Η επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’ βγαίνει από τη σκιά, καθώς η αποκατάσταση του διαμερίσματός της στις Βερσαλίες αποκαλύπτει τη μυστική της ζωή. H κατά κόσμον Ζαν ντι Μπαρί, η ζωή της οποίας αποτελεί το θέμα μιας νέας ταινίας του Netflix με τον Τζόνι Ντεπ στον ρόλο του Λουδοβίκου και τη Γαλλίδα Μαϊγουέν στη σκηνοθεσία και τον ομώνυμο ρόλο, ήταν η τελευταία ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’ στην Αυλή των Βερσαλιών, μετά τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ.
Το Παρίσι έχει μια αφορμή για να γιορτάσει αυτό τον Οκτώβριο τους Λουδοβίκους και τα παλάτια τους που βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα της δημοφιλίας ανάμεσα σε Γάλλους και επισκέπτες της χώρας, αφού στα τέλη του Οκτωβρίου του 1722 έγινε η στέψη του Λουδοβίκου ΙΕ’ στον καθεδρικό ναό της Ρεμς.
Τριακόσια χρόνια μετά το Παλάτι των Βερσαλιών γιορτάζει την επέτειο με μια έκθεση που περιλαμβάνει 400 έργα και αντικείμενα που αποκαλύπτουν την ιδιωτική ζωή ενός μονάρχη του οποίου ο τρόπος ζωής και η πολιτική του άνοιξαν τον δρόμο για τη Γαλλική Επανάσταση.
«Κόσμημα» της έκθεσης και πιο σκαμπρόζικο «έκθεμα» είναι τα ανακαινισμένα δωμάτια της Μαντάμ Ντι Μπαρί, τα οποία είναι πλήρως ανοιχτά στο κοινό για πρώτη φορά.
Ζούσε σε μια σουίτα δεκατεσσάρων δωματίων ακριβώς πάνω από τα ιδιωτικά διαμερίσματα του κατά είκοσι οκτώ χρόνια μεγαλύτερού της Λουδοβίκου. Έβλεπε στην κεντρική μαρμάρινη αυλή του κάστρου και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν από πέντε πόρτες: μία για τους επισκέπτες, μία για τους υπηρέτες και τρεις για τον βασιλιά, συμπεριλαμβανομένης μιας μυστικής σκάλας που οδηγούσε απευθείας στην κρεβατοκάμαρα.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών, και με κόστος πέντε εκατομμύρια ευρώ, οι Παριζιάνοι ειδικοί στην αποκατάσταση Ateliers Gohard ανακαίνισαν το σπίτι του δέκατου όγδοου αιώνα, αφαιρώντας τις στρώσεις των χρωμάτων για να αποκαλύψουν αυτά που είχε επιλέξει η ερωμένη του βασιλιά.
Για να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση, παρασκευάστηκαν χρώματα που ταιριάζουν με τις συνταγές του δέκατου όγδοου αιώνα, με τη χρήση φυσικών χρωστικών ουσιών, και στη συνέχεια εφαρμόστηκαν πάνω από ένα στρώμα κόλλας από δέρμα κουνελιού και κιμωλία από τα αυθεντικά λατομεία στο γειτονικό Mεντόν. Το επίχρυσο έχει στιλβωθεί και τα φύλλα χρυσού που λείπουν έχουν αντικατασταθεί σχολαστικά. Το διαμέρισμα έχει διακοσμηθεί με αντικείμενα εποχής από τις αποθήκες των Βερσαλιών.
Ζούσε σε μια σουίτα δεκατεσσάρων δωματίων ακριβώς πάνω από τα ιδιωτικά διαμερίσματα του κατά είκοσι οκτώ χρόνια μεγαλύτερού της Λουδοβίκου. Έβλεπε στην κεντρική μαρμάρινη αυλή του κάστρου και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν από πέντε πόρτες: μία για τους επισκέπτες, μία για τους υπηρέτες και τρεις για τον βασιλιά, συμπεριλαμβανομένης μιας μυστικής σκάλας που οδηγούσε απευθείας στην κρεβατοκάμαρα.
Η κρεβατοκάμαρα και οι κύριοι χώροι υποδοχής ήταν βαμμένοι λευκοί, με διακόσμηση και καλούπια που είχαν διακοσμηθεί με φύλλα χρυσού. Άλλα δωμάτια, όπως η βιβλιοθήκη και η αίθουσα για τα παιχνίδια, είχαν διακριτικά πράσινα, μπλε και λιλά ροζ χρώματα. Το μπάνιο διακοσμήθηκε με αδιάβροχο γυαλιστερό βερνίκι σε πρωσικό μπλε.
Διαθέτει –και είναι αξιοσημείωτο για την εποχή– ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό και δύο μπανιέρες: μία για σαπούνισμα και μία για ξέπλυμα. Ένα τζάκι ήταν σμιλευμένο σε κόκκινο μάρμαρο με σπάνια μοτίβα φοινικόδεντρων, ενώ ένα σαλόνι ήταν επιπλωμένο σε στυλ Chinoiserie.
Η Μαντάμ ντι Μπαρί γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια το 1743 στο Βοκουλέρ, 300 χιλιόμετρα ανατολικά του Παρισιού, με το όνομα Ζαν Μπεκί. Ήταν η νόθα κόρη μιας φτωχής μοδίστρας και ενός μοναχού μάλλον.
Ένας από τους γνωστούς της μητέρας της και πιθανώς πρόσκαιρος εραστής της, ο Ντιμονσό, πήρε εκείνη και την τρίχρονη Ζαν υπό την προστασία του όταν ταξίδεψε από το Βοκουλέρ στο Παρίσι. Εκεί η μητέρα της τοποθετήθηκε ως μαγείρισσα στο σπίτι του, ενώ η μικρή Ζαν ήταν υπό την προστασία της ερωμένης του Ντιμονσό, η οποία φρόντισε τη Ζαν.
Η εκπαίδευση της Ζαν ξεκίνησε σε ένα μοναστήρι που ονομαζόταν Couvent de Saint Aurea, το οποίο εγκατέλειψε όταν θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε η εκπαίδευσή της, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, και είχε «ενηλικιωθεί». Μητέρα και κόρη εκδιώχθηκαν από το νοικοκυριό του Ντιμονσό μάλλον για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και η νεαρή Ζαν γύριζε τους δρόμους του Παρισιού ως μικροπωλήτρια ψευτοκοσμημάτων και μπιχλιμπιδιών. Δούλεψε ως βοηθός ενός κομμωτή, ως dame de compagnie (συνοδός) σε μια ηλικιωμένη χήρα, ως βοηθός μυλωνά και πωλήτρια σε κατάστημα με είδη μαναβικής.
Όπως αποτυπώνεται στην τέχνη της εποχής, ήταν μια εξαιρετικά ελκυστική ξανθιά γυναίκα με πυκνές χρυσές μπούκλες και αμυγδαλωτά μπλε μάτια. Η ομορφιά της τράβηξε την προσοχή του Γκιγιόμ ντι Μπαρί, που ήταν ιδιοκτήτης καζίνο και τη συνάντησε όταν διασκέδαζε σε ένα πορνείο-καζίνο. Σύντομα την εγκατέστησε στο σπιτικό του και την έκανε ερωμένη του. Δίνοντάς της το προσωνύμιο Μαντεμουαζέλ Λανς, τη βοήθησε να καθιερωθεί ως εταίρα στους υψηλότερους κύκλους της παρισινής κοινωνίας, όπου είχε αρκετούς αριστοκράτες ως σύντομους εραστές ή πελάτες.
Είχε πολλούς εραστές, από τους υπουργούς του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ’ μέχρι τους ίδιους τους αυλικούς του, με σημαντικότερο τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Ο Λουδοβίκος την αντιλήφθηκε το 1768, όταν επισκέφθηκε τις Βερσαλίες και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη νεαρή Ζαν που άρχισε να επισκέπτεται συχνά το βασιλικό μπουντουάρ, ενώ ο δεσμός αυτός φαινόταν να γίνεται κάτι περισσότερο από μια περαστική περιπέτεια.
Σε κάθε περίπτωση, η Ζαν δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως maîtresse-en-titre, αφού αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν παρά μια πόρνη, ωστόσο ο βασιλιάς διέταξε να παντρευτεί με έναν άνδρα ισχυρής καταγωγής για να μπορεί να οδηγηθεί στην Αυλή, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Το πρόβλημα λύθηκε με τον γάμο της την 1η Σεπτεμβρίου 1768 με τον κόμη Γκιγιόμ ντι Μπαρί.
Η τελετή βασίστηκε σε ένα πλαστό πιστοποιητικό γέννησης που έφτιαξε ο ίδιος ο Ντι Μπαρί, κανοντας τη Ζαν νεότερη κατά τρία χρόνια και δίνοντάς της ψεύτικη ευγενή καταγωγή.
Οι ευγενείς της Αυλής δεν καταδέχονταν να τη γνωρίσουν γιατί κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι μια γυναίκα της πιάτσας είχε το θράσος να συνομιλεί και να συναναστρέφεται με αυτούς που ήταν ανώτεροί της και προσπαθεί να τους μοιάσει.
Τελικά βρέθηκαν γυναίκες της αριστοκρατίας που δωροδοκήθηκαν για να σχηματίσουν τη συνοδεία της και η Ζαν παρουσιάστηκε στην Αυλή των Βερσαλιών στις 22 Απριλίου 1769, μια περίσταση που αναμενόταν από καιρό από το συγκεντρωμένο έξω από τις πύλες του παλατιού πλήθος και από τους κουτσομπόληδες αυλικούς στην Αίθουσα των Κατόπτρων.
Φορούσε ένα λευκό χρυσοκέντητο φόρεμα, στολισμένο με κοσμήματα που είχε στείλει ο βασιλιάς το προηγούμενο βράδυ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ζαν συνήθισε γρήγορα τη ζωή στην πολυτέλεια και ο Λουδοβίκος της είχε δώσει έναν νεαρό σκλάβο από τη Βεγγάλη, τον Ζαμόρ, τον οποίο έντυσε με κομψά ρούχα, για να τον επιδείξει.
Η σχέση της Ζαν με τη Μαρία Αντουανέτα ήταν αμφιλεγόμενη. Η πρώτη συνάντηση των δύο έγινε κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου, μία ημέρα πριν από τον γάμο της Μαρίας Αντουανέτας με τον Λουδοβίκο-Αύγουστο.
Η Μαρία Αντουανέτα πρόσεξε τη Ζαν, η οποία ξεχώριζε από το υπόλοιπο πλήθος με την εξωφρενική της εμφάνιση και τη φωνή της. Η κόμισσα ντε Νοάιγ ενημέρωσε τη Μαρία Αντουανέτα ότι ο ρόλος της Ζαν ήταν να προσφέρει ευχαρίστηση στον βασιλιά και η 14χρονη τότε αρχιδούκισσα τη μίσησε ως ανήθικη και αψήφησε το πρωτόκολλο της αυλής αρνούμενη να της μιλήσει. Χρειάστηκε να παρέμβει ο βασιλιάς και ο Αυστριακός πρεσβευτής για να χαλαρώσουν οι τεταμένες σχέσεις των δυο γυναικών.
Μια εξωφρενικά πολυτελής καθημερινότητα και ένα άδοξο τέλος
Σύμφωνα με τη βιογραφία «Ντι Μπαρί» του Stanley Loomis, η καθημερινή ρουτίνα της Ζαν ξεκινούσε στις εννιά το πρωί με ένα φλιτζάνι σοκολάτα. Στη συνέχεια ντυνόταν με ένα ωραίο φόρεμα της επιλογής της και έβαζε τα κοσμήματά της. Είχε δυο κομμώτριες, μία για τις ειδικές περιστάσεις και μία για το καθημερινό στυλ, που έφτιαχναν τα μαλλιά της με μπούκλες. Δεχόταν φίλους, μοδίστρες, κοσμηματοπώλες και καλλιτέχνες που της παρουσίαζαν τα νέα τους προϊόντα, ελπίζοντας ότι θα ενδιαφερόταν να αγοράσει κάτι απ' όσα της πρόσφεραν. Ήταν πράγματι σπάταλη, αλλά με καλό χαρακτήρα και ευσπλαχνική. Ζήτησε χάρη, για παράδειγμα, και κατάφερε να αθωωθεί μια νεαρή κοπέλα που είχε καταδικαστεί σε θάνατο δι’ απαγχονισμού για παιδοκτονία, επειδή γέννησε ένα νεκρό παιδί και δεν ενημέρωσε τις Αρχές.
Η Ζαν ξόδευε ασταμάτητα, εξαντλώντας το βασιλικό θησαυροφυλάκιο ως maîtresse déclarée του βασιλιά, φορώντας πανάκριβα κοσμήματα με διαμάντια, αποκτώντας φίλους και εχθρούς, και κατείχε αυτήν τη θέση στην Αυλή με πιο σοβαρή αντίπαλό της τη Δούκισσα ντε Γκραμόν, η οποία μάταια είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποκτήσει τη θέση της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ και συνωμοτούσε για την απομάκρυνση της Ζαν, πετώντας ακόμα και φέιγ βολάν στα παρισινά πεζοδρόμια.
Αν και η Ζαν διέφερε από την αείμνηστη προκάτοχό της, την Πομπαντούρ, ως προς το ότι δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την πολιτική, ο βασιλιάς την είχε αφήσει να συμμετέχει σε κρατικά συμβούλια, κάτι που δημιουργούσε δυσφορία σε συμβούλους και αυλικούς, κυρίως λόγω των υπέρογκων χρεών της, παρά το τεράστιο μηνιαίο εισόδημά της από τον βασιλιά, που το σπαταλούσε διαρκώς σε κοσμήματα.
Παρέμεινε ωστόσο στη θέση της μέχρι τον θάνατο του βασιλιά, ο οποίος άρχισε να σκέπτεται ολοένα και περισσότερο τον θάνατο και τη μετάνοια και άρχισε να μην πηγαίνει στο Petit Trianon, εκεί όπου ένιωσε τα πρώτα συμπτώματα ευλογιάς. Όταν τον μετέφεραν στο παλάτι δίπλα του ήταν η Ζαν και οι τρεις κόρες του. Στις 4 Μαΐου 1774, ο βασιλιάς πρότεινε στην Μαντάμ Ντι Μπαρί να φύγει από τις Βερσαλίες, τόσο για να την προστατεύσει από τη μόλυνση όσο και για να μπορέσει να προετοιμαστεί για την εξομολόγηση και την τελευταία κοινωνία.
Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΕ’ και την άνοδο του εγγονού του στον θρόνο, η Μαρία Αντουανέτα έβαλε τον σύζυγό της να εξορίσει τη Ζαν στο Αββαείο του Pont-aux-Dames, κοντά στο Μο αν Μπρί. Στην αρχή δεν την υποδέχτηκαν θερμά οι μοναχές, οι οποίες γνώριζαν ότι ανάμεσά τους είχαν την 31χρονη πρώην βασιλική ερωμένη, αλλά σύντομα συνήθισαν τους τρόπους της και την αποδέχτηκαν.
Μετά από έναν χρόνο στο μοναστήρι, η Ζαν μπορούσε να φύγει από τη μονή, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει τις Βερσαλίες πιο κοντά από δέκα μίλια. Αγόρασε ένα ακίνητο και μετακόμισε στο Λουβεσιέν, ενώ ήταν περίφημο το ménage-a-trois που είχε με τον Ερκίλ Τιμολεόν ντε Κοσέ Μπρισάκ και τον Χένρι Σέιμουρ του Ρέντλαντ.
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, ο Μπρισάκ συνελήφθη ενώ επισκεπτόταν το Παρίσι και σφαγιάστηκε από τον όχλο. Αργά μια νύχτα η Ζαν άκουσε τον ήχο του μεθυσμένου πλήθους να πλησιάζει τον πύργο της. Από το ανοιχτό παράθυρο κάποιος πέταξε ένα αιματοβαμμένο πανί στο οποίο είχε τυλιγμένο το κεφάλι του Μπρισάκ. Το προσωπικό της είχε ενταχθεί στη λέσχη των Ιακωβίνων και την κατήγγειλαν ως ύποπτη για την οικονομική ενίσχυση εμιγκρέδων που είχαν ξεφύγει από τη Γαλλική Επανάσταση.
Η Μαντάμ ντι Μπαρί συνελήφθη το 1793, όταν το Επαναστατικό Δικαστήριο του Παρισιού την κατηγόρησε για προδοσία και την καταδίκασε σε θάνατο. Προσπάθησε μάταια να σωθεί, αποκαλύπτοντας τη θέση πολύτιμων λίθων που είχε κρύψει.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1793 αποκεφαλίστηκε στην Place de la Révolution. Καθ' οδόν προς την γκιλοτίνα κατέρρευσε και, τρομοκρατημένη, ούρλιαζε για έλεος και ζητούσε από το πλήθος που την παρακολουθούσε βοήθεια. Τα τελευταία της λόγια προς τον δήμιο λέγεται ότι ήταν: «Ένα λεπτό ακόμα, σας ικετεύω!». Θάφτηκε στο νεκροταφείο Μαντλέν, όπως και πολλοί άλλοι που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, μεταξύ των οποίων ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' και η Μαρία Αντουανέτα.
Μετά τον θάνατό της τα υπάρχοντά της σκορπίστηκαν στις αίθουσες δημοπρασιών του Παρισιού. Τα περισσότερα δεν ανακτήθηκαν ποτέ. Τα κοσμήματά της που είχε βγάλει λαθραία από τη Γαλλία στην Αγγλία πωλήθηκαν σε δημοπρασία του οίκου Christie's στο Λονδίνο, το 1795.
Η έκθεση «Λουδοβίκος ΙΕ’, Τα ενδιαφέροντα και τα πάθη ενός βασιλιά» στο Παλάτι των Βερσαλιών, στο Παρίσι, θα διαρκέσει έως τις 19 Φεβρουαρίου 2023.
Louis XV - Le Roi secret (The Secret King)