Εξήντα τέσσερα χρόνια πριν από τις θρυλικές περιπέτειες της ατρόμητης Κάτνις, ο τελευταίος γόνος της ξεπεσμένης οικογένειας των Σνόου, ο νεαρός Κοριολανός με τους ξανθούς βοστρύχους και το μελαγχολικό βλέμμα, πληροφορείται πως ο γενναίος πατέρας του, ο Κράσος, έχει πεθάνει και οι ελπίδες του να κερδίσει το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή στη μεταπολεμική Κάπιτολ σβήνουν άδοξα, όταν, παρά τους εξαιρετικούς βαθμούς του, πρέπει να βγάλει τα προς το ζην σε Αγώνες Πείνας με ανανεωμένο, σαφώς πιο αιμοβόρο περιεχόμενο.
Έτσι δέχεται να γίνει ο μέντορας της ατίθασης Λούσι Γκρέι, «φάρος» μιας περιπλανώμενης στη φτωχή Περιοχή 12, συμμετέχοντας σε ένα παιχνίδι εξόντωσης αρχικά από απόσταση ασφαλείας και στη συνέχεια με μια ενεργή, ριψοκίνδυνη εμπλοκή στο κυνηγητό που αναμεταδίδεται ζωντανά προς τέρψιν ενός διψασμένου για βία και ίντριγκα κοινού, αφού ερωτεύεται τη νόστιμη τραγουδίστρια που καταφέρνει να μαγεύει τα δηλητηριώδη φίδια με τη μελένια φωνή της.
Το βασικό σκηνικό της μεταφοράς των μυθιστορημάτων της Σουζάν Κόλινς δεν έχει αλλάξει στο prequel επανεκκίνησης και η τοποθέτηση του Φράνσις Λόρενς στην καρέκλα του σκηνοθέτη φανερώνει το προφανές: όπως και στις συνέχειες του Χάρι Πότερ από ένα σημείο κι έπειτα ανέλαβε μόνιμα την κομψή διεκπεραίωση ο Ντέιβιντ Γιέιτς, έτσι και στους Αγώνες Πείνας αναζητούνται η πείρα και η εγγύηση ενός τεχνίτη που δεν πειράζει απολύτως τίποτα από την οπτικοακουστική και την αφηγηματική συνταγή.
Σε ένα ρημαγμένο, σκοτεινό κτίριο με παγίδες και ενέδρες, οι επιθέσεις από τους επαναστάτες, οι συμπλοκές ανάμεσα στα ανθρώπινα θηράματα και οι παρεμβάσεις των μεντόρων που παρακολουθούν ώσπου νιώσουν τη συμπόνια να υπερβαίνει την προνομιούχο θέση τους απλώς συμβαίνουν χωρίς χορογραφικό οίστρο ή σκηνοθετικό εύρημα. Λείπουν αισθητά οι ανοιχτοί ορίζοντες και η ανάσα του φυσικού χώρου που ανέδιδε κίνδυνο, όταν τα περιθώρια στένευαν.
Ωστόσο υπάρχουν μερικές βασικές διαφορές: στα μαγικά παραμύθια της Ρόουλινγκ οι χαρακτήρες ενηλικιώνονταν σε ένα περιβάλλον αμετάβλητο και οικείο και η ίντριγκα γινόταν συνώνυμη των χαρακτήρων, με τη δράση να προχωρά με αυτόματο πιλότο.
Επιπρόσθετα, ήταν εκείνη που έκανε τη διαφορά, με τη δυναμική παρουσία της και τον επιβλητικό έλεγχο της ενσυναίσθησης που διαθέτει γύρω από τις αμφιβολίες και τα διλήμματα που ανέκυπταν συνεχώς.
Ο Βρετανός Τομ Μπλάιδ και η Ρέιτσελ Ζέγκλερ από το West Side Story και την επερχόμενη Χιονάτη δεν συνιστούν επ’ ουδενί λάθος κάστινγκ (είναι φωτογενείς, γενικά σωστοί στο φιζίκ και ειδικά εύστοχοι στις επιμέρους αρετές τους, αυτός στον συνδυασμό φινέτσας με την απαραίτητη σωματικότητα, εκείνη στις φωνητικές απαιτήσεις των πολύ περισσότερων τραγουδιών σε σχέση με την πρώτη τριλογία), δεν προκαλούν όμως αναταραχή και συγκίνηση· αδυνατούν να πετύχουν αυτό που στο Χόλιγουντ ονομάζουν star making turn, ίσως γιατί μοιάζουν πολύ προκαθορισμένοι και προβλέψιμοι ως επιλογές, με τελματωμένους στα κλισέ διαλόγους που δεν τους βοηθάνε να λάμψουν. Κι αν υποθέσουμε πως το ειδικό βάρος του προικισμένου πρωταγωνιστή είναι καθαρά υποκειμενικό και μη μετρήσιμο, εντελώς απτή είναι η επίπεδη σκηνογραφία της βασικής αρένας, εκεί όπου εκτυλίσσεται κυρίως η δράση.
Σε ένα ρημαγμένο, σκοτεινό κτίριο με παγίδες και ενέδρες, οι επιθέσεις από τους επαναστάτες, οι συμπλοκές ανάμεσα στα ανθρώπινα θηράματα και οι παρεμβάσεις των μεντόρων που παρακολουθούν ώσπου νιώσουν τη συμπόνια να υπερβαίνει την προνομιούχο θέση τους απλώς συμβαίνουν χωρίς χορογραφικό οίστρο ή σκηνοθετικό εύρημα. Λείπουν αισθητά οι ανοιχτοί ορίζοντες και η ανάσα του φυσικού χώρου που ανέδιδε κίνδυνο, όταν τα περιθώρια στένευαν.
Η Βαϊόλα Ντέιβις σε ρόλο ρυθμιστή, ο Πίτερ Ντίκλατζ με τη σαιξπηρική αίσθηση του ζόφου προ των πυλών και ο Τζέισον Σουάρτσμαν σε ρόλο φαντεζί, αναίσθητου κονφερανσιέ απλώς πασπαλίζουν μια ταινία-επωδό, ένα όχημα επανάληψης γνώριμων καταστάσεων σε ήσσονα κλίμακα και αχνή αντήχηση.
Το κόνσεπτ ενός δραματικού «Survivor», όπου η αριστεία απορρίπτεται, η αληθινή απόδοση θεωρείται αμελητέα, αν δεν εξυπηρετεί μεγάλα συμφέροντα, και η μονάδα, με τις ευαισθησίες και τις ιδιαιτερότητές της, εκμηδενίζεται για χάρη μιας μιλιταριστικής Ολυμπιάδας με μοναδικό στόχο την τηλεθέαση εξακολουθεί να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αλληγορία για την αξιακή κατάπτωση της σύγχρονης εποχής, αλλά το πρώτο saga, που, για να μην το ξεχνάμε, πάτησε πάνω στο πρωτοποριακό Battle Royale, έχει εξαντλήσει το θέμα και αυτό εδώ το love story δεν διαθέτει την πυγμή ή την απαραίτητη αιχμή για να αφυπνίσει την ιστορία από τη σύλληψή της. Εκτός αν η (σχεδόν βέβαιη) συνέχεια της ανιαρής Μπαλάντας των αηδονιών και των φιδιών, με τον στερημένο και μπερδεμένο Κόριο ως βασικό διεκδικητή της προεδρίας της Πανέμ φανερώσει κρυφά χαρτιά και μοιράσει αλλιώς την τράπουλα της εμπιστοσύνης και της προδοσίας.
Η ταινία «The Hunger Games: Η μπαλάντα των αηδονιών και των φιδιών» κυκλοφορεί την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου.