Γιατί κάποιος να θέλει να καταστρέψει ένα άγαλμα, πόσω μάλλον την προτομή μιας γυναίκας, που το όνομα της γράφτηκε με αίμα στη λίστα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης; Το ερώτημα επανήλθε, όταν τη Δευτέρα έγινε γνωστό ότι άγνωστοι βανδάλισαν την προτομή της Λέλας Καραγιάννη επί της οδού Τοσίτσα στα Εξάρχεια, κυριολεκτικά αποκεφαλίζοντας τη. Ακολούθησαν οργισμένες ανακοινώσεις από την πλευρά του Δήμου Αθηναίων, επίσης οργισμένα tweets από τον Δήμαρχο, Γιώργο Καμίνη, υπάρχει και σε εξέλιξη το σχετικό πρόγραμμα της δημοτικής αρχής (περί μεταφοράς αγαλμάτων και προτομών σε δημόσια κτήρια μέχρι να διασφαλιστεί η αστυνόμευση τους) και μέχρι εκεί.
Οι περαστικοί στάθηκαν με αποτροπιασμό μπροστά στην αποκεφαλισμένη προτομή, στο άκουσμα της είδησης πολλοί κούνησαν με απογοήτευση το κεφάλι - και ας είμαστε ειλικρινείς - αρκετοί από τους νεότερους ίσως να αναρωτήθηκαν ποια να ήταν η Λέλα Καραγιάννη, που "όπλισε" για δεύτερη φορά το χέρι κάποιων εναντίον της "Μπουμπουλίνας" του '40. Η ζωή συνεχίζεται, η Αθήνα στον κόσμο και τους ρυθμούς της, όμως είτε αρέσει είτε όχι, η αμάθεια, η άγνοια και οι κτηνώδεις συμπεριφορές - όχι απλώς απέναντι στην προτομή, αλλά σ' αυτό που συμβολίζει - δεν καταπολεμούνται με tweets και θεσμική οργή.
Το πολυτιμότερο σχόλιο που άκουσα ποτέ για ταινία μου ήταν για το ντοκιμαντέρ αυτό, από ένα μικροκαμωμένο παιδί της Β' Γυμνασίου επαρχιακής πόλης στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την προβολή στο σχολείο του: «Μα κύριε, αυτή η γυναίκα, η Λέλα Καραγιάννη, μου θυμίζει τη μαμά μου! Θα μπορούσε να ήταν η μαμά μου!»
Την ωραιότερη, ωριμότερη και πιο επιμορφωτική απάντηση σε αυτό που συνέβη - όχι για να ευαισθητοποιηθούν αυτοί που το προκάλεσαν, προφανώς και γι' αυτούς δεν υπάρχει ελπίδα - αλλά για να γνωρίσει εκ νέου ο κόσμος τη Λέλα Καραγιάννη, μοιραία την έδωσε ο σκηνοθέτης Βασίλης Λουλές μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook και με ένα κείμενο με τίτλο "Talking Heads / Ομιλούσες Κεφαλές". Είναι ο άνθρωπος που μια δεκαετία πίσω, στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ "Συναντήσεις με τη μητέρα μου" άκουσε από πρώτο χέρι και κινηματογράφησε τη μαρτυρία του επίσης αγωνιστή γιου της Λέλας Καραγιάννη, Γιώργου.
«Η είδηση ήταν ότι άγνωστοι αποκεφάλισαν την προτομή της Λέλας Καραγιάννη, της ηρωίδας της Αντίστασης. Το κεφάλι βρέθηκε πεσμένο στη βάση του μνημείου, σε κακό χάλι. Στην Αθήνα, στην οδό Τοσίτσα.
Πέρα από απορία και θυμό, ένοιωσα φρίκη. Σχεδόν σα να επρόκειτο για αληθινό αποκεφαλισμό. Έχω τόσο ζωντανή μπροστά μου τη μορφή αυτής της γυναίκας που ένοιωσα πόνο στο σώμα μου.
Ύστερα άρχισαν να καταφθάνουν τα μηνύματα από φίλους, αλλά και αγνώστους — μηνύματα αποτροπιασμού, οργής και θλίψης.
Όλοι έγραφαν σε μένα επειδή ξέρουν πως είχα κάνει το 2005 το ντοκιμαντέρ «Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη». Μια ταινία που προβλήθηκε πάνω από είκοσι φορές από τα κρατικά κανάλια, που προβάλλεται σε σχολεία κάθε χρόνο, που ταξιδεύει μαζί μου στην Αμερική (παρέα με το ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά»), που παίχτηκε και συζητήθηκε στο Χάρβαρντ και στην Ιντιάνα, στη Φλόριντα και στην Οκλαχόμα, στη Νέα Υόρκη (αρκετές φορές), στο Σαν Φρανσίσκο, στο Λος Άντζελες, στο Τορόντο του Καναδά και σε τόσα άλλα μέρη.
Μια ταινία πολύ απλή στη μορφή της: ένα "κεφάλι" (talking head, όπως λέμε στη γλώσσα του κινηματογράφου) μιλά για τη Λέλα. Ο γιος της Γιώργος Καραγιάννης, σε ηλικία 85 χρονών, αφηγείται ιστορίες — για τη Μητέρα περισσότερο, παρά για την Ηρωίδα. Η μουσική που της άρεσε, το άρωμα που μύριζαν τα ρούχα της, οι άσπρες τριχούλες στο κεφάλι της, η αγάπη της για τα παιδιά κι ένα σωρό ακόμα λεπτομέρειες φτιάχνουν έναν οικείο κόσμο, έναν κόσμο που όλοι μας αγαπάμε και αποζητάμε, έναν κόσμο φωτεινό, εν μέσω ενός ζοφερού τοπίου Κατοχής. Ενός τοπίου γεμάτου από σκοτωμούς και πείνα, αλλά και από προδότες και λιπόψυχους.
Κι ανάμεσα σ' αυτούς και γενναίοι αγωνιστές, σαν τη Λέλα, που ζούσε την καθημερινή αγωνία για την τύχη των επτά παιδιών της και των εκατοντάδων μελών της αντιστασιακής οργάνωσης που έστησε η ίδια. Μια γυναίκα πλασμένη κι αυτή από σάρκα και φόβο, που όμως άντεξε τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη από τους Γερμανούς, που στάθηκε γενναία μέχρι ακόμα και τη στιγμή που την έστηναν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Αυτό λοιπόν το ντοκιμαντέρ το έχουν δει εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα και κάποιες χιλιάδες στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι από αυτούς ίσως για πρώτη φορά ένοιωσαν τέτοια οικειότητα με ένα Ιστορικό πρόσωπο. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της Λέλας Καραγιάννη έπαψε να είναι ένα βωβό πορτραίτο ή ένα ιερό φετίχ απρόσιτο ψηλά σε κάποιο βάθρο, αλλά απέκτησε φωνή και χρώμα, γεύση και αφή.
Μέσα από την αγάπη, την εκφραστική δύναμη και το φως της μιας "ομιλούσας κεφαλής", του γιου της Γιώργου, έγινε κι αυτή "ομιλούσα" και απαστράπτουσα.
Το πολυτιμότερο σχόλιο που άκουσα ποτέ για ταινία μου ήταν για το ντοκιμαντέρ αυτό, από ένα μικροκαμωμένο παιδί της Β' Γυμνασίου επαρχιακής πόλης στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την προβολή στο σχολείο του: «Μα κύριε, αυτή η γυναίκα, η Λέλα Καραγιάννη, μου θυμίζει τη μαμά μου! Θα μπορούσε να ήταν η μαμά μου!», είπε με ορθάνοιχτα μάτια γεμάτα απορία και θαυμασμό.
Το παιδί εκείνο δεν μου έγραψε σήμερα μήνυμα, αλλά είμαι απολύτως βέβαιος ότι αν μάθαινε τον αποκεφαλισμό του αγάλματος θα θυμόταν αυτομάτως το ανθρώπινο πρόσωπο της ηρωίδας που γνώρισε μέσα από την ταινία.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσοι άνθρωποι μού μετέφεραν την οργή και τη θλίψη τους — ήταν σα να έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο. Και, μαζί μ' αυτά τα συναισθήματα υπήρχε και κάτι το αστείο: μια έκφραση διακριτικής συμπαράστασης σε μένα — σα να ήμουν εγώ ο κοντινότερος συγγενής του αγάλματος, ο πλησιέστερος συγγενής της Λέλας! Αυτό είναι το πιο τιμητικό που θα μπορούσε να μου συμβεί.
Νοιώθουμε αποτροπιασμό για μια πράξη μόνο όταν τη βιαιότητα την υφίσταται κάποιος ή κάτι που θεωρούμε ότι έχει ψυχή. Αυτό το άγαλμα λοιπόν, στα μάτια όσων έχουν δει την ταινία «Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη» έχει ψυχή, έχει φωνή. Δεν είναι ένα κομμάτι μάρμαρο. Είναι μια ομιλούσα κεφαλή — χωρίς εισαγωγικά πλέον.
Και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.»
