Υπάρχουν δύο αναπάντεχες κορυφώσεις στην τελευταία ταινία του Πολ Βερχόφεν «Εκείνη»· και για τις δύο ευθύνεται η Μισέλ, ο χαρακτήρας που υποδύεται η Γαλλίδα ηθοποιός Ιζαμπέλ Ιπέρ και φυσικά, όπως μόνο εκείνη θα μπορούσε να το κάνει. Η Μισέλ είναι μία επιτυχημένη επαγγελματίας στον χώρο των video – games, κόρη ενός φυλακισμένου σίριαλ κίλερ και μίας εμμονικής με το σεξ μητέρας, πρώην σύζυγος ενός αποτυχημένου συγγραφέα, μητέρα ενός άχρηστου γιου, αλλά κυρίως μια γυναίκα που αποκτά τον έλεγχο στη ζωή του βιαστή της κατατρομοκρατώντας τον. Ίσως δεν υπάρχει άλλη ηθοποιός που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας τον συγκεκριμένο ρόλο, να εμβαθύνει σε αυτόν και να προσθέσει και μία δόση χιούμορ.
Για να είναι κανείς αντικειμενικός, πρέπει να δει ότι το «Εκείνη» δεν είναι μία ταινία που απενοχοποιεί την αποτρόπαιη πράξη του βιασμoύ. Δεν στέλνει το μήνυμα, στα θύματα κυρίως, ότι δεν πρέπει να καταγγείλουν το γεγονός στην αστυνομία ή ότι πρέπει να προσκαλέσουν τον βιαστή τους για ένα δείπνο, όπως κάνει η Μισέλ στην ταινία.
Γρήγορη, σε ύφος που σηματοδότησε την επιστροφή του Βερχόφεν, του Ολλανδού προβοκάτορα πίσω από επιτυχίες, όπως το «Βασικό Ένστικτο» και ο «Ρόμποκοπ», αυτή η ταινία ήταν κυρίως ένα όχημα για την Ιπέρ, ένας τρόπος να ενορχηστρώσει τα πάντα –τα πάντα, όμως- αναδεικνύοντας όλα τα όπλα της υποκριτικής της τέχνης. Η Σούζαν Σόνταγκ, που αποκαλούσε την Ιπέρ «καθολική καλλιτέχνη», είχε πει για εκείνην ότι ποτέ δεν είχε συναντήσει πιο έξυπνη ηθοποιό ή έστω έναν άνθρωπο τόσο έξυπνο μέσα στον κύκλο των ηθοποιών. Παρακολουθώντας κανείς το «Εκείνη», αντιλαμβάνεται τι εννοούσε τότε η Σόνταγκ.
Υπάρχει κάτι εγγενώς ευρωπαϊκό στη σκοτεινή, ηθικά περίπλοκη δομή της ταινίας. Ο Βερχόφεν ήθελε να κάνει γυρίσματα στο Χόλιγουντ, όμως, 5 στις 6 ηθοποιούς που τους πρότεινε τον ρόλο τον απέρριψαν, ίσως, όπως λέει ο ίδιος, επειδή το φιλμ δεν εξελισσόταν τελικά σε κλασική ιστορία εκδίκησης. Αυτό, όμως, δεν φάνηκε να απασχολεί την Ιπέρ, μια ηθοποιό με ρόλους που έχουν εμβαθύνει ή έστω συνδιαλεχθεί με την αιμομιξία, (όπως στο "Ma Mère") και στον σαδομαζοχισμό, (όπως στο "The Piano Teacher" του Χάνεκε το 2001). Ας σημειωθεί, ότι η Ιπέρ είναι γνωστή ως η Μέριλ Στριπ της Γαλλίας, με τη μόνη διαφορά ότι η Στριπ, ίσως και λόγω σωματότυπου που προβάλλει το πρότυπο της δυναμικής γυναίκας, ποτέ δεν έχει βουτήξει σε τόσο σκοτεινούς ρόλους.
Και η αλήθεια είναι ότι το βιογραφικό της Ιπέρ είναι εντυπωσιακό: με περισσότερες από 100 ταινίες από το ντεμπούτο της το 1971, με κάποιους από τους πιο οραματιστές κινηματογραφιστές της γενιάς της μεταξύ των οποίων οι Claude Chabrol, Claire Denis, Curtis Hanson, Hal Hartley και François Ozon, η Ιπέρ εμφανίζεται ασταμάτητη στις ποιοτικές επιλογές της. Το φθινόπωρο, και μετά το «Εκείνη», η Ιπέρ πρωταγωνιστεί στο "Things to Come", μία νοσταλγική πικρή κομεντί με την υπογραφή της γαλλίδας σκηνοθέτιδας Mia Hansen-Love. Υποδύεται τη Ναταλί, μία καθηγήτρια Φιλοσοφίας από το Παρίσι που ο σύζυγος την εγκαταλείπει για μία νεότερη γυναίκα, ενώ πεθαίνει η μητέρα και ο εκδότης αρνείται να δημοσιεύσει το τελευταίο σύγγραμμα της, μια σειρά από συσσωρευμένες ήττες, δηλαδή, από τις οποίες όμως, καταφέρνει να κερδίσει την ελευθερία της... Με τον χαρακτήρα της «Νάταλι» να αναζητά το φως και της «Μισέλ» το σκοτάδι και στους δύο ρόλους η Ιπέρ αποδεικνύει το τεράστιο προσόν της να αντλεί δυνάμεις από αυτό που μοιάζει ευάλωτο.
Αυτή την περίοδο τη συναντά κανείς σ' ένα ξενοδοχείο στη Λυόν, όπου γίνονται τα γυρίσματα της νέας της ταινίας "Madame Hyde", μίας αφηρημένης προσέγγισης του πασίγνωστου «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ». Πρόκειται για το 5ο φιλμ στο οποίο συμμετέχει φέτος. Στο λόμπι του ξενοδοχείου μπορεί κανείς να τη βρει απλά ντυμένη, με τζιν και t-shirt, μικροκαμωμένη και κομψή, να τη δει να ανεβαίνει την πετρόχτιστη σκάλα που οδηγεί στο 4ο επίπεδο του κτηρίου και να κάθεται γεμάτη από μία αλλόκοσμη ενέργεια σε ένα στρωμένο με κατακόκκινο κάλυμμα –στο χρώμα του αίματος- ντιβάνι.
Ξεκινώντας να μιλά για τη συμμετοχή της στο «Εκείνη», μέσα από τις κινήσεις των χεριών της απελευθερώνεται ένα διακριτικό νέφος από το Chanel No 5 –το άρωμα που φορά. «Δεν είχα καμία αίσθηση του χαρακτήρα που υποδυόμουν, όσο τον υποδυόμουν. Αλλά νομίζω ότι αυτή η απόσταση μου από αυτόν, τον έπλασε», εξηγεί και ίσως αυτή η ελλειμματική κατανόηση του ρόλου της επέτρεψε να μην μετατραπεί σε καρικατούρα. «Δεν είμαι σίγουρη ότι η Μισέλ αποφασίζει το οτιδήποτε. Εξ ενστίκτου, σχεδόν στα τυφλά κινείται».
Εκείνη και ο σύντροφος της, ο κινηματογραφικός παραγωγός, Ronald Chammah, έχουν τρία παιδιά. Η κόρη τους, η Lolita Chammah είναι επίσης ηθοποιός και η Ιπέρ έχει παίξει σε δύο ταινίες μαζί της. «Η σχέση μας είναι απείρως πιο δυνατή απ' οποιαδήποτε άλλη fiction σχέση», λέει η Ιπέρ.
Εκείνο που αγαπούν οι σκηνοθέτες στην Ιπέρ είναι ακριβώς η ικανότητα να αποδίδει την ηθική πολυπλοκότητα των ρόλων που αναλαμβάνει με τους πιο ιδιαίτερους τρόπους. Για παράδειγμα, στο «Εκείνη», όταν αποκαλύπτει το πρόσωπο του βιαστή της και την επόμενη μέρα τον βλέπει, ούτε ταράζεται, ούτε εκπλήσσεται, απλώς βρίσκεται σε επιφυλακή, προσπαθώντας να προστατεύσει τον εαυτό της. Και σε αυτόν τον ρόλο, όπως και σε πολλούς άλλους, η Ιπέρ είναι σα να μεταδίδει την αυτογνωσία, τον τρόπο με τον οποίο παρατηρεί τον εαυτό της στο κοινό, που με τη σειρά του παρατηρεί εκείνη. «Αυτή είναι και η ομορφιά σε όλο αυτό. Ανακαλύπτει προχωρώντας και δεν φοβάται να νιώσει», είχε εξηγήσει ο Βερχόφεν για την πρωταγωνίστρια του, συμπληρώνοντας: «Νομίζω ότι πάντα υπάρχει ένα μυστήριο στον τρόπο που υποδύεται. Δεν έχω δει άλλον ηθοποιό να προσθέτει τόσα στοιχεία στην ταινία, τα οποία αρχικά δεν υπήρχαν στο σενάριο».
Στην τελευταία σκηνή, η Μισέλ βρίσκεται σε μία αίθουσα, όπου, περιστοιχισμένη από υπαλλήλους της, νεαρούς άντρες στο σύνολο τους, παρακολουθούν σκηνές από το βιντεοπαιχνίδι που ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν. Εκεί, η ίδια παρατηρεί ότι «οι οργασμικοί σπασμοί» που αναπαρίστανται σε μια βίαιη σεξουαλική σκηνή ανάμεσα σε ένα τέρας και μια γυναίκα, είναι «πολύ σεμνοί». Με το που σταμάτησαν τα γυρίσματα αυτής της σκηνής, όπως θυμάται ο Βερχόφεν, η Ιπέρ λιποθύμησε, σοκάροντας τους πάντες στο πλατό. Ήταν σα να απαλλασσόταν από το κουκούλι του ρόλου και να ήταν και πάλι ο εαυτός της. «Δεν είδα ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Ήταν σαφές ότι επρόκειτο για κάτι σαν εξορκισμό», λέει ο σκηνοθέτης.
Ο ίδιος περιγράφει την Ιπέρ σαν «αγνή Μπρεχτική ηθοποιό», η οποία κρατά απόσταση ανάμεσα στον εαυτό της και το κοινό, χωρίς να προσπαθεί να το αποπλανήσει ή να εκμαιεύσει τη συμπόνια του. Πρόκειται για μία ποιότητα στην ερμηνεία που επικροτούν οι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες και το κοινό και που ακόμη φαντάζει ξένη στους Αμερικανούς. Ακόμη και έτσι, όμως, η Ιπέρ έχει καταφέρει να κάνει υποδειγματική δουλειά στις ΗΠΑ, ευδιάκριτη στα έργα του Michael Cimino, "Heaven's Gate" και του David O. Russell, "I Heart Huckabees," που μπορούν να εκληφθούν και ως μια κωμική απάντηση στον καταταλαιπωρημένο χαρακτήρα που υποδυόταν στο "The Piano Teacher." Σε μία σκηνή, βουτά το κεφάλι του Jason Schwartzman στη λάσπη, ενώ λίγο νωρίτερα του έχει πει ότι «είναι αναπόφευκτο το να σύρεσαι στον ανθρώπινο πόνο, την επιθυμία και στο να υποφέρεις». Η σκηνή λήγει με το να σέρνει πλέον εκείνος την Ιπέρ στη λάσπη, λίγο πριν κάνουν σεξ σε ένα πεσμένο δέντρο.
Η Ιπέρ αγαπά το αμερικανικό σινεμά, ξέρει, όμως, επίσης, ότι οι ευαισθησίες της είναι αμιγώς γαλλικές. «Πολλές φορές παρακολουθώ αμερικανικές παραστάσεις και λέω στον εαυτό μου ότι από εδώ κάτι λείπει, κάτι ουσιαστικό, το να τολμήσουν να μην είναι τίποτα, μια αίσθηση του να προσπαθήσουν να ακούσουν, αυτό που σημαίνει το να έχει κανείς ένα ανέκφραστο πρόσωπο, το να μην υποδύονται τίποτα», λέει η Ιπέρ. Ή το να αντιδρούν οι ηθοποιοί με ασάφεια, παρά με τον τρόπο που το κοινό αναμένει ότι θα αντιδράσουν.
