Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ Sandra Milo στα 90 χρόνια της, στις 29 του περασμένου Ιανουαρίου, δεν πέρασε απαρατήρητος από τα ελληνικά μίντια, καθώς όλα θα αναπαρήγαγαν το δελτίο Τύπου τού ΑΠΕ-ΜΠΕ, που αναφερόταν στη «φελινική» ηθοποιό –καθώς η Millo εμφανιζόταν σε δύο από τις πιο σημαντικές ταινίες του Federico Fellini, το “8 ½” (1963), παίζοντας δίπλα στον Marcello Mastroianni και την χρωματικά ονειρική “Giulietta degli spiriti” (1965), συμπρωταγωνιστώντας με την Giulietta Masina–, χωρίς να γίνει λόγος, κάπου, για τη σχέση της ιταλίδας ηθοποιού με την Ελλάδα.
Η Sandra Milo, στα σίξτις, συνδεόταν με τον Έλληνα, εβραϊκής καταγωγής και σημαντικό παραγωγό της ιταλικής κινηματογραφίας Moris Ergas (Μόρις Έργκας), που είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1922.
Η σχέση του Ergas με την Milo είχε περάσει από μεγάλα σκαμπανεβάσματα, απασχολώντας έντονα τον Τύπο της εποχής – καθώς η ζωή του ζευγαριού είχε μεταφερθεί στη δημόσια σφαίρα.
Από την ιταλική wiki μαθαίνουμε πως ο Ergas είχε μια δύσκολη ζωή ως νέος, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, καθώς στα χρόνια του Πολέμου, θα περιπλανιόταν από χώρα σε χώρα (Ελλάδα, Σερβία, Αλβανία, Ιταλία) και βασικά από στρατόπεδο συγκέντρωσης σε φυλακή, πριν ξεκινήσει να δημιουργεί τη σημαντική πορεία του ως παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών, στην Cinecittà, μετά τα μέσα του ’50.
Η πρώτη πολύ μεγάλη ταινία στην οποία συναντάμε τον Moris Ergas ως παραγωγό είναι το πολεμικό δράμα του Roberto Rossellini “Il generale Della Rovere” από το 1959 («Χρυσό Λιοντάρι» στην 20η Mostra, στη Βενετία). Η ταινία, που πραγματεύεται συναρπαστικά τον μετασχηματισμό ενός μικροαπατεώνα, που δουλεύει για τους γερμανούς κατακτητές, σε ήρωα της αντίστασης, όταν η Ιταλία βρισκόταν υπό κατοχή, το 1944, είχε προβληθεί σε πρώτο χρόνο στην Ελλάδα, ενώ «όλοι» θα την βλέπαμε, και σε αποκαταστημένες κόπιες, όταν θα παιζόταν ξανά στις αίθουσες το 2017. Εκεί, σ’ αυτήν την ταινία, συμπρωταγωνίστρια του Vittorio De Sica (που κρατούσε τον κεντρικό ρόλο) ήταν η Sandra Milo (που ήδη σχετιζόταν με τον Moris Ergas).
Φυσικά ο Ergas, ως παραγωγός, θα δούλευε και για άλλες ταινίες, έχοντας για πρωταγωνίστρια την Sandra Milo, όπως τις «Κοκκέτες Πολυτελείας» (1960) σε σκηνοθεσία Antonio Pietrangeli, “Vanina Vanini” (1961) ξανά του Roberto Rossellini κ.λπ., ενώ θα έριχνε χρήματα και σε αρκετές ακόμη, χωρίς την Milo μπροστά από τις κάμερες, σαν τις “Kapò” (1960) του Gillo Pontecorvo και “Una vita violenta” (1962) σε σενάριο Pier Paolo Pasolini.
