«Είναι κάτι σαν μανία. Ζωγραφίζω ό,τι να ’ναι, όπου να ’ναι. Από πολύ μικρός ζωγράφιζα ώρες ολόκληρες πάνω σε κάθε άσπρη επιφάνεια που έπεφτε στα χέρια μου: χαρτί, τοίχο, χαρτοπετσέτες, τραπεζομάντιλα σε εστιατόρια. Μέχρι και η άδεια οδήγησης στην τσέπη μου είναι ολάκερη καλυμμένη από μικροσκοπικά σκίτσα.
Για μένα αυτές οι ζωγραφιές πριν από κάθε ταινία είναι κάτι σαν σημειώσεις, ένας τρόπος να σημειώνω τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, τις λεπτομέρειες ενός ενδύματος, την κορμοστασιά κάποιου, την έκφραση μιας γυναίκας, ορισμένες ανατομικές ιδιομορφίες. Αυτός είναι ο τρόπος μου να χωθώ μέσα στην ταινία, να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, να της ρίξω μια κλεφτή ματιά. Μ’ αυτή την έννοια αυτές οι ζωγραφιές περιέχουν ήδη ένα μέρος της ταινίας κομματιαστά».
Αυτά εξηγούσε ο μεγάλος σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι στο δημοσιογράφο Τζιοβάνι Γκαρσίνι τον Σεπτέμβριο του1984 σχετικά με τα χιλιάδες σκίτσα του που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στη Ρώμη και αλλού.
Ο πρώην σκιτσογράφος, δημοσιογράφος, μέγας παραμυθάς, όπως τον αποκάλεσε η Σοφία Λόρεν στην απονομή τιμητικού Όσκαρ το 1993, ήταν ήδη ζωντανός μύθος στην πατρίδα του, έχοντας υπογράψει ταινίες που πλέον κατατάσσονται στις σημαντικότερες της ιστορίας του κινηματογράφου. Μία από αυτές, ίσως η σημαντικότερη, το 8½, προέκυψε εντελώς απρόσμενα, εν μέσω μιας σοβαρής προσωπικής κρίσης.
Μετά τη διεθνή αποδοχή του Γλυκιά Ζωή, τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και την παγκόσμια εισπρακτική επιτυχία, συμμετείχε στη σκηνοθεσία μιας σπονδυλωτής ταινίας με τίτλο Βοκάκιος ’70, μαζί με τους Βισκόντι, Ντε Σίκα, Μονιτσέλι. Το επεισόδιο που σκηνοθέτησε ο Φελίνι είχε τίτλο Οι περιπέτειες του δόκτορα Αντόνιο και αφορούσε την καταπίεση των σεξουαλικών ενστίκτων. Πρωταγωνιστές ήταν ο Πεπίνο ντε Φιλίπο και η σούπερ σταρ του Γλυκιά Ζωή Ανίτα Έκμπεργκ. Οι κριτικές δεν ήταν ιδιαίτερα θετικές, μάλιστα το «Cahiers du Cinéma» το χαρακτήρισε «ολοσχερή καταστροφή».
Ο Φελίνι ξαφνικά βρέθηκε σε αδιέξοδο. Είχε ανακοινώσει μια μεγάλου μήκους ταινία, χωρίς να ξέρει το θέμα της. Ωστόσο είχε μπει στο στάδιο της προ-παραγωγής. Μια αόριστη περιγραφή στον παραγωγό του αναφερόταν στο πορτρέτο ενός ανθρώπου, μια συγκεκριμένη ημέρα της ζωής του. Οι ηθοποιοί και τεχνικοί βρισκόντουσαν υπ’ ατμόν για τα επερχόμενα γυρίσματα, έχοντας υπογράψει συμβόλαιο, αλλά μόνο οι πιο στενοί του συνεργάτες γνώριζαν ότι σενάριο δεν υπήρχε και ότι ο ίδιος περνούσε κρίση.
Η σκηνή στην ταινία «Γλυκιά Ζωή» στη Φοντάνα ντι Τρέβι γυρίστηκε Μάρτιο, που ακόμα έκανε κρύο. Η Ανίτα Έκπμπεργκ δεν πτοήθηκε, έτσι πέρασε ώρες στο νερό, ενώ ο Μαστρογιάνι φορούσε αδιάβροχο και κατέβαζε τη μία βότκα μετά την άλλη ‒ έπαιξε μεθυσμένος.
Λίγες μέρες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων αποφάσισε να γράψει στον Μιλανέζο παραγωγό του Άντζελο Ριτσόλι ώστε να του εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αδυνατούσε να κάνει την ταινία. Ήταν αργά το βράδυ όταν ένα μέλος του συνεργείου τού υπενθύμισε το πάρτι γενεθλίων ενός οπερατέρ που γινόταν έξω από το στούντιο.
Ακολούθησε τον τεχνικό και βρέθηκε σε μια σύναξη όπου όλοι ήταν σε μεγάλα κέφια, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να συμμετάσχει. Μέσα στο γενικότερο χαρούμενο κλίμα ένιωσε πολύ άσχημα, του ήρθε κάτι σαν ναυτία, έπρεπε να απομακρυνθεί και να απομονωθεί. Ενώ ήταν μόνος στον κήπο, ξαφνικά του ήρθε επιφοίτηση, βρήκε τη λύση. Θα γύριζε ακριβώς αυτό που ζούσε, έναν σκηνοθέτη που δεν ξέρει τι ταινία θέλει να φτιάξει!
Το 8½ ξεκίνησε να γυρίζεται τον Μάιο του 1962 και πήρε τον τίτλο του από τον αριθμό των ταινιών που είχε γυρίσει μέχρι τότε: 6 μόνος του, 3 «μισές», μαζί με άλλους, και η καινούργια, που του δημιούργησε το πρόβλημα. Καθώς τα κινηματογραφικά εργαστήρια έκαναν απεργία, χρειάστηκαν περισσότεροι από τέσσερις μήνες να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Στο μεταξύ αρνιόταν να δει το υλικό και μόνο όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, τον Οκτώβριο, μπήκε σε μια αίθουσα προβολών, όπου επί τέσσερις ημέρες παρακολουθούσε ό,τι είχε γυρίσει.
Η ταινία αποτελεί σήμερα ένα από τα αριστουργήματα της 7ης Τέχνης. Σε αυτήν συμπεριέλαβε, εκτός από προσωπικά του βιώματα από την παιδική του ηλικία μέχρι την ωριμότητά του, εμπειρίες από τη διαδρομή του ως σκηνοθέτη στην Τσινετσιτά. Η σχέση του με τη θρησκεία και τις γυναίκες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, ενώ παρελαύνουν όλες οι προσωπικές του φαντασιώσεις και φοβίες.
Χωρίς γραμμική αφήγηση, πολλές αναμνήσεις επιστρέφουν μέσα από ονειρικές σεκάνς. Παρόν, παρελθόν και φαντασιακός χρόνος μπερδεύονται στο σενάριο που υπογράφει ο ίδιος μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες του Πινέλι, Φλαϊάνο και Ρόντι. Σαφής είναι, βέβαια, η επιρροή του Γιούνγκ, οι έρευνές του για το συλλογικό ασυνείