Ήταν οι «δέκα μέρες που άλλαξαν τον κόσμο» μια φωτεινή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια διάπυρη υπόσχεση ελευθερίας και ισότητας ή προοίμιο εγκαθίδρυσης ενός βάρβαρου, ολοκληρωτικού καθεστώτος με δήθεν φιλολαϊκό προφίλ; Τι ιστορικά διδάγματα μπορεί να αντλήσει κανείς από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες εκείνου του «κόκκινου Οκτώβρη», πώς εκτιμώνται και πώς ερμηνεύονται σήμερα αυτές; Ο Έλληνας ιστορικός και διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) Κωστής Καρπόζηλος και ο Γερμανός φιλόσοφος Μίχαελ Μπρι, επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, γράφουν σχετικά:
1917: Η στιγμή του ενδεχόμενου
Του Κωστή Καρπόζηλου*
Κάτι λιγότερο από σαράντα δευτερόλεπτα. Τόσο διήρκεσε την παγωμένη νύχτα της 26ης Δεκεμβρίου του 1991 η υποστολή της κόκκινης σημαίας στο Κρεμλίνο. Τίποτα το ιδιαίτερα δραματικό δεν συμβαίνει κατά τη διάρκειά τους. Κι όμως, όταν πια η σημαία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του ιστού, είναι αδύνατο να μη συλλάβει κανείς τη συγκλονιστική ιστορική μεταβολή: η κόκκινη σημαία δεν θα ξανακυμάτιζε στο Κρεμλίνο. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνες τις εξελίξεις που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοσμοϊστορικές. Η αποσύνθεσή της σήμανε την οριστική αναδιάταξη των γεωπολιτικών ισορροπιών, την επαναχάραξη του ευρωπαϊκού χάρτη, την ιστορική κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, την περίφημη μετασοβιετική. Ταυτόχρονα, τα σαράντα δευτερόλεπτα της 26ης Δεκεμβρίου του 1991 καθόρισαν, ανεπιστρεπτί, τον τρόπο που μπορούμε να σκεφτούμε σχετικά με την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Εάν έως εκείνο το σημείο αποτελούσε Ιστορία εν εξελίξει, μετά από αυτό ανήκε στο παρελθόν. Κάθε αφήγηση που ξεκινά από τη γενέθλια πράξη της, το 1917, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη της το 1991.
Έναν αιώνα από το 1917 και σχεδόν τριάντα χρόνια από το 1991, θα ήταν παραγωγικό αν μπορούσαμε, παρά τη δεδομένη δυσκολία, να αποσυνδέσουμε τις δύο ημερομηνίες στη συλλογιστική μας. Όχι για να καταδυθούμε στο «τι θα γινόταν αν» αλλά για να επανεκτιμήσουμε το μετασχηματιστικό φορτίο που απελευθέρωσαν οι δύο μεγάλες επαναστάσεις του 1917: η ανατροπή του Τσάρου τον Φεβρουάριο και η επικράτηση των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο. Όσα ακολούθησαν σήμερα φαντάζουν σαν μια προκαθορισμένη χορογραφία. Εκείνη τη στιγμή όμως; Οι δύο επαναστάσεις μοιράζονταν κοινό υπόστρωμα: την πίστη στην αναγκαιότητα για μια θετική ιστορική εξέλιξη εν μέσω ενός πολέμου που τροποποιούσε μέσα από την καθημερινή του εξέλιξη παγιωμένες δομές, αντιλήψεις και νοοτροπίες. Η επιτυχία των ρωσικών επαναστάσεων υπογράμμιζε τη δυνατότητα για μια νέα αρχή μέσα σε συνθήκες καταστροφής: ένα καθεστώς αιώνων κατέρρευσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μια κοινωνία συνώνυμη της καθυστέρησης, σύμφωνα με την οπτική της εποχής, διεκδικούσε τον ρόλο της ατμομηχανής στην παγκόσμια ιστορική εξέλιξη, μια μειοψηφική αντίληψη, αυτή των μπολσεβίκων, εντός του σοσιαλιστικού κινήματος πυροδοτούσε με το παράδειγμά της την ανάδυση ενός νέου τύπου πολιτικής οργάνωσης από τις αποικίες έως τις μητροπόλεις του δυτικού κόσμου.