Ο αντίκτυπος σ' αυτό το κείμενο ήταν συγκινητικός, τα μηνύματα - και ειδικά από νέους ανθρώπους -, θα μπορούσαν να γίνουν και ένα μικρό εγχειρίδιο για το πώς καταπολεμάται (ειδικά στην εποχή των social media) η ιστορική άγνοια και η ρίζα της βίας. Μιλώντας με τον Βασίλη Λουλέ, για εκείνη την περίοδο, της κινηματογράφησης της μαρτυρίας του Γιώργου Καραγιάννη, ενός από τα 7 παιδιά της αγωνίστριας, αντιλαμβάνεσαι τους τρόπους με τους οποίους η ιστορία δεν είναι σχολικό μάθημα, στο οποίο θα εξεταστείς. Είναι τα πρόσωπα της, συναρπαστικά, παθιασμένα, ηρωικά: όσο πιο κοντά στη γραμμή αίματος βρεθείς, τόσο καταλήγεις να αγαπάς το πρόσωπο που σε 'σένα καταλήγει ως ιστορία. Αυτή, άλλωστε, είναι και το στοιχείο που κάνει αυτού του είδους τα ντοκιμαντέρ τόσο δημοφιλή.
"Με τον Γιώργο Καραγιάννη κάναμε γυρίσματα επί 10 μέρες. Ένα από αυτά ήταν και στην οδό Τοσίτσα, στην προτομή της Λέλας. Εκεί, καθισμένος στη βάση του αγάλματος, μου μίλησε (και πάλι) για τα βασανιστήρια που υπέστη η μητέρα του στα χέρια της Γκεστάπο. Συνελήφθη τον Ιούνιο του 1944, ήταν τότε 45 χρονών γυναίκα", θυμάται ο σκηνοθέτης και συνεχίζει, δίνοντας λίγα στοιχεία ακόμη για την οικογένεια εκείνης της ηρωικής γυναίκας: "Δεδομένου ότι και ο ίδιος ο Γιώργος είχε συλληφθεί σε προγενέστερη φάση της Κατοχής (το 1941, σε ηλικία 20 ετών) και είχε βασανιστεί, αλλά κατάφερε να αποδράσει, μιλήσαμε για το πώς νιώθει κάποιος εκείνες τις ώρες που τον βασανίζουν φρικτά. Του ζήτησα να μου μιλήσει με λεπτομέρειες. Θυμάμαι σαν τώρα ότι αυτός ο κοντούλης, μικροκαμωμένος γεράκος -ο ίδιος που σε άλλες στιγμές της αφήγησης μεταμορφωνόταν σε έναν ψηλό άντρα με διαπεραστικό φλογερό βλέμμα ή σε ένα παιδί που λάμπει μέσα από το βλέμμα της μητέρας του- σκοτείνιασε ολόκληρος. "Ένοιωθα μίσος για τον βασανιστή μου. Ένα απέραντο μίσος. Αυτό με κρατούσε όρθιο: η δίψα να ζήσω για να τον σκοτώσω εγώ με τα χέρια μου". -"Και ο φόβος;", τον ρώτησα. -"Φοβόμουν, έτρεμα. Ο φόβος είναι το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να νοιώσει ο άνθρωπος. Μίσησα τον βασανιστή μου γιατί με έκανε να νοιώσω τον φόβο. Αυτός ο φόβος που γνώρισα τότε με έκανε να μισήσω τον φόβο. Δεν μπορώ πια, δεν ανέχομαι να τον βλέπω στο βλέμμα κάποιου άλλου ανθρώπου ή ακόμα κι ενός ζώου".
Τι πραγματικά, λοιπόν, μπορεί να ευθύνεται πέρα από την ιστορική άγνοια και τη βλακεία πίσω από τον αποκεφαλισμό της προτομής; "Ειλικρινά δεν ξέρω αν χρειάζεται κάτι περισσότερο, από αυτά τα δύο, προκειμένου να καταστρέψεις κάτι. Δεν παλεύονται με τίποτα. Όλα τα υπόλοιπα -υποχθόνια σχέδια, συμφέροντα, υστεροβουλία, κ.λπ- παλεύονται", καταλήγει ο Βασίλης Λουλές.
Ρίχνοντας μια ματιά στις φωτογραφίες της Καραγιάννη, στις φωτογραφίες των θυγατέρων της, που συγκινημένος κρατά στο ντοκιμαντέρ ο γιος της, γίνεται πιο κοντινή, πιο μέσα στο σήμερα η ιστορία της γυναίκας, που από μία πράξη καλοσύνης, έφτασε να γίνει σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης και το σπίτι και η οικογένεια της, η έδρα του. Ας γίνει και πάλι η αφορμή, για να διδαχθούμε από την αρχή, γιατί το να πληγώνουμε τ' αγάλματα δεν αποτελεί απλώς βανδαλισμό, αλλά πράξη βίας εναντίον κοινωνίας και ιστορίας μαζί.