Χρησιμοποιεί, μάλιστα, ως παράδειγμα μία σκηνή από την ταινία της "Things to Come", όταν ο χαρακτήρας που υποδύεται, η Νάταλι, προλαβαίνει για μια στιγμή να δει μέσα από το παράθυρο του λεωφορείου στο οποίο βρίσκεται, για μία και μόνη στιγμή, τον άντρα της με την καινούρια του φιλενάδα. Τότε είναι που η Ιπέρ, ως Νάταλι, αφήνει να της ξεφύγει ένα έκπληκτο γελάκι. Τι λέει, όμως, η Hansen-Love για τον τρόπο με τον οποίο η Ιπέρ βυθίζεται στους ρόλους που επιλέγει; «Η Ιζαμπέλ έχει αυτόν τον εθισμό. Πρόκειται για μορφή εθισμού. Είναι κάτι που μοιραζόμαστε και πρακτικά είναι η σχέση της με την υποκριτική: να πετά τον εαυτό της κυριολεκτικά στους ρόλους που υποδύεται, να χάνεται μέσα σ' αυτούς, προκειμένου να νιώσει ζωντανή».
Η Ιπέρ είναι επίσης γνωστή για τον τρόπο με τον οποίο διαφυλάσσει την ιδιωτική της ζωή. Σχεδόν ποτέ δεν μιλά στον Τύπο για τίποτα περισσότερο από τις δουλειές της, οπότε το αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στην πραγματική ζωή της και τους ρόλους που επιλέγει, είναι κάτι που μόνο εκείνη το γνωρίζει. Μεγάλωσε σε ένα πλούσιο παρισινό προάστιο και είναι το μικρότερο από τα 5 παιδιά της οικογένειας της. Η μητέρα της την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την υποκριτική και ήταν εκείνη που την έγραψε στο ωδείο, όταν ήταν μόλις 14 ετών. O πατέρας της ήταν κατασκευαστής χρηματοκιβωτίων και όπως η ίδια με δηκτικό χιούμορ παρατηρεί «όλες οι οικογένειες έχουν τα μυστικά τους. Πολλές φορές, τα Χριστούγεννα λαμβάνουνε ως δώρο μικρά χρηματοκιβώτια, σαν μινιατούρες».
Εκείνη και ο σύντροφος της, ο κινηματογραφικός παραγωγός, Ronald Chammah, έχουν τρία παιδιά. Η κόρη τους, η Lolita Chammah είναι επίσης ηθοποιός και η Ιπέρ έχει παίξει σε δύο ταινίες μαζί της. «Η σχέση μας είναι απείρως πιο δυνατή απ' οποιαδήποτε άλλη fiction σχέση», λέει η Ιπέρ. Την πρώτη φορά που συνεργάστηκαν σε ταινία, μάλλον, πέρασαν δύσκολα. «Γελούσαμε. Δεν μπορούσαμε να πειθαρχήσουμε και να συμπεριφερθούμε ως ηθοποιοί. Μετά συγκεντρωθήκαμε σ' αυτό που κάναμε. Έπρεπε», εξηγεί.
Όταν τη ρωτούν πώς ήταν να υποδύεται τη Μήδεια, τη θρυλική μητροκτόνο της ελληνικής μυθολογίας και μετά να επιστρέφει στα παιδιά της, χαμογελά και θυμάται ότι εκείνη την περίοδο, ο μικρότερος γιος της ο Angelo, είχε μπερδέψει, λόγω συνήχησης, τις λέξεις "aidez-moi" (σ.σ.: στα γαλλικά «βοήθησε με») και "Médée" (σ.σ.: στα γαλλικά η Μήδεια). Η Ιπέρ γελά εξηγώντας ότι όλο αυτό της είχε φανεί πολύ... Φροϋδικό.
Όπως αποκαλύπτει, οι ρόλοι δεν την αλλάζουν. Απλώς τους νιώθει με ένα πάθος που κινεί κάθε σημείο του σώματος της. «Είμαι ηθοποιός από την κορυφή ως τα νύχια», λέει και συνεχίζει: «Ξέρω ακριβώς τι σημαίνει να υποφέρει ένας χαρακτήρας, να μισεί ή να αγαπά. Δεν σου συμβαίνουν, όμως, όλα αυτά με τον τρόπο που τα βιώνει ο θεατής. Όταν υποφέρεις για παράδειγμα, ως ηθοποιός, εσύ εκείνη την στιγμή δεν υποφέρεις. Το απολαμβάνεις».
Με στοιχεία από το New York Times
* H Iζαμπέλ Ιπέρ θα βρίσκεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, 20-22 Δεκεμβρίου 2016, για την παράσταση Phaedra(s) σε σκηνοθεσία Krzysztof Warlikowski. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
σχόλια