Οι υπέρμαχοι του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα επιμένουν ότι το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν αποτέλεσμα της αδήριτης κίνησης των νόμων της Ιστορίας, ενώ στον αντίποδα η κυρίαρχη αντικομμουνιστική αντίληψη αντιμετωπίζει το 1917 ως το προοίμιο της ανάδυσης του σταλινικού ολοκληρωτισμού του Μεσοπολέμου.
Συχνά καταφεύγουμε σε αναλογίες για να μιλήσουμε για το παρελθόν. Στο πνεύμα αυτό, η επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917 έχει απεικονιστεί ως σεισμός, ως μια άξαφνη μετατόπιση που με τη σειρά της δημιούργησε ρήγματα στο κέλυφος της υδρογείου. Η καταφυγή στο σχήμα του σεισμού είναι βολική· υπογραμμίζει τη ρήξη στην ιστορική εξέλιξη, τις διαχωριστικές γραμμές εντός και εκτός της κάθε κοινωνίας, την ευθεία γραμμή που συνδέει την Πετρούπολη με κάθε σημείο του πλανήτη όπου αναδύθηκαν επίδοξοι μιμητές των μπολσεβίκων. Η μελέτη όμως της επαναστατικής στιγμής του ίδιου του 1917 υποδεικνύει μια ρευστή, χαοτική εικόνα μεγάλης αναστάτωσης. Κάτι ανάμεσα σε παλιρροϊκό κύμα και έναν ανεμοστρόβιλο που μέσα από την ίδια του την πορεία ανασυντίθεται ο ίδιος και ανασυνθέτει το περιβάλλον του. Σε αυτή την πορεία δεν υπήρχε προκαθορισμένη διαδρομή.
Αντίθετα, οι τρέχουσες αντιλήψεις για το 1917 επιμένουν στο ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα. Οι υπέρμαχοι του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα επιμένουν ότι το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν αποτέλεσμα της αδήριτης κίνησης των νόμων της Ιστορίας, ενώ στον αντίποδα η κυρίαρχη αντικομμουνιστική αντίληψη αντιμετωπίζει το 1917 ως το προοίμιο της ανάδυσης του σταλινικού ολοκληρωτισμού του Μεσοπολέμου. Με έναν παράδοξο τρόπο οι δύο αυτές οπτικές συγκλίνουν στον τρόπο ανάγνωσης του παρελθόντος, καθώς μοιράζονται μια γραμμική, νομοτελειακή αντίληψη γύρω από την ιστορική εξέλιξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, αφυδατώνουν την επαναστατική στιγμή από τον πυρήνα της: το ενδεχομενικό της φορτίο, την αίσθηση εκείνη ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο πια, δίχως κανείς να ξέρει πώς θα ήταν η επόμενη από αυτήν ημέρα.
Σήμερα ξέρουμε την επόμενη ημέρα. Και αυτό είναι ένα χειραφετητικό και συνάμα καθηλωτικό φορτίο. Οι συσσωρευμένες ήττες του κομμουνιστικού κινήματος κληροδοτούν στον 21ο αιώνα την επίγνωση ότι καμία επαναστατική βεβαιότητα δεν εγγυάται την ευθύγραμμη πορεία προς ένα πιο ευτυχισμένο μέλλον. Αυτή είναι μια παραγωγική χειραφέτηση, η οποία όμως έχει και το τίμημά της: ο τρόπος που σκεφτόμαστε γύρω από το μέλλον είναι προσδιορισμένος από την ενδόμυχη ανησυχία μήπως κάθε μεγάλη ανατροπή εμπεριέχει εν τέλει ένα καταστροφικό φορτίο που αργά ή γρήγορα θα κάνει την εμφάνισή του. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το 1991. Και σε μεγάλο βαθμό, δεν πρέπει. Δεν πρέπει να εξορίσουμε από το βλέμμα μας τα στρατόπεδα αναμόρφωσης, τις «διεθνιστικές επεμβάσεις», την εξόντωση επαναστατών στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας, τη γραφειοκρατική οσμή των κομματικών προτεραιοτήτων. Τίποτα όμως από αυτά δεν ενυπήρχε στο 1917. Αυτό που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει –για να παραφράσω τα τελευταία λόγια της Ρόζα Λούξεμπουργκ– είναι η υπόμνηση ότι η εμπρόθετη δράση των ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει ριζικά τις περιοριστικές συνθήκες που εκάστοτε παρόντος.
