Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter

Τσαρούχι από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού

1

Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα.
 

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού.
 

Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.Ήταν δύο ειδών: Τα γιαννιώτικα ή ραφτά και τα σαρακατσάνικα ή καρφωτά.

Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.

Τα τσαρούχια ήταν δύο ειδών:


Τα γιαννιώτικα ή ραφτά και τα σαρακατσάνικα ή καρφωτά.

Αρχικά ο τσαγκάρης έκοβε τα δέρματα σε μακρόστενα κομμάτια τις φασκιές και κατόπιν τα σημάδευε με τα στάμπα και έκοβε με το κοπίδι. Πρόσεχε πολύ να είναι το δέρμα λείο και άψογο, να μη έχει καμιά κοψιά και το τσαρούχι είναι ελαττωματικό. Μετά το κόψιμο τα χτυπούσαν με το μιστά για να ξεχειλώσουν. Η διαδικασία της συναρμολόγησης των διαφόρων μερών του τσαρουχιού διέφερε από τα ραφτά τσαρούχια στα καρφωτά. Ο τσαγκάρης για τα ραφτά ακολουθούσε τις εξής εργασίες:

i. Τσιάτισμα, ήταν το ράψιμο των δύο ψιδιών μεταξύ τους.

ii. Κάρφωμα, ήταν η ένωση των δύο ψιδιών με την φτέρνα .

iii. Περβάζωμα και το ντγέλωμα, ήταν η τοποθέτηση στο άνοιγμα του τσαρουχιού μιας μαύρης διακοσμητικής λουρίδας.

iv. Πέτσωμα, ήταν και η δυσκολότερη εργασία γιατί έπρεπε να ράψουν το πάτο του τσαρουχιού με τα ψίδια και την φτέρνα γι' αυτό και το έκανε μόνο ο μάστορας.

v. Καλαπόδιασμα, ήταν η εργασία που γινόταν μετά το πέτσωμα όπου ο μάστορας έβαζε το υπόδημα στο καλαπόδι για να στρώσει.

vi. ράψιμο της μύτης, απαιτούσε με μεγάλη προσοχή.

vii. πέρασμα της φούντας, γινόταν μαζί με το ράψιμο της μύτης και στη συνέχεια την κούρευαν.

Η διαδικασία για τα σαρακατσάνικα τσαρούχια είναι ίδια ως το περβάζωμα και το ντγέλωμα.

Στην συνέχεια ο μάστορας έπαιρνε ένα καλαπόδι έβαζε έναν πάτο κάτω από το καλαπόδι και στην συνέχεια έραβε το φόντι με ειδικά καρφιά τα οποία ήταν κατάλληλα για αυτήν την δουλειά.

Εδώ να σημειώσουμε ότι όταν έβγαζαν τα καρφιά από το πέλμα κάτω δεν τα πετούσαν αλλά τα ίσιωναν και τα ξανά χρησιμοποιούσαν.

Μετά έραβαν την πόχα με τον δερμάτινο πάτο και έβγαζαν τα μονταριστικά καρφιά. Κατόπιν περνούσαν βάρδαλο το οποίο στερέωναν με ξυλόπροκες γέμιζαν το κενό με διάφορα κομμάτια από δέρμα το ίσιωναν και στην συνέχεια έραβαν την μύτη του τσαρουχιού όπου θα δεθεί η φούντα. Τέλος περνούσαν την σόλα, το τακούνι και φούντα και πριν παραδοθεί γινόταν και το κούρεμα φούντας.

Στα παιδικά τσαρούχια τα διάφορα κεντήματα που είχαν στο πάνω μέρος με πούλιες και χρυσό-κλωστές πολλές φορές τα έκαναν γυναίκες στα σπίτια τους.

(Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το Μουσείο Υποδημάτων, στην Καστανιά Καρδίτσας. Στοιχεία επικοινωνίας, στο τέλος του άρθρου)

Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ: Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι κατασκευής πριν το 1960.Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Αυτά που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι ραμμένα στο χέρι από τον Αλέκο Αρλέτο, που ήταν ο τελευταίος μεγάλος από τους «τσαρουχάδες».Τα τσαρούχια είναι χειροποίητα υποδήματα, από δέρμα μοσχαριού κυρίως, ώστε να είναι πολύ ανθεκτικά. Φτιάχνονται σε δύο χρώματα- μαύρο, το οποίο συνήθως προτιμούσαν όσοι φόραγαν βράκα, την «μπουραζάνα» και βαθύ κόκκινο για εκείνους που είχαν φουστανέλα.Τα «καρφωτά» τσαρούχια, ήταν τα «επίσημα» τα φορούσαν στις γιορτές και πανηγύρια. Τα καθημερινά τσαρούχια ήταν τα «ραφτά», δηλαδή η σόλα τους έχει καρίνα. Η κατασκευή τους διαρκούσε τουλάχιστον τριών ημερών, αρχικά κόβονται τα δέρματα, σύμφωνα με το σχέδιο, και στη συνέχεια τα εφαρμόζεις πάνω σε ειδικά καλούπια» . Τα τσαρούχια ήταν διακοσμημένα με κεντήματα επάνω στο δέρμα, τα οποία σχέδια διάλεγε ο πελάτης αφού γίνουν οι ραφές, σχεδιάζονταν με ένα μολύβι και στη συνέχεια γίνονται σε μηχανή πλάκας. Στο τελείωμά τους, πάντα προστίθεται ένα σιρίτι από λουστρίν για να γίνουν πιο κομψά. Η σόλα δεν είναι επίπεδη, αλλά έχει κλίση προς τα πάνω για να βοηθάει στο καλύτερο περπάτημα μέσα στα μονοπάτια και τους άλλοτε χωματόδρομους στα χωριά.Επίσης η φούντα, δεν αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο αλλά χρηστικό. Τις βροχερές μέρες, στα χωράφια ή στα καλντερίμια υπήρχε υγρασία στα χορτάρια και για να μην μπαίνει στο πόδι, τη μάζευε η φούντα. Η φούντα αποτελείται από μαλλί και ακρυλικό, εφαρμόζεται δε στο τσαρούχι με μικρά σύρματα, τα οποία μοιάζουν με ελατήρια, ώστε να είναι καλά στερεωμένη και να μην φεύγει. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τσαρούχια καρφωτά © Μουσείο Υποδημάτων

  

Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Γουρουνοτσάρουχο από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα από Καστανιά Καρδίτσας του 1900. Φορέθηκαν από τον Ιωάννη Γούλα.Το πιο πρόχειρο και φτηνό πατούμενο ήταν εκείνη την εποχή το τσαρούχι από ρόδες αυτοκινήτων. Τις ρόδες τις προμηθεύονταν από την Αθήνα ή από τις γύρω μεγάλες πόλεις. Τις κρεμάγανε συνήθως σε μεγάλα δέντρα στην πλατεία και αφού κόβανε σε μια μεριά την ρόδα, την μία άκρη την καρφώναμε με μια 45 πρόκα στον κορμό του δένδρου. Μετά με τανάλιες ειδικές που τα χερούλια τους ήταν μακρόστενα, αρχίζανε να τραβάνε την ρόδα για να ξεχωρίσουν το από μέσα μέρος της ρόδας από το απόξω. Στο από μέσα μέρος ήταν τα λινά και στο απόξω τα τακούνια. Ήθελε υπομονή, μαεστρία και δύναμη. Το κάθε κομμάτι από ρόδα είχε την δική του ονομασία και χρήση. Οι «Πάντες» ήταν από ρόδα Ι.Χ. αυτοκινήτου, το «Κέντρο» από φορτηγού, τα «Φίνα» από μικρή ρόδα, και τα «Λινά» από μικρή ρόδα και αυτά λεπτά και ελαφρότερα.Τα μέτρα τα περνάνε κατευθείαν από το πόδι του πελάτη, επάνω σε ένα χαρτόνι με το μολύβι σχημάτιζαν το περίγραμμα της πατούσας του και αυτό ήταν το μέτρημα για το τσαρούχι. Με το σουγλί κάνανε την τρύπα και εκεί ράβανε μόνο το μπροστινό μέρος με δέρμα, επάνω στη ρόδα έτσι που να χωράει το κουτουπιέ του ποδαριού, στο πίσω μέρος ράβανε μία λουρίδα από πετσί για να κρατάει το τσαρούχι. Με λίγα λόγια, τα δάκτυλα, το μπροστινό μέρος του ποδιού και η πατούσα ήταν προφυλαγμένα ενώ η φτέρνες ακάλυπτες, γυμνές και πληγώνονταν εύκολα από αγκάθια και κοφτερές ακονόπετρες.Τα τσαρούχια από «πάντες» στοίχιζαν περίπου 15 με 20 δραχμές και από «κέντρα» 25 με 30 δραχμές. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Τσαρούχια γυναικεία Γιαννιώτικου τύπου του 1940.Δερμάτινα κόκκινα τσαρούχια με μαύρες φούντες. Τα κατασκεύαζαν οι τσαρουχάδες. Όλη η εργασία γίνεται στο χέρι. Ένα υπόδημα πραγματικά χειροποίητο.Στην Ήπειρο έξω σε όλα τα χωριά φορούσαν οι άντρες τσαρούχια και στα περισσότερα ηπειρωτικά χωριά και οι γυναίκες π.χ. Ζίτσα, στα χωριά του Σουλίου, τα χωριά του Μαλακασίου δηλαδή Συρράκο, Καλαρρύτες κ.λπ. Το δέρμα γινόταν στα Γιάννινα, στα γνωστά γιαννιώτικα βυρσοδεψεία από δέρματα κυρίως βοδιών. Μετά την επεξεργασία που έκαναν οι βυρσοδέψοι, οι «ταμπάκοι», στα δέρματα αυτά στην άκρη της λίμνης (με ξύσιμο κ.λπ.) τα βάφανε κόκκινα και ονομάζανε αυτό το δέρμα «τελετίνι». Το δέρμα έτοιμο το φτιάχναν οι τσαρουχάδες πλέον σε διάφορα μεγέθη τσαρούχια.Τα ανδρικά εκτός από τη φούντα που είχαν μεγαλύτερη από τα γυναικεία τα «πέτσωναν» δηλαδή έβαζαν και δεύτερο δέρμα -σόλα- και στα τακούνια καρφιά.Τα γυναικεία τσαρούχια ήταν με φούντα ή και χωρίς φούντα, αλλά μόνο με μύτη. Με φούντα ήταν στα χωριά των ορεινών περιοχών π.χ. στα χωριά της Πίνδου, Κράψη, Γότιστα, Καλαρρύτες, Συρράκο κ.τ.λ. καθώς και στους Σαρακατσαναίους, άνδρες και γυναίκες.Τα πεδινά χωριά τα λεγόμενα «καμπίσια» είχαν τα τσαρούχια μόνο με «μύτη», για να μη γεμίζουν και βαραίνουν οι φούντες από τις λάσπες.Παλαιά τα τσαρούχια στοίχιζαν μια λύρα χρυσή. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια από τον τόπο σου: η ιστορία, οι τύποι και η καταγωγή του ελληνικού τσαρουχιού Facebook Twitter
Γουρουνοτσάρουχα δερμάτινα, Μουσείο ΥποδημάτωνΉταν παπούτσια περίπου του 1930 που τα φορούσαν οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα χοίρο, τα καλούμενα «γουρουνοτσάρουχα».Ήταν χαμηλά με μια μικρή μύτη στην άκρη τους, που αν και χοντροκομμένα θεωρούνται ελαφρά παπούτσια, τα οποία τους εξασφάλιζαν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη γι’ αυτό και τα φορούσαν άντρες και γυναίκες στις καθημερινές δουλειές.Σε καλές περιστάσεις οι άντρες φορούσαν δερμάτινες μπότες και οι γυναίκες μποτίνια.Τα κατασκεύαζαν συνήθως από ενιαίο τεμάχιο (κάποιες φορές και από δύο )που το αναδίπλωναν και το συγκρατούσαν στο πόδι τους με λωρίδες από το ίδιο δέρμα, γι’ αυτά που θα χρησιμοποιούσαν τους χειμερινούς μήνες από την κάτω πλευρά δεν ξυρίζανε το δέρμα αλλά το αφήνανε με τις τρίχες ώστε να μην γλιστρά στο χιόνι.Τα πρώτα παπούτσια που έφτιαχνα με τον παππού ήταν γουρουνοτσάρουχα και από γαϊδουρόδερμα. Πρώτα τα αλατίζαμε, τα ράβαμε. Μετά τα καρφώναμε στα καλαπόδια και τους περνάγαμε τις σόλες. Το ράψιμο γινόταν με κλωστή κερωμένη και αρχίζαμε από την εσωτερική μεριά. Για δύο χρόνια κρατάγανε, μετά χρειαζότανε επισκευή ή μπάλωμα. Από καλαπόδια είχαμε πολλά και διαφορετικού μεγέθους. Τα καλοκαίρια με την ζέστη τα τσαρούχια ξεραίνονταν. Από τα γουρουνοσφάγια τις αποκριές μαζεύαμε το λίπος ή το αγοράζαμε, το λεγόμενο «βασιλικό» από το μπροστινό μέρος του γουρουνιού και το είχαμε πάντα πρόχειρο για τέτοιου είδους περιστατικά. © Μουσείο Υποδημάτων

________________

Μουσείο Υποδημάτων


Το Μουσείο Υποδημάτων βρίσκεται στο χωριό Καστανιά της Καρδίτσας. Τα παλαιότερα χρόνια ήταν κεφαλοχώρι με πολλά εργαστήρια τσαρουχιών, ραφτάδων, σιδεράδων, εμπόρων κ.α . Ήταν επίσης και πέρασμα των Σαρακατσαναίων από και προς τα χειμαδιά και τα Άγραφα.

 

Το Μουσείο ξεκίνησε να υπάρχει σαν ιδέα από το 1910 από τον Αντώνιο Κόγια, ο οποίος χάρη στην εξαιρετική του τέχνη έγινε γνωστός και πέρα από τα όρια της Θεσσαλίας.

 

Ο γιος του Ευάγγελος ήταν εκείνος που μάζευε κυρίως εργαλεία με σκοπό να έχει μία πλήρη συλλογή για τις ανάγκες της τέχνης αλλά και γιατί ήθελε να κάνει πράξη το όραμα του πατέρα του Α. Κόγια έτσι άρχισε αν συλλέγει υποδήματα από όλα τα μέρη του κόσμου. Στο Μουσείο Υποδημάτων ο επισκέπτης μπορεί να δει παλαιά τσαγκαράδικα εργαλεία, παλαιά καλαπόδια, στάμπα και παλαιές τσαγκαράδικες μηχανές.

 

Επίσης στον εκθεσιακό χώρο ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει παλαιά υποδήματα από πολλά μέρη της Ελλάδος ξεκινώντας από τα υποδήματα με μετάξι από την Αλεξανδρούπολή και καταλήγοντας στα στιβάνια των νησιών και της Κρήτης καθώς και υποδήματα από Κορέα, Ολλανδία, Βουλγαρία, Τουρκία.

 

Τηλέφωνα επικοινωνίας : 24410 97111 | 6978 210081

www.kogiasart.gr | [email protected]

Αρχαιολογία & Ιστορία
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι έτρεχε με τους λαγούς στην αρχαία Αθήνα;

Ιστορία μιας πόλης / Τι έτρεχε με τους λαγούς στην αρχαία Αθήνα;

Στην αρχαία Αθήνα, ο λαγός δεν ήταν μόνο θήραμα, αλλά και σύμβολο ερωτικής επιθυμίας και γονιμότητας, ενώ χρησιμοποιούνταν επίσης ως προσφορά στους θεούς. Ο Ξενοφών έγραψε για το κυνήγι του, ενώ εμφανίζεται συχνά στην τέχνη - στα αγγεία, στις παραστάσεις συμποσίων, ακόμη και σε ταφικά μνημεία. Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με την Κάτια Μαργαρίτη ρίχνοντας φως στο παρελθόν ενός ζώου που είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι ίσως φανταζόμαστε.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Μιμάρ Σινάν: Ο αρχιτέκτονας που έχτισε τα πιο σημαντικά κτίρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας

Γεννήθηκε σαν σήμερα  / Μιμάρ Σινάν: Ο αρχιτέκτονας που έχτισε τα πιο σημαντικά κτίρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας

Στις 15 Απριλίου 1489 γεννήθηκε ο αρχιτέκτονας που έφτιαξε από τριακόσια τριάντα έργα. Ανάμεσα σε αυτά, το Τέμενος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1550 -1557) και το Κουρσούμ Τζαμί ή Τζαμί του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα, το μοναδικό του έργο που σώζεται στην Ελλάδα.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
«Η ερωμένη της»: Το πιο τολμηρό αθηναϊκό ρομάντζο του Μεσοπολέμου

Ιστορία μιας πόλης / «Η ερωμένη της»: Το πιο τολμηρό αθηναϊκό ρομάντζο του Μεσοπολέμου

Πόσο μπορεί να συμβάλει ένα βιβλίο στη σεξουαλική χειραφέτηση των Ελληνίδων; Η Αγιάτη Μπενάρδου μιλά με την Παναγιώτα Βογιατζή για την Ντόρα Ρωζέττη και τη γυναικεία ομοφυλοφιλία στην Αθήνα των αρχών του 20ού αώνα.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Close up: Η ψηφιακά αποκατεστημένη τοιχογραφία στον τάφο του Φιλίππου στις Αιγές

Αρχαιολογία & Ιστορία / Close up: Η ψηφιακά αποκατεστημένη τοιχογραφία στον τάφο του Φιλίππου στις Αιγές

Το σημαντικότερο σωζόμενο έργο της κλασικής ξαναζωντανεύει 23 αιώνες μετά με τη βοήθεια της αρχαιομετρίας, της τεχνητή νοημοσύνη και της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε μια καινοτόμο μελέτη αποκατάστασή του που ανοίγει νέους ορίζοντες στην αναβίωση της αρχαίας τέχνης.
THE LIFO TEAM
Πώς η τεχνολογία αποκαθιστά το σημαντικότερο έργο της κλασικής ζωγραφικής 23 αιώνες μετά;

Αρχαιολογία & Ιστορία / Πώς η τεχνολογία αποκαθιστά το σημαντικότερο έργο της κλασικής ζωγραφικής 23 αιώνες μετά;

Η αρχαιομετρία, η τεχνητή νοημοσύνη και η καλλιτεχνική δημιουργία συνεργάστηκαν σε μια καινοτόμο μελέτη αποκατάστασης της τοιχογραφίας με το κυνήγι από τον τάφο του Φιλίππου στις Αιγές, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην αναβίωση της αρχαίας τέχνης.
M. HULOT
Δωσίλογοι: Ποιοι και γιατί συνεργάστηκαν με τους κατακτητές;

Ιστορία μιας πόλης / Δωσίλογοι: Ποιοι και γιατί συνεργάστηκαν με τους κατακτητές;

Πώς επιχειρήθηκε η αναθεώρηση της εικόνας των δωσιλόγων τις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, και ποια ήταν η επίδραση αυτής της αναθεώρησης στη δημόσια ιστορική μνήμη; Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη για ένα θέμα ταμπού που ακόμα απασχολεί τους ιστορικούς αλλά και την κοινωνία.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Από τι πέθαναν δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι το 430 π.Χ.;

Ιστορία μιας πόλης / Από τι πέθαναν δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι το 430 π.Χ.;

Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι ήταν μια ασθένεια εισαγόμενη, η οποία ξεκίνησε από την Αιθιοπία και προτού φθάσει στην Αθήνα, εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο και την Περσική αυτοκρατορία. H Αγιάτη Μπενάρδου μιλά με τον Στέφανο Παρασκευαΐδη για τον λοιμό των Αθηνών με την πρωτοφανή θνησιμότητα, καθώς υπολογίζεται ότι χάθηκε το 1/3 του πληθυσμού της πόλης.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Επίσκεψη στον αρχέγονο κόσμο της Σαμοθράκης με σύμμαχο την τεχνολογία

