Η ποίηση είναι μία εκλεπτυσμένη τέχνη, συνώνυμη της λεπτότητας και της ευαισθησίας. Ίσως σας φανεί αντιφατικό αλλά μπορεί να είναι και ένας ύμνος στη βαναυσότητα και η αγαπημένη μορφή τέχνης των τυράννων. Από την κλασική αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, οι δικτάτορες ανά τον κόσμο εμπνεύστηκαν και θέλησαν να γράψουν στίχους, αναζητώντας παρηγοριά, οικειότητα, ακόμα και δόξα. Το έργο τους μας ενημερώνει για τη φύση της εξουσίας, την ακατάπαυστη έλξη της ποίησης και τους κινδύνους της καλλιτεχνικής ερμηνείας.
Ο αρχετυπικός ποιητής-τύραννος είναι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Νέρων (37-68 μ.Χ.), ένας ματαιόδοξος επιδειξίας που αρεσκόταν στο να αυτοοικτίρεται, του οποίου η ανεπαρκής τέχνη αντικατοπτρίζει τη σαπρή εξουσία. Οι σύγχρονοι του ιστοριογράφοι Τάκιτος και Σουητώνιος μάλιστα έλεγαν πως η Ρώμη βασανίστηκε εξίσου από τις πολιτικές και την ποίησή του. Η χλεύη είναι βεβαίως μια ικανοποιητική μορφή εκδίκησης, ωστόσο από τις περιγραφές αυτές εγείρεται ένα ακανθώδες ερώτημα: θα είχαν μετριασθεί τα εγκλήματα του τυράννου αυτού αν η τέχνη του ήταν αξιόλογη, καθώς επίσης και το κατά πόσον μπορούμε να κρίνουμε δίκαια την ποιότητα της ποίησης ενός δικτάτορα;
Από την κλασική αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, οι δικτάτορες ανά τον κόσμο εμπνεύστηκαν και θέλησαν να γράψουν στίχους, αναζητώντας παρηγοριά, οικειότητα, ακόμα και δόξα.
Όπως υπογραμμίζει ο ακαδημαϊκός Ούλριχ Γκότερ στο πρόσφατα δημοσιευθέν έργο του «Τύραννοι που γράφουν ποίηση», συγκρινόμενη με εκείνη των έτερων ποιητών/αυτοκρατόρων Καίσαρα και Αυγούστου, η βασιλεία του Νέρωνα ήταν «αξιοσημείωτα αναίμακτη». Ωστόσο, παρά την απουσία στρατιωτικής φιλοδοξίας, οι εκδικητικές πράξεις του Νέρωνα ήταν εξαιρετικά προβεβλημένες, και αυτό τον αποτύπωσε στη μνήμη μας ως θλιβερό δεσπότη, με τραγική σκηνική αμφίεση, να τραγουδάει την άλωση της Τροίας ενώ η αυτοκρατορική πόλη καιγόταν. Ο Σουητώνιος αναφέρει πως «ο Νέρων ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος από την ομορφιά των φλογών».
Ο Νέρωνας ζούσε για να είναι περφόρμερ: εγκαινίασε τα Νερώνια, μία εξεζητημένη, ελληνικής θεματικής γιορτή στη Ρώμη, ενώ κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στην Ελλάδα συμμετείχε σε αγώνες ποίησης, τραγουδιού, λύρας καθώς και αρματοδρομιών. Στην Ολυμπία μάλιστα έπεσε από το άρμα του αλλά και πάλι ανακηρύχθηκε νικητής από τους έντρομους κριτές. Ο Νέρωνας επέμεινε να κατεβάσουν τα αγάλματα των προηγούμενων νικητών από τα βάθρα τους και επέστρεψε στην Ρώμη με 1.808 βραβεία.