* Ο Κώστας Καρπόζηλος είναι ιστορικός, διευθυντής των ΑΣΚΙ.
Όταν η «έφοδος στον ουρανό» υποσχόταν τον καλύτερο δυνατό κόσμο
Του Μίκαελ Μπρι*
Όταν αναφερόμαστε στον 20ό αιώνα, είναι απολύτως θεμιτό να μιλάμε για την «εποχή των άκρων», όπως εισηγήθηκε ο μαρξιστής ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι σπόροι απ' όπου ξεφύτρωσαν αυτά τα άκρα είχαν φυτευτεί κατά τη διάρκεια διαδικασιών πολύ πριν από την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία από τους μπολσεβίκους και την εμφάνιση και εδραίωση του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού σε Ιταλία και Γερμανία. Πρώτη η Εβραία Γερμανοαμερικανίδα φιλόσοφος Χάνα Άρεντ επισήμανε, στο έργο της «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού», ότι τα πρώτα στοιχεία μιας ολοκληρωτικής μορφής κυριαρχίας εφαρμόστηκαν αρχικά από τις ιμπεριαλιστικές-φιλελεύθερες δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, καθώς βεβαίως και από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ στις αποικίες τους ή στις κατακτητικές τους εξορμήσεις. Έτσι, εμφανίστηκε ένας τύπος πολιτικής που θεωρούσε τους ανθρώπους απλώς μέσον, πρώτη ύλη στη διάθεσή της αλλά και αντικείμενο εξόντωσης.
Το πρώτο και σημαντικότερο δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από τον 20ό αιώνα, λοιπόν, είναι ότι ένας τέτοιος τύπος πολιτικής είναι απολύτως απαράδεκτος. Βλέπουμε ωστόσο πως ξαναβρίσκει έδαφος: το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη, είναι τα σύγχρονα «Bloodlands». Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γκουαντάναμο δεν είναι το μόνο ταμπού που έσπασε.
Οι κοινωφελείς υπηρεσίες, οργανωμένες από κοινού, δηλαδή κομμουνιστικά, είναι η βάση της ελευθερίας. Και αντίστροφα, η ελευθερία είναι απαραίτητη ώστε να διαμορφώσουμε αυτήν τη βάση δημοκρατικά και να μην την αφήσουμε να μετατραπεί σε φυλακή
Δεύτερον, ανάμεσα στον κομμουνισμό και στον φασισμό, παρά τις ομοιότητες στις μεθόδους τους, υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή, η οποία εξηγεί κιόλας τον καταστροφικό πόλεμο της χιτλερικής Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση δεν αντέδρασε εξίσου καταστροφικά: ο φασισμός, τόσο ως προς τους σκοπούς του όσο και ως προς τα μέσα του είναι το Κακό. Η κυριαρχία και η καταστροφή είναι ο σκοπός και το μέσον. Αντίθετα, στον κομμουνισμό υπήρχε πάντοτε αυτό που ο σοσιαλδημοκράτης Έρχαρντ Έπλερ είχε ονομάσει ανθρωπιστικό πυλώνα του κομμουνισμού. Ακόμα και στη σοβιετική και στην κινέζικη μορφή του, ο κομμουνισμός θεωρούσε πάντοτε ότι υπηρετούσε τον στόχο μιας κοινωνίας των ελεύθερων και ίσων ανθρώπων. Η δικτατορία νομιμοποιήθηκε ως μέσον για την επίτευξη των συνθηκών προς μια τέτοια κοινωνία. Κι εδώ δεν μιλάμε καθόλου για κενά λόγια. Όταν οι εξουσιαστές συνειδητοποίησαν οριστικά ότι τα μέσα που χρησιμοποιούσαν δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να εναρμονιστούν με τον σκοπό τους παρά αποτελούσαν ευθεία και διαρκή αντίθεση σε αυτόν, οι κομμουνιστικές ελίτ στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη ύψωσαν λευκή σημαία. Βεβαίως, οι λαϊκές κινητοποιήσεις στην Πολωνία συνέβαλαν σημαντικά στη διαδικασία αυτής της συνειδητοποίησης.