Αρχαιολογία & Ιστορία / Σαμοθράκη: Βλέπουμε την ιστορία του νησιού ξανά με σύμμαχο την τεχνολογία

Η Σαμοθράκη του Νίκης, του Ομήρου, των Καβείρων, των φιλοσόφων, των χαρτογράφων της Αναγέννησης, των αρχαιολόγων, των αρχιτεκτόνων και των φωτογράφων του 20ού αιώνα αλλά και των σύγχρονων μοντελιστών σε μια εμπεριστατωμένη έκθεση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
ΑΣΚΤ: Η σχολή που «γέννησε» τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες

Ιστορία μιας πόλης / ΑΣΚΤ: Εδώ γεννήθηκαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες καλλιτέχνες

H Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών υπήρξε θεμέλιος λίθος για την ελληνική τέχνη, με σημαντικούς δασκάλους όπως ο Παρθένης και ο Μόραλης να συμβάλλουν στην ανάπτυξή της. Η Αγιάτη Μπενάρδου συζητά με την ιστορικό τέχνης Χριστίνα Δημακοπούλου για την καθοριστική τους επιρροή.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Πώς βρέθηκαν οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία στη Νέα Μάκρη;

Ιστορία μιας πόλης / Νέα Μάκρη: Ο προσφυγικός συνοικισμός που εξελίχθηκε σε λουτρόπολη

Από τις ιωνικές κωμοπόλεις Μάκρη και Λιβίσι, στα παράλια της Λυκίας στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οι πρόσφυγες από αυτές τις περιοχές εγκαταστάθηκαν στη βορειοανατολική Αττική, ιδρύοντας τη Νέα Μάκρη, το 1924. Η Ευαγγελία Αχλάδη μιλά στην Αγιάτη Μπενάρδου για τη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της περιοχής.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Στο φθισιατρείο «Σωτηρία» το 1927: Μια κάθοδος στην αληθινή κόλαση των μελλοθάνατων

Αρχαιολογία & Ιστορία / Φθισιατρείο «Σωτηρία», 1927: Μια κάθοδος στην αληθινή κόλαση των μελλοθανάτων

Έπειτα από επιστολές και καταγγελίες, τον Ιούλιο του 1927, ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Εσπερινή» επισκέπτεται το φθισιατρείο για να καταγράψει τις συνθήκες ζωής των ασθενών. Η ομάδα των dirty ’30s & late ’20s «αναπαλαιώνει» και διασώζει τη μαρτυρία του για λογαριασμό της LiFO.
DIRTY ‘30S & LATE ‘20S
Γιατί ήταν γαλάζιοι οι πίθηκοι στις τοιχογραφίες της Σαντορίνης;

Ιστορία μιας πόλης / Γιατί ήταν γαλάζιοι οι πίθηκοι στις τοιχογραφίες της Σαντορίνης;

Ποια τα νοήματα πίσω από τις ζωγραφισμένες μορφές και τα ζωντανά χρώματα των θηραϊκών τοιχογραφιών; Πώς συνδέονται με τον μινωικό πολιτισμό και τι μας αποκαλύπτουν για τον αρχαίο κόσμο; Η Αγιάτη Μπενάρδου συνομιλεί με τον Ανδρέα Βλαχόπουλο.
ΑΓΙΑΤΗ ΜΠΕΝΑΡΔΟΥ
Τάσος Σακελλαρόπουλος: «Ο στρατός και ο θρόνος ήταν οι ρίζες του κακού της Δικτατορίας»

Άκου την επιστήμη / Τάσος Σακελλαρόπουλος: «Ο στρατός και ο θρόνος ήταν οι ρίζες του κακού της Δικτατορίας»

Η εποχή μας και τα «φαντάσματα» του Μεσοπολέμου. Ο ιστορικός και υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη, Τάσος Σακελλαρόπουλος μιλά στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