Αυτή η προσωπογραφία του μεγαλομανούς ποιητή που δημιουργεί έναν κόσμο βάσει της παραληρηματικής φαντασίας του υπήρξε πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και ο Νομπελίστας Χεένρικ Σιένκεβιτς, του οποίου το μυθιστόρημα «Quo Vadis» (1896) έγινε σημαντική ταινία με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Ουστίνοφ. Ο Νέρων μάλιστα επιδίωξε να χορογραφήσει και την τελική του περφόρμανς, την αποτυχημένη αυτοκτονία του. Πρόβαρε και απέδωσε την αποχαιρετιστήρια φράση του «qualis artifex pereo» (τι καλλιτέχνης θνήσκει μαζί μου).
Περίπου δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα μία ομάδα Ιταλών ποιητών προανήγγειλαν τον φασισμό με έναν νερώνειο εορτασμό του θεάματος της καταστροφής. «Είθε η τέχνη να ανθήσει, καίτοι ο κόσμος καταστρέφεται», ήταν ένα από τα συνθήματα των Ιταλών Φουτουριστών. Ιδρυτής του κινήματος ήταν ο ποιητής Φίλιππο Τομάζο Μαρινέτι, ο οποίος εξυμνούσε τον πόλεμο ως «μοναδική θεραπεία για τον κόσμο». Ο Μαρινέτι επιδίωξε να εκβιομηχανίσει και να στρατιωτικοποιήσει τη γλώσσα με «συμπαγή ποίηση», την οποία θα συνέγραφε ένας δημιουργός-εισβολέας που θα «ξεκινούσε καταστρέφοντας βάναυσα τη σύνταξη». Οι Φουτουριστές είχαν επηρεαστεί από τον ποιητή-πολεμιστή Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, μία προσωπικότητα που θαύμαζαν πολύ και είχε στήσει μια βραχύβια «λυρική δικτατορία» το 1919, η οποία ενέπνευσε και τον Μουσολίνι ώστε να κατακτήσει την εξουσία τρία χρόνια αργότερα.
Παρά τον εκπεφρασμένο ενθουσιασμό για τη «μυστηριακή ένωση» ποιητή και λαού του Ντ' Ανούντσιο, οι στίχοι του ίδιου του Μουσολίνι έκλιναν μάλλον προς τη σαχλή παραίτηση. Οι φιλολογικές του φιλοδοξίες ήταν σε κάποιο βαθμό προσποιητές. Ο βιογράφος του, Ρίτσαρντ Μπόζγουορθ, σημειώνει πως ο Μουσολίνι άφηνε τα βιβλία σπουδαίων ποιητών «εμφανώς ανοιχτά επάνω στο γραφείο του όταν τον επισκέπτονταν ξένοι αξιωματούχοι». Η ύστερη ποίησή του αντικατοπτρίζει την απομόνωση του, μακριά από τον ιδεαλισμό της σοσιαλιστικής νιότης του, και γεννά στίχους που θρηνούν την πτώση του ιακωβινισμού («το τσεκούρι που μάτωσε από φλέβες πληβείων») και προσδοκούν την επαναστατική προφητεία («στα θνήσκοντα μάτια του άστραψε η Ιδέα / Το όραμα των μελλοντικών αιώνων»).
Αναπόφευκτα οι δικτάτορες διοχετεύουν τις καλλιτεχνικές τους απογοητεύσεις στην πολιτική. Ο Χίτλερ, παρότι δήλωνε πως προτιμά «τη μαγική δύναμη του προφορικού λόγου» έναντι των «γλυκερών διαχύσεων των αισθητικών λογοτεχνών», είχε κάποτε φανταστεί εαυτόν ως Βιεννέζο μποέμ. Ο Γκέμπελς, που τελειοποίησε την τέχνη της προπαγάνδας, συνέθεσε ένα διήγημα με εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά, ενώ ο σπουδαγμένος στο Παρίσι Πολ Ποτ θαύμαζε τη συμβολική ποίηση του Βερλαίν.