Η σχέση του Ergas με την Milo είχε περάσει από μεγάλα σκαμπανεβάσματα, απασχολώντας έντονα τον Τύπο της εποχής – καθώς η ζωή του ζευγαριού είχε μεταφερθεί στη δημόσια σφαίρα. Υπήρξαν πολλά παράλληλα περιστατικά, όχι και τόσο ευχάριστα, που δεν έχει νόημα τώρα να αναφερθούν, και τα οποία, μετά τον χωρισμό τους, περιστρέφονταν γύρω από την διεκδίκηση της επιμέλειας της κόρης τους. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό η Sandra Milo θα επισκεπτόταν για δεύτερη φορά την Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 1967.
Η παρουσία της ιταλίδας σταρ, στη χώρα μας, δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τα μίντια της εποχής. Η Milo ήταν τότε η πρωταγωνίστρια των ταινιών του Fellini, ήταν γνωστά τα προβλήματα της σχέσης της με τον Ergas και γι’ αυτό το λόγο δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ την είχαν από κοντά. Και κάπως έτσι η ιταλίδα σταρ θα δήλωνε στο περιοδικό «Εικόνες» (στον Μάνο Χάρη): «Ο πατέρας του παιδιού μου είναι Έλληνας. Θέλω κι εγώ να γίνω Ελληνίδα και να δώσω στην κόρη μου την ελληνική υπηκοότητα». Τι είχε γίνει; Όπως διαβάζουμε στις «Εικόνες» της 7ης Απριλίου 1967 (δεκατέσσερις μέρες πριν από το πραξικόπημα):
«Μια εβδομάδα πριν από την ημέρα της δικής της αφίξεως (στην Αθήνα), ήλθε ο Έργκας, μαζί με την μικρή και την γκουβερνάντα της. Ακολούθησε η άφιξη της Σάντρα και του δικηγόρου της, ο οποίος με τη συνεργασία αθηναίου συναδέλφου του άρχισαν τις απαραίτητες διατυπώσεις και ενέργειες στο υπουργείο Εξωτερικών και σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες με δύο στόχους: Πρώτον να αναγνωρισθή νομίμως το παιδί και δεύτερον να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα η Σάντρα. Ωστόσο οι δουλειές του καλούσαν στη Ρώμη τον κ. Έργκας, και έτσι έμειναν μόνες, τις υπόλοιπες ημέρες, η μαμά με την κόρη, οι δύο “υποψήφιες Ελληνίδες”».
Τέλος πάντων τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν καλά, για κανέναν, καθότι η Sandra Milo, όπως θα έγραφαν τότε οι εφημερίδες «απέβλεπον εις την απαγωγήν της θυγατρός της», με αποτέλεσμα ο Moris Ergas να μηνύσει την γκουβερνάντα τού παιδιού και όποιον άλλον θα μπορούσε να «μετέχει της αφαιρέσεως της πατρικής εξουσίας». Βασικά στο κέντρο της υπόθεσης ήταν η ίδια η Milo, η οποία είχε κατορθώσει εν τω μεταξύ να φύγει από την Αθήνα την ημέρα του πραξικοπήματος, στις 21 Απριλίου 1967 (έτσι είχε γραφτεί στον Τύπο), μαζί με το παιδί και την γκουβερνάντα του, οδεύοντας προς άγνωστη κατεύθυνση, πριν επιστρέψει, τελικά, στη Ρώμη στις 9 Μαΐου.
Η ιστορία έχει και συνέχεια, και μάλιστα στα ελληνικά δικαστήρια, στα οποία θα κατέφευγε η Sandra Milo, επαναδιεκδικώντας την επιμέλεια του παιδιού, που είχε δοθεί στον Moris Ergas (μετά την «απαγωγή» του), αλλά όλα αυτά δεν έχουν πλέον ιδιαίτερη σημασία.
Σημασία έχουν μόνον οι πολύ ωραίες φωτογραφίες τής ιταλίδας ηθοποιού στην Αθήνα, στον Λυκαβηττό, στα Χαυτεία, στο Μοναστηράκι, στα καταστήματα Αδελφοί Λαμπρόπουλοι και αλλού, τραβηγμένες από τον Παναγιώτη Δεληκάρη (για τις «Εικόνες») στο τέλος Μαρτίου και στις αρχές Απριλίου του 1967...