Σε μια εποχή που οι γυναίκες χτένιζαν τα μαλλιά τους σαν να είχαν μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι μετά από μια νύχταπάθους, και οι σκηνοθέτες εμφανίζονταν στα πλατό, τι σύμπτωση, σαν να είχαν περάσει μια νύχτα πάθους με τις γυναίκες που λέγαμε, εκτυλίσσεται η κινηματογραφική φαντασία Εννέα, μια διασκευή του φερώνυμου θεατρικού μιούζικαλ, που ήταν με τη σειρά της μια διασκευή του Οκτώμιση του Φεντερίκο Φελίνι. Ο Ιταλός υπερσκηνοθέτης γύρισε την ταινία του το 1963, στην καρδιά της άνθισης του ευρωπαϊκού σινεμά, ενώ ο Ρομπ Μάρσαλ κοιτάζει νοσταλγικά την εποχή σαν να δίνει κίνηση και ήχο στο ξεφύλλισμα ενός περίεργου φωτορομάντσου, με ήρωα έναν σκηνοθέτη που παθαίνει δημιουργικό και συναισθηματικό μπλοκ και καταδιώκεται από τη συνείδηση και τις γυναίκες της ζωής του.
Τι θα έλεγε άραγε ο Φελίνι αν έβλεπε την ταινία πάνω στην ταινία πάνω στη ζωή τη δική του, και ελαφρώς της αρσενικής μούσας του, του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι; «Ελπίζω να γελούσε λίγο με την ηθελημένη ειρωνεία μας, αν και δεν είμαι σίγουρος», λέει μειδιώντας ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που υποδύεται τον Γκουίντο Κοντίνι. «Μπορεί και να φρίκαρε! Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν βαλθήκαμε να ερμηνεύσουμε ένα αριστούργημα, είναι οξύμωρο να ξεπεράσουμε ένα άριστο έργο, να το ακουμπήσουμε καν. Να παίξουμε με αυτό, ίσως. Μέχρι εκεί», προσθέτει ο Ιρλανδός ηθοποιός, που στην πρεμιέρα παρέστη, συνάντησε φίλους στο μπαρ, ήπιε λίγα ποτά για να αντέξει, και μετά την έκανε στα κρυφά, όπως και ο Γκουίντο στην συνέντευξη Τύπου στην αρχική σκηνή, όταν τον στριμώχνουν οι δημοσιογράφοι και δεν ξέει τι να τους πει, καθώς δεν έχει καν στο μυαλό του το έργο που πρόκειται να γυρίσει, πόσο μάλλον το ολοκληρωμένο σενάριο. Ο Νταν, όπως προτιμάει να τον φωνάζουν, δεν μπήκε καν στη διαδικασία να κάνει συγκρίσεις ή να δει τη θεατρική εκδοχή σε βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα. «Τώρα αρχίζω να σκέπτομαι τι έκανα. Το πώς με απασχόλησε όταν προβάραμε και γυρίζαμε το έργο. Ποτέ δεν κάνω συνειδητές συγκρίσεις, αρνούμαι καν την ύπαρξη ενός πρωτότυπου υλικού. Το άγνωστο είναι ερεθιστικό, γι' αυτό και βασανίζομαι αλλά μ' αρέσει». Βασανίζεται; «Όχι σε βαθμό απόλυτου μπλοκαρίσματος, όπως ο Γκουίντο. Δεν μου έχει τύχει κάτι τέτοιο. Αμφιβολίες ναι, σοβαρότατες, άγχος αν θα τα καταφέρω, ανησυχία για το αν θα λειτουργήσει η φαντασία. Ναι, όλα αυτά, κάθε φορά που αναλαμβάνω μια δουλειά. Δεν έχω ιδέα πού θα με οδηγήσει η διαδικασία». Όσον αφορά τους συνεργάτες του, έχει ένα άλλου είδους άγχος, για το αν θα του είναι συμπαθείς οι συνάδελφοι που ούτως ή άλλως θαυμάζει.
Αλλά πώς να μην είναι συμπαθής η τεράστια Τζούντι Ντεντς, που μπέρδεψα τον τίτλο της και δεν ήξερα αν πρέπει να την αποκαλέσω Dame Judi (που είναι το σωστό) ή Dame Dench (που είναι το λάθος, και υπακούοντας στον Νόμο του Μέρφι, έτσι και την προσφώνησα, προς μεγάλη της και χαμογελαστή αδιαφορία στο πρωτόκολλο). Η Ντεντς ζει στην αγγλική εξοχή και ένα πράγμα της αρέσει περισσότερο: «Να ανάβω το τζάκι, να βάζω τις παντόφλες μου και να απλώνω τα πόδια μου σχεδόν μέσα στη φωτιά για να ζεσταθούν». Έτσι αράζει η κυνική «Μ» από τον Τζέιμς Μποντ, ίσως η πιο αγαπητή ηλικιωμένη στους Βρετανούς. Μένοντας στο θέμα ζέστη, αναπολεί τη Μονεμβασιά που είχε επισκεφτεί παλιά και ακριβώς δίπλα της η Νικόλ Κίντμαν γουρλώνει τα μάτια γιατί δεν έχει ποτέ επισκεφθεί την Ελλάδα και το θέλει πολύ. «Το νερό με μαγεύει», μουρμουρίζει και ζεσταίνεται με την ιδέα. Η Κίντμαν παίζει τη μούσα του Κοντίνι, «αλλά όχι ακριβώς τη ντίβα. Είναι μια Σουηδέζα ηθοποιός, όπως εκείνες οι όμορφες πρωταγωνίστριες από τη δεκαετία του '60, που δείχνει να βαρέθηκε την εξάρτησή της από σενάρια που δεν έχει καν δει. Να σας εξηγήσω», προσθέτει, «αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι μέρος ενός συνόλου, να δίνω στον εαυτό μου ευκαιρίες να συνεχίσω να αγαπώ τη δουλειά μου. Η δουλειά είναι το παν». Και η φάρμα της στο Τενεσί, η δεύτερη πατρίδα της πλέον, μετά την Αυστραλία, εκεί που επιστρέφει μετά τις φευγαλέες και αποδοτικές επισκέψεις της στο Χόλιγουντ, για να καλλιεργεί τις ντομάτες της και να μεγαλώνει το παιδί και τα κοτοπουλάκια της.
Ο Ρομπ Μάρσαλ επιβεβαιώνει τη γήινη φύση της Κίντμαν: «Δεν είναι καθόλου ντίβα, σαν τον χαρακτήρα που υποδύεται. Είναι εδώ, μαζί μας, πρόθυμη να ακούσει και να συνεργαστεί». Τον αποκαλώ Τζορτζ Κιούκορ του μιούζικαλ και δείχνει να κολακεύεται: «Μακάρι, σας ευχαριστώ. Η δυνατότητα του Κιούκορ να συνεργάζεται με τις ωραιότερες και πιο ταλαντούχες γυναίκες και να βγάζει το βέλτιστο από μέσα τους είναι τεράστιο κομπλιμέντο και συνεχές ζητούμενο». Και συνεχίζει: «Ήμουν αγχωμένος γιατί είχα πολλά και πολλούς να ισορροπήσω. Τελικά ήταν πιο εύκολο από ό,τι περίμενα. Όταν περισσεύει ταλέντο, το έργο του σκηνοθέτη διευκολύνεται». Η Πενέλοπε Κρουθ βρισκόταν σε άλλη φάση. Αφηρημένη, λίγο κουρασμένη, μάλλον απασχολημένη με τον επερχόμενο γάμο της με τον Μπαρδέμ, θέμα που δεν συζητάει δημοσίως. «Πρώτη φορά χόρεψα σε ταινία και δεν ήμουν σίγουρη, αν και είχα πάρει μαθήματα μπαλέτου όταν ήμουν μικρή», εξηγεί. «Έκανα άπειρες πρόβες, από ανασφάλεια και τελειομανία. Ήθελα να ενσωματώσω πολλές γυναίκες μέσα στον σέξι χαρακτήρα της Κλάρα και, αν θέλετε το πιστεύετε, ο τρόπος να βγάλω χιούμορ από αυτό το φλογερό και άτυχο στον έρωτα πλάσμα προήλθε από ένα κινούμενο σχέδιο που είχα συνεχώς στο μυαλό μου». Ποιο; «Τον Ροζ Πάνθηρα! Από την εικόνα του και τις κινήσεις του εμπνεύστηκα». Είναι οι δρόμοι της φαντασίας, που προανέφερε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Όταν λειτουργούν, δεν χρειάζεται καν να ρωτάς την καταγωγή τους.
σχόλια