Ο ρωσικός μαρξισμός υπήρξε αφετηρία για ένα κύμα ριζοσπαστικών αισθητικών κινημάτων, αλλά ο ποιητής-τύραννος της Σοβιετικής Ένωσης χαρακτηρίζεται από ένα εντυπωσιακά συντηρητικό ύφος στα γραπτά του. Ο νεαρός Στάλιν συνέθετε ποίηση στα γεωργιανά, μία γλώσσα απαγορευμένη στη θεολογική σχολή όπου φοίτησε, και το έργο του αναπαράγει ρομαντικά μοτίβα επαναστατικών ποιητών και της χαμένης Χρυσής Εποχής. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από έντεχνο μιμητισμό, απουσία αυτοσαρκασμού και «υπερβάλλοντα ζήλο», σύμφωνα με την κριτική του Ευγκένι Ντομπρένκο.
Με κοσμητική αισθητική που αγγίζει το κιτς, η ποίηση του Στάλιν βρίθει νατουραλιστικών κλισέ: «στο σύδεντρο κάτω από τον κυανό ουρανό αντηχεί το τιτίβισμα του αηδονιού», καθώς η ψυχή βασανίζεται από «το σκοτεινό δάσος της νύχτας». Είναι και σοβαρή όταν θέλει, παρότι κάπως ακατέργαστη πολιτικά:
Να είστε βέβαιοι πως όταν
τον ρίξεις κάτω τον καταπιεσμένο
εκείνος ξανά θα προσπαθήσει ν' αγγίξει το όρος το αγνό,
όταν η ελπίδα τον αφυπνίσει.
Στο «Πάνω Από Ετούτη τη Γη» (1895), αναφέρεται σε έναν καλλιτέχνη που δημιουργεί αποκαλυπτική μουσική για τις μάζες:
Η φωνή έκανε πολλών τις καρδιές,
που είχαν γίνει πέτρα, να χτυπήσουν.
Φώτισε το μυαλό πολλών,
που είχε βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι.
Όμως ο προφήτης δεν αναγνωρίζεται από εκείνους που επιθυμεί να ελευθερώσει: «Ο όχλος στάθηκε εμπρός στον απόκληρο / Δοχείο γιομάτο δηλητήριο». Ο Στάλιν επανεμφανίζεται ως τραγουδιστής σε ένα ποίημα αργότερα, «συγκινημένος μέχρι δακρύων από την πικρή μοίρα του χωρικού», καθώς εκείνος -με προνοητικότητα- «ανέγειρε ένα μνημείο στον εαυτό του... στην καρδιά κάθε Γεωργιανού». Η ποίηση του Στάλιν είχε εκδοθεί ανώνυμα και είχε δημοσιευθεί σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογηθεί ως υπόδειγμα κλασικής γεωργιανής λογοτεχνίας.
Ωστόσο ακόμη και οι πιο επικριτικοί βιογράφοι του Στάλιν έχουν επαινέσει τους στίχους του. Ο Σάιμον Σεμπάγκ-Μοντεφιόρε έγραψε πως «η ομορφιά τους κρύβεται στον ρυθμό και τη γλώσσα» που αποδίδονται δύσκολα στην μετάφραση, ενώ ο Ρόμπερτ Σέρβις ισχυρίζεται πως το έργο του διαθέτει «μια λογοτεχνική αγνότητα που όλοι αναγνωρίζουν». Η διακοσμητική ομορφιά και η ηρωική πόζα κάνουν ξανά την εμφάνιση τους όταν ο Στάλιν παρουσιάζεται ως υπέρμαχος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού έναντι της πειραματικής μοντερνιστικής αβανγκάρντ.
Το πνευματικό τέκνο του Στάλιν, ο Γιούρι Αντρόποφ, συνδύασε τη γραφειοκρατία με τον ρομαντισμό. Ως επικεφαλής της KGB καταδίωξε αντιφρονούντες και κατέπνιξε την εξέγερση στην Ουγγαρία αλλά έγραφε ερωτικά ποιήματα στη σύζυγό του. Εξάλλου η ικανότητα να διαχωρίζει τα πράγματα χαρακτηρίζει τον δημιουργό-δικτάτορα. Ο Ουζμπέκος ποιητής Χαμίντ Ισμαήλοφ αναφέρει μία αποκαλυπτική ιστορία για τον Αντρόποφ: ένας από τους λογογράφους του κάποτε του έστειλε μια κάρτα γενεθλίων όπου αστειευόταν σχετικά με το ότι η εξουσία διαφθείρει τους ανθρώπους. Ο Αντρόποφ του απάντησε με τους εξής στίχους:
Κάποτε, κάποιος αχρείος ξεστόμισε
πως η εξουσία διαφθείρει τους ανθρώπους.
Όλοι οι φωστήρες παπαγαλίζουν τώρα
για τόσα χρόνια την ίδια κατηγόρια
δίχως να παρατηρήσουν (φευ!)
πως συχνότερα οι άνθρωποι διαφθείρουν την εξουσία.
Έτερος ορκισμένος σταλινικός, ο ηγέτης της Β. Κορέας Κιμ Ιλ Σουνγκ φέρεται ως συγγραφέας επαναστατικών θεατρικών έργων και θεωρητικών συγγραμμάτων, ιδίως της «θεωρίας του σπόρου», η οποία παρουσιάζει τον Κιμ ως πατέρα της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Το 1991 ο Κιμ Ιλ Σουνγκ έγραψε ένα ποίημα για τον γιο του, Γιονγκ Ιλ:
Έφτασαν ήδη τα πεντηκοστά γενέθλια του Υπέρλαμπρου Άστρου;
Όλοι θαυμάζουν την ισχύ του στην πένα και το ξίφος
μαζί και το πιστό και υιικό πνεύμα του,
κι ομόφωνα έπαινοι και επευφημίες κινούν ουρανό και γη.
Ο εθνοπατέρας Κιμ είχε ανακηρυχθεί «Ήλιος του Έθνους», όπως ο Μάο αποκαλούνταν «Ο Κόκκινος Ήλιος μέσα στις Καρδιές μας». Εξάλλου ο ηγέτης που ενσάρκωνε τον ιδεώδη συνδυασμό της πένας και του ξίφους ήταν ο Μάο. Βασιζόμενος στην ένωση της πνευματικής ικανότητας (Γουεν) με την πολεμική ισχύ (Γου), επιδίωξε να οικειοποιηθεί την αυτοκρατορική παράδοση ξεπερνώντας την. Σε ένα ποίημα του 1936 αναφέρει πως ελάχιστοι αυτοκράτορες είχαν αφήσει ένα λογοτεχνικό κληροδότημα λέγοντας πως τώρα «οι πραγματικά σπουδαίοι άνδρες / στρέφουν το βλέμμα μόνο στην τωρινή εποχή».
Η ποίηση του Μάο είναι ορθόδοξη σε φόρμα και κλασικής θεματολογίας, μία επίδειξη δεξιοτεχνίας στην παράδοση που φερόταν να απεχθάνεται. Παρά τη δική του απαίτηση να καταλυθούν τα «Τέσσερα Παλαιά» (κουλτούρα, ήθη, έθιμα, ιδέες), ο ίδιος ο Μάο έγραφε ακολουθώντας το παλαιό ύφος, το οποίο είχε καταδικάσει ως ελιτίστικο και ξεπερασμένο. «Φοβόμουν πως τέτοια λάθη θα μπορούσαν να παραπλανήσουν τους νέους», είχε εμπιστευθεί σε έναν συντάκτη περιοδικού, επιτρέποντας στον εαυτό του εκείνα που απαγόρευε σε άλλους.
Ο Μάο ηδονιζόταν να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και ήταν εξαιρετικά ικανός στη δημιουργία εικόνων («Οι πρασινογάλαζοι κυματιστοί λόφοι / Ο ερυθρός αιμάσσων θνήσκων ήλιος»), στα κλασικά θέματα («Ο κόσμος του ανθρώπου είναι ρευστός, οι θάλασσες χωράφια μούρων γίνονται») και προπάντων προπαγανδιστικός («Της Κίνας οι θυγατέρες υψηλά φρονήματα έχουν / Όχι μετάξια και σατέν, αλλά της μάχης την παράταξη αγαπούν»).
Το ποιητικό έργο του Μάο αποδεικνύει πως η καλλιτεχνική εκλέπτυνση δεν εγγυάται ηπιότερες πολιτικές. Το 1966, η Κόκκινη Φρουρά συμπλήρωσε το Μικρό Κόκκινο Βιβλίο με μία συλλογή 25 ποιημάτων που αποδίδονταν στον Μάο, γεγονός που αναζωπύρωσε τον ενθουσιασμό για την παλαιού ύφους ποίηση σε εκείνους που είχαν ταχθεί στην «καταστροφή των φεουδαρχικών λειψάνων». Η τελευταία πρόταση που συνέγραψε ο Μάο, έναν χρόνο πριν εισαγάγει την Πολιτιστική Επανάσταση, ήταν προφητική: «Κοιτάξτε, ο κόσμος έρχεται τα πάνω κάτω».
Η ποίηση όμως έχει καταχωρηθεί και ως ενοχοποιητικό στοιχείο στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όπου ο «Χασάπης της Βοσνίας» Ράντοβαν Κάρατζιτς καταδικάστηκε για γενοκτονία. Το 1992 σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC καταγράφηκε μία συνάντηση μεταξύ του Κάρατζιτς και του εθνικιστή Ρώσου ποιητή Εντουάρντ Λιμόνοφ, όπου ο Κάρατζιτς απαγγέλλει ένα ποίημα που προφητεύει τη βία που θα ακολουθήσει ενώ ο Λιμόνοφ εξαπολύει ομοβροντίες βλημάτων στην κοιλάδα κάτω από το σημείο που στέκονται. Ο Κάρατζιτς ισχυρίζεται πως έχει χρόνια πριν προβλέψει τις μάχες που θα ακολουθήσουν ενώ το ποίημα του 1971 με τίτλο «Σαράγιεβο» περιέχει τους εξής στίχους:
Η πόλη καίγεται σαν λιβάνι
Στον καπνό της βοά η συνείδηση μας...
Το ξέρω πως όλα αυτά είναι οι προετοιμασίες για την κραυγή:
Τι θα μας φέρει το μαύρο μέταλλο στο γκαράζ;
Η εδραίωση της πρόθεσης εκ μέρους του δράστη είναι απαραίτητη για το διεθνές δίκαιο. Ο Κάρατζιτς είναι εμβληματική φιγούρα αυτού που ο Σλάβοϊ Ζίζεκ αποκαλεί το «ποιητικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα», όπου εξυμνείται ο λογοτεχνικός κανόνας του εθνικισμού, όπως το επικό ποίημα του Πέταρ Πέτροβιτς Νιέγκος «Το Στεφάνι του Όρους» (1847), όπου το να χυθεί μουσουλμανικό αίμα παρουσιάζεται ως βάπτιση του σερβικού έθνους.
Η ρητορική της γενοκτονίας ενδύεται τον μανδύα μιας ανώδυνης (;) μεταφοράς: ένα έθνος «εξαγνίζεται» δια της «εθνοκάθαρσης». Οι αναγνώστες ωστόσο οφείλουν να γνωρίζουν τον κίνδυνο που ενέχει το να αντιμετωπίζουν την καλλιτεχνική περσόνα ως τον πραγματικό εαυτό του συγγραφέα. Ας αναλογιστούμε το έργο του Αγιατολάχ Χομεϊνί, η ποίηση του οποίου επιθυμεί να πατήσει στα μονοπάτια που χάραξαν οι σουφιστές ποιητές Ρουμί και Χαφέζ:
Ικέτης είμαι για ένα κύπελλο κρασί
από τα χέρια αγαπημένης.
Σε ποιον να εμπιστευθώ αυτό το μυστικό μου;
Τον πόνο αυτόν πού να τον στρέψω;
Οι στίχοι αυτοί δύσκολα συμβαδίζουν με τη δημόσια εικόνα του Χομεϊνί:
Αιχμάλωτος πιάστηκα, ω αγαπημένη, από την ελιά στο χείλος σου!