Το κομμουνιστικό στοιχείο συνεχίζει να έχει σημασία σε σχέση με τις συνθήκες μιας κοινής ζωής – είτε μιλάμε για τον πλούτο και την ομορφιά της φύσης είτε για την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη και φροντίδα, για ζωντανές πόλεις και για πολύμορφες αγροτικές περιοχές. Αυτό ισχύει παγκοσμίως. Καθεμιά και καθένας έχει το δικαίωμα σε αξιοπρεπή ζωή, όλοι και όλες μας είμαστε υποχρεωμένοι να συνεισφέρουμε αλληλέγγυα σ' αυτό. Θα λέγαμε λοιπόν: μια αξιοπρεπής ζωή, ειδικά για τους πιο αδύναμους της παγκόσμιας κοινωνίας, και σε ισότιμη βάση για όλους χτίζεται σε θεμέλια κομμουνιστικά. Εάν ακολουθήσουμε τη Βίβλο, ο Θεός έδωσε τα θεμέλια αυτά από κοινού σε όλους για να τα διαφυλάξουν και να τα εμπλουτίσουν. Τώρα πρέπει όλοι μαζί να προφυλάξουμε και να επεκτείνουμε τα θεμέλια αυτά, χωρίς τα οποία οι ελευθερίες των πολιτών είναι κάστρα χτισμένα στην άμμο. Άρα θα λέγαμε: η κομμουνιστική αρχή «καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» ισχύει για τα θεμελιώδη αγαθά μιας ελεύθερης ζωής. Η αρχή «στον καθένα ανάλογα με τις επιδόσεις του» αρχίζει να ισχύει όταν μιλάμε για κάτι παραπάνω από τα θεμελιώδη αγαθά. Οι κοινωφελείς υπηρεσίες, οργανωμένες από κοινού, δηλαδή κομμουνιστικά, είναι η βάση της ελευθερίας. Και αντίστροφα, η ελευθερία είναι απαραίτητη ώστε να διαμορφώσουμε αυτήν τη βάση δημοκρατικά και να μην την αφήσουμε να μετατραπεί σε φυλακή.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφει από τη φυλακή προς τους μπολσεβίκους, τους στενότερους συντρόφους της: «Ελευθερία είναι πάντα η ελευθερία των διαφορετικά σκεπτόμενων», και εξηγεί: «Δεν ήμασταν ποτέ ειδωλολάτρες της τυπικής δημοκρατίας, δηλαδή διαχωρίζουμε διαρκώς τον κοινωνικό πυρήνα από την πολιτική μορφή της αστικής δημοκρατίας, αποκαλύπτουμε διαρκώς τον σκληρό πυρήνα της κοινωνικής ανισότητας και ανελευθερίας κάτω από το γλυκό περίβλημα της τυπικής ισότητας και ελευθερίας – όχι για να τις απορρίψουμε αλλά για να παρακινήσουμε την εργατική τάξη να μην αρκείται μόνο στο περίβλημα παρά να κατακτήσει την πολιτική εξουσία για να τη γεμίσει με νέο κοινωνικό περιεχόμενο. Ιστορικό καθήκον του προλεταριάτου, όταν έρθει στην εξουσία, είναι να αντικαταστήσει την αστική δημοκρατία με τη σοσιαλιστική, όχι να καταργήσει κάθε δημοκρατία».
