξιά της, ενώ τα αντίγραφα κοιτάζουν ευθέως και στρέφονται λίγο προς τα αριστερά), τα πιο πρώιμα κλασικά χαρακτηριστικά του προσώπου των αντιγράφων σε σχέση με το άγαλμα του Παιωνίου που ανήκει στον «πλούσιο ρυθμό» του τέλους του 5ου αι. π.Χ. και επίσης η χωρίς προηγούμενο υπόθεση αντιγραφής ενός αναθήματος του ιερού της Ολυμπίας στην Αθήνα, την πόλη πρότυπο στην ιστορία της γλυπτικής, προβλημάτιζαν τους ερευνητές, χωρίς όμως να απορρίπτεται η ταύτιση. Μέχρι που η αρχαιολόγος Evelin Ηarrison, μελετητήρια για δεκαετίες των γλυπτών από τις ανασκαφές της Αθηναϊκής Αγοράς, πρότεινε μια νέα ερμηνεία. Θεώρησε ότι το κεφάλι που βρέθηκε στο πηγάδι της οικίας του Αρείου Πάγου θα μπορούσε να αντιγράφει σε κλίμακα 1:1 την κεφαλή του αγάλματος Νίκης, ύψους «όσον τεσσάρων πηχών» (σχεδόν δύο μέτρων) σύμφωνα με τον περιηγητή του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανία (1 24.7), που κρατούσε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, το οποίο φιλοτέχνησε ο Φειδίας για τον Παρθενώνα και αφιερώθηκε το 438 π.Χ.
Το έργο που μας δίνει την πληρέστερη απεικόνιση του αριστουργήματος του Φειδία είναι το μαρμάρινο μικρογραφικό αντίγραφο του (του 2ου-3ου αι. μ.Χ.) που κοσμούσε μια άλλη ρωμαϊκή έπαυλη στην περιοχή του Βαρβακείου Λυκείου και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το αντίγραφο διατηρεί τη φτερωτή Νίκη που μόλις έχει προσγειωθεί ή ετοιμάζεται να πετάξει από την παλάμη της Αθηνάς, αλλά χωρίς το κεφάλι. Στη μαρμάρινη κεφαλή της Οικίας του Αρείου Πάγου η κλίση και η ελαφριά ασυμμετρία, ο ευθύς λαιμός (σαν λαιμός πουλιού που επιμηκύνεται κατά την προσγείωση κατά την Harrison), η επίπεδη πραγμάτευση του μαντηλιού ίσως για την καλύτερη πρόσφυση στεφανιού, όπως γνωρίζουμε από τους καταλόγους των ιεροταμιών του Παρθενώνα ότι δεχόταν το πρωτότυπο, και το μέγεθος που μας δίνει συνολικό ύψος για την μορφή περίπου στο 1.90 μ., όπως μαρτυρούν και οι πηγές για την Νίκη της Παρθένου, συνηγορούν προς την ταύτιση της Ε. Harrison.
Με ποια αφορμή όμως παράγονται μια σειρά από ακριβή αντίγραφα του κεφαλιού της Νίκης της Αθηνάς Παρθένου αυτή την εποχή στην Αθήνα; Πυρκαγιά που μαρτυρείται στον Παρθενώνα στους ρωμαϊκούς χρόνους φαίνεται πως απαίτησε την ανέγερση ικριώματος προκειμένου να επισκευαστεί το άγαλμα του Φειδία, που είχε υποστεί φθορές, κι επέτρεψαν την εκ του σύνεγγυς παρατήρηση και δημιουργία καλουπιών του ελεφάντινου προσώπου της Νίκης. Άλλωστε ο 2ος αι. μ.Χ. είναι μια εποχή κατά την οποία σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας τα αγάλματα της Αθήνας και ιδιαίτερα τα γλυπτά του Παρθενώνα αντιγράφονταν κατά κόρον για να καλύψουν ιδιωτικές και αυτοκρατορικές παραγγελίες. Στην Αγορά, το άγαλμα του Ερμή είχε διαρκώς πάνω του πίσσα από την καθημερινή διαδικασία λήψης καλουπιών για την παραγωγή αντιγράφων του, όπως παραστατικά περιγράφει ο Λουκιανός (Ζευς τραγωδός 33).
Τις δύο μαρμάρινες Νίκες και πολυάριθμες ακόμη σε χαλκό, πηλό, χρυσά κοσμήματα, στην αγγειογραφία και τα νομίσματα ο επισκέπτης μπορεί να αναζητήσει στο Μουσείο Αρχαίας Αγοράς στη Στοά Αττάλου, στον αρχαιολογικό χώρο Αρχαίας Αγοράς.
*Οι Μαρία Λιάσκα και Κλειώ Τσόγκα είναι Επιμελήτριες Αρχαιοτήτων Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών
To κείμενο επιμελήθηκε η Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών κ. Ελένη Σπ. Μπάνου, αρχαιολόγος PhD
Φωτογραφία ανοίγματος: Η ανεύρεση της Νίκης τον Μάρτιο 1933. Αρχείο Ανασκαφών Αρχαίας Αγοράς