Είδα τα μάτια σου που πονάνε κι αρρώστησα από αγάπη...
Άνοιξε την πόρτα της ταβέρνας κι ας μείνουμε εκεί μέρα και νύχτα,
γιατί σιχάθηκα πια το τζαμί και τη θεολογική σχολή.
Οι θαυμαστές του αγιατολάχ επιλέγουν να ερμηνεύσουν τους στίχους αυτούς αυστηρά αλληγορικά (το τζαμί και ο ιμάμης είναι η κενή επίδειξη θρησκευτικότητας) παρότι κάποιοι άλλοι στίχοι δύσκολα εξουδετερώνονται: «Έσκισα το άμφιο ασκητισμού και υποκρισίας». Τα ποιήματα αποκαλύπτουν τη μυστικιστική πλευρά του αγιατολάχ, ωστόσο είναι ο ίδιος που εκδίδει τις φετφά, γεγονός που τον καθιστά ταυτόχρονα δημιουργό και λογοκριτή.
Η επιδρομή στο κρησφύγετο του Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011 προκάλεσε πλείστα σχόλια από τα ΜΜΕ σχετικά με τη βιβλιοθήκη του, τα οποία εστίασαν στην απουσία μυθιστορημάτων και παρέλειψαν να αναφέρουν την αγάπη του για την ποίηση. Το 2010 ο Μπιν Λάντεν έγραφε σε έναν υπασπιστή του λεπτομέρειες για μία φιλόδοξη επιχείρησή του και στο τέλος προσέθεσε το εξής αίτημα: «αν κάποιοι από τους αδελφούς που είναι μαζί σου γνωρίζουν από ποιητικά μέτρα, ενημέρωσε με σχετικά, επίσης αν έχεις βιβλία σχετικά με την κλασική προσωδία θα σε παρακαλούσα να μου τα στείλεις».
Ο Μπιν Λάντεν συγκαταλέγεται στους πιο αξιοσέβαστους τζιχαντιστές ποιητές και η θέση του εν μέρει προκύπτει από τη βαθιά γνώση των κλασικών. Ο εμίρης του Μπιν Λάντεν στο Ιράκ, ο Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι, αποκαλούνταν ταυτόχρονα «ο χασάπης» και «εκείνος που δακρύζει συχνά», κάτι που υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ αδιαλλαξίας και συναισθηματικότητας, τη διττή επιθυμία για εξουσία και οίκτο. Ο νυν ηγέτης της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαχίρι, γράφει επίσης ποίηση ενώ η διδακτορική διατριβή του αυτοαποκαλούμενου χαλίφη του Ισλαμικού Κράτους, Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, αφορούσε ένα θρησκευτικό ποίημα.
Ακόμη ένας τύραννος που έγραφε ποίηση μέχρι τέλους ήταν ο Σαντάμ Χουσεΐν. Ένα ποίημα που έγραψε στη φυλακή το 2003 ωστόσο φανερώνει μια άγαρμπη χρήση της γλώσσας: «Είσαι η απαλή αύρα / Η ψυχή μου αναζωογονείται από εσένα / Και το Μπαάθ μας ανθίζει σαν το κλαδί που πρασινίζει ξανά». Ο Σαντάμ, που αρεσκόταν να ποζάρει κρατώντας καλάσνικοφ, επιδεικνύει τη συνήθη απείθεια του: «Εδώ ξεγυμνώνουμε τα στήθη μας στους λύκους». Παραδόξως, ο εφευρέτης του όπλου αυτού, ο Μιχαήλ Καλάσνικοφ, ήθελε κι εκείνος να γίνει ποιητής. Όπως έγραψε κι ο Ουίσταν Χιου Ώντεν στο «Επιτάφιο επίγραμμα ενός τυράννου» για τον Χίτλερ, «η ποίηση που επινόησε ήταν εύκολα αντιληπτή».
Με στοιχεία από το BBC