Υπάρχουν δύο πράγματα που πιστεύω πως πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε: πρώτον, πρέπει να μας είναι πάντοτε ξεκάθαρο πόσο σημαντικό είναι να απωθούμε τα βάρβαρα στοιχεία που όλο και ξεφυτρώνουν. Αυτό αρχίζει με την καταπολέμηση της βίας ενάντια στους πρόσφυγες και στους διαφορετικά σκεπτόμενους. Έχει όμως επίσης να κάνει με το εξής: σε πόσο μεγάλες περικοπές συντάξεων και κρατικών παροχών στην υγεία μπορούν να υποβληθούν οι πολίτες, όταν το κράτος τους δεν είναι αξιόχρεο, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας; Γιατί τα συμφέροντα δανειστών και τραπεζών προέχουν απέναντι στα συμφέροντα της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων; Η καταστροφή του περιβάλλοντος παράγει βαρβαρότητα. Όταν ο Πάπας Φραγκίσκος λέει «αυτή η οικονομία σκοτώνει», δεν πρέπει να το θεωρούμε απλώς ένα έξυπνο μότο αλλά να αναρωτηθούμε ποιες πλευρές της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής τάξης είναι πραγματικά βάρβαρες, οδηγώντας σε ολοκληρωτικές μορφές εξουσίας. Εάν απορρίπτουμε τις συνέπειες, πρέπει να παλέψουμε ενάντια στις αιτίες.
Δεύτερον, επαναστάσεις όπως αυτές στη Ρωσία το 1917 και στην Κίνα μετά το 1945, αλλά και στο Μεξικό το 1905, ή η επανάσταση του 1989/91, δείχνουν ότι την ώρα της κρίσης οφείλει να γίνει ό,τι είναι αναγκαίο. Τα συσσωρευμένα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά. Το «συνεχίζουμε όπως πριν» απαγορεύεται τέτοιες ώρες. Ειδικά όσοι θέλουν να διαφυλάξουν και να διευρύνουν την ελευθερία πρέπει να είναι έτοιμοι να λάβουν υπόψη τα δίκαια κοινωνικά, οικονομικά ή και οικολογικά αιτήματα και τις εθνικές προσδοκίες, παραμερίζοντας προς όφελός τους ή τουλάχιστον περιορίζοντας τα προνόμια των λίγων, του 1%. Το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ είναι ένα καλό παράδειγμα γι' αυτό. Ακόμα και το 1917 υπήρχαν εναλλακτικές.
Σήμερα, οκτώ άνδρες κατέχουν περιουσία τόσο μεγάλη όσο όλη η περιουσία του φτωχότερου μισού της ανθρωπότητας μαζί, κάτι χυδαίο που δεν μπορεί να βγει σε καλό. Τα σημάδια στον τοίχο είναι απαραγνώριστα. Όλος ο τρόπος παραγωγής και ζωής στη Δυτική Ευρώπη βασίζεται στην ανισότητα και στην καταστροφή της φύσης. Ταυτόχρονα, ζούμε κάτω από τις δυνατότητές μας όσον αφορά μια καλή ζωή, ευημερία, αφθονία χρόνου για εμάς και τους γύρω μας. Το χάσμα ανάμεσα στα συσσωρευμένα άλυτα παγκόσμια και ευρωπαϊκά προβλήματα αφενός και τις σημερινές μορφές αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων αφετέρου μεγαλώνει ολοένα γρηγορότερα. Μας περιμένουν πολύ ισχυρές κρίσεις. Όταν βρεθούμε στη δίνη τους, προκειμένου να διαφυλάξουμε την ελευθερία και ταυτόχρονα να προστατέψουμε και να διευρύνουμε τα κομμουνιστικά θεμέλια μιας αλληλέγγυας συμβίωσης, δεν επιτρέπεται να ξεχάσουμε τα διδάγματα του 1917 και του 1989.
* Ο Michael Brie είναι φιλόσοφος και επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο.
Το κείμενο βασίζεται σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Zeitschrift Außerschulische Bildung», τεύχος 3/2017, που αναδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Επιλογή-μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη