Οι εορτασμοί για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης έχουν φυσικά πανελλαδική εμβέλεια, μολονότι μερικές περιοχές της χώρας απελευθερώθηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1881 στον εθνικό κορμό ενσωματώθηκε μόνο η εντεύθεν του ποταμού Αράχθου Άρτα, ενώ το 1912-13 η πέραν του Αράχθου υπόλοιπη Ήπειρος.**
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουγα συχνά τη λέξη κατηλίκια, χωρίς όμως να καταλαβαίνω τη σημασία. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω ότι επρόκειτο για κάτι που παραπέμπει ευθέως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και δεν ήταν η μόνη τουρκική λέξη που επιβιώνει μέχρι σήμερα...
Το ρήμα τουρκεύω σημαίνει «αποχριστιανίζομαι, χάνω την πίστη μου, γίνομαι όπως ο Τούρκος». Καταγράψαμε π.χ. την περίοδο της πανδημίας την εξής χαρακτηριστική χρήση της λέξης: «Τουρκέψαμε τώρα με τον κορωνοϊό, κανείς μας δεν ξαναπάτησε στην εκκλησία!».
Τα κατηλίκια, λοιπόν, είναι οι περιοχές δικαιοδοσίας του κατή: «Τ’ αφέντη βαρυφάνηκε και πάει να με πουλήσει, διαλαλητάδες έβαλε σ’ όλα τα κατηλίκια» (δημοτικό τραγούδι). Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία, για να δηλώσει μια τεράστια περιοχή, ακόμη και όλο τον κόσμο (καθ’ υπερβολήν, φυσικά):
– Πού ήσουν σήμερα;
– Κόσεψα (= έτρεξα) όλα τα κατηλίκια.
– Πού πήγε ο άντρας σου;
– Πού να ξέρω… Αυτός γυρνάει όλα τα κατηλίκια.
Υπάρχει ακόμη η έκφραση: «Πάει αυτός, πήρε τα κατηλίκια!» (= έφυγε μακριά, εξαφανίστηκε).
Τι ήταν, όμως, ο κατής ή καδής; Ήταν ο Τούρκος ιεροδικαστής και συνεκδοχικά δηλώνει τον πολύ σκληρό, τον απάνθρωπο: «Ο δάσκαλός μας ήταν κατής, μας έδερνε κάθε μέρα». Αξιοσημείωτη και μια άλλη μεταφορική χρήση.
– Πώς την έσβησε ο Νίκος την κλήση για το παράνομο παρκάρισμα;
– Εμ, αυτός είναι με τον κατή γενιά» (έχει μέσο, είναι διαπλεκόμενος).
Η χένα είναι η γνωστή κόκκινη βαφή (φυτικής προέλευσης). Στο λεξιλόγιο των παλιών κυρίως Ηπειρωτών η χένα λέγεται οκνά (θηλυκό) ή και κνα (ουδέτερο). Υπάρχει μάλιστα η έκφραση «Απόμεινε σαν τη Σούλτω (Σουλτάνα) με την οκνά», δηλαδή έμεινε στα κρύα του λουτρού. Η έκφραση προέρχεται από το τουρκικό Kına gecesi, τη «βραδιά χένας», δηλ. το τελετουργικό βάψιμο χεριών στο σπίτι της νύφης την παραμονή του γάμου (τηρουμένων των αναλογιών, θα λέγαμε ότι ήταν το bachelor party της εποχής!). Η Σούλτω (Σουλτάνα), λοιπόν, έμεινε με τα χέρια βαμμένα, αφού ο γαμπρός δεν εμφανίστηκε.
Δραγουμάνος (και ντραγουμάνος) επί Τουρκοκρατίας ήταν ο μεταφραστής του Σουλτάνου. Σήμερα η λέξη επιβιώνει με τη σημασία «καταπιεστικός, αυταρχικός, αυτός που υπερβαίνει τα όρια, είναι χειριστικός», π.χ., «Η έρμη η Γιαννούλα τρέμει τον άντρα της, αυτός διατάζει σαν τον δραγουμάνο» και «Ωρέ, ήρθες μες στο σπίτι μ’ να μ’ φωνάξεις; Ντραγουμάνο θα σε βάλω;».
Ένα ανδρωνυμικό για τη συνέχεια, όνομα που σχηματίζεται με βάση το όνομα του άνδρα (πβ. Γιώργος>Γιώργαινα). «Ας με λέν’ Αλημπεΐνα (ή Λημπεΐνα), κι ας ψοφάω από την πείνα» (Αλημπεΐνα, δηλαδή η σύζυγος του Αλή Μπέη). Η έκφραση χρησιμοποιείται για τους ψωροπερήφανους, τους ματαιόδοξους, που καυχιούνται επειδή φέρουν κάποιον τίτλο ή γνωστό επώνυμο, αλλά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τα προς το ζην.
Μολονότι ο Αλή Πασάς ταυτίστηκε με την Ήπειρο, το όνομα ενός άλλου Τούρκου αξιωματούχου, του Κουρτ Πασά (διοικούσε το Μπεράτι Αλβανίας), δηλώνει κάτι παμπάλαιο. Με τρεις μορφές συναντάται το όνομα: Κούρτπασας, Κούρπασας, Κούρμπασης. Χαρακτηριστικές εκφράσεις: «Φόραγε ένα παλτό η Μαρία… Απ’ τον καιρό τ’ Κούρτπασα!», «Ουου… Πού τα θυμήθηκες αυτά… Αυτά είν’ απ’ τον καιρό τ’ Κούρμπαση!».
Ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι χρήσεις της λέξης Αγαρηνός. Εκτός από την κυριολεκτική («Αγαρηνός είν’ αυτός; Τον βλέπω και μου κόβεται το αίμα!»), έχουμε δύο μεταφορικές, εκ των οποίων η πρώτη δηλώνει τον άπιστο («Αγαρηνός είσαι; Γιατί δε νηστεύεις;») και η δεύτερη αυτόν που έχει απύλωτο στόμα. «Είναι αυτές και οι δυο, νύφη και πεθερά, αγαρηνά στόματα!».
Ο σπαής ήταν ο ιππέας του οθωμανικού στρατού (= σπαχής), μεταφορικά όμως στην Ήπειρο σημαίνει αυτόν που εφορμά σε έναν χώρο. «Για κάτσε καλά… Μου ’ρθες σπαής! Έχω κι εγώ τα βάσανά μου…».
Το ρήμα τουρκεύω σημαίνει «αποχριστιανίζομαι, χάνω την πίστη μου, γίνομαι όπως ο Τούρκος». Καταγράψαμε π.χ. την περίοδο της πανδημίας την εξής χαρακτηριστική χρήση της λέξης: «Τουρκέψαμε τώρα με τον κορωνοϊό, κανείς μας δεν ξαναπάτησε στην εκκλησία!».
Η λέξη σουργούνι (και σεργούνι) χρησιμοποιείται ευρύτατα, τόσο με την κυριολεκτική σημασία, «εκτοπισμός, διώξιμο, εξορία» («Τον έκαναν σουργούνι απ’ το χωριό του»), όσο και, κυρίως, με τη μεταφορική «διαπόμπευση»: «Τι ήταν αυτά που πήγες κι είπες; Σουργούνι μάς έκανες!».
Η λέξη αλιαμπελάβρεις σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «Απ’ τον Θεό να το βρεις». Είναι ενδιαφέρουσα η εξέλιξη αυτής της κατάρας. Είναι συνηθισμένη ακόμη και σήμερα στους Τούρκους (Allah belânı versin = ο Θεός να σε αναθεματίσει). Οι Ηπειρώτες τη χρησιμοποιούν παρεφθαρμένη, με ένωση τριών λέξεων σε μία! Είναι άκλιτη και χρησιμοποιείται, μάλιστα, και με αντωνυμία στο τέλος: «Αυτός ο παλιάνθρωπος, αλιαμπελάβρεις του, δεν έκαμε ένα καλό σ’ όλη τη ζωή του», «Μπα! Αλιαμπελιάβρεις (πανάθεμά σε!). Τι μου ’ρθες μες στη νύχτα και με λαχτάρισες!». Και επιτατικά: «Αλιαμπελάβρεις και κακή του η μέρα!». Επίσης εμφανίζεται και στην κατάρα «Αλιαμπελάβρει να σου γένει!».
Για το τέλος αφήσαμε την πολύ γνωστή από την ιστορία λέξη ραγιάς, που χρησιμοποιείται ακόμη στην Ήπειρο με μεταφορική σημασία. Ραγιάς αποκαλείται ο υπάκουος, ο νομοταγής, ο πειθαρχημένος: «Δεν γίνεται ραγιάς αυτό το παιδί. Έμαθα πάλι τον έπιασαν να κλέβει».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος και επιμελητής εκδόσεων, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Από καταγραφές έχει συγκεντρώσει πλούσιο γλωσσικό υλικό για την έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού.
**Η εντεύθεν του Αράχθου περιοχή του νομού Άρτας προσαρτήθηκε στον εθνικό κορμό το 1881 (μαζί με τη Θεσσαλία), ενώ η πέραν του Αράχθου απελευθερώθηκε μαζί με την Πρέβεζα, τη Θεσπρωτία και τα Ιωάννινα το 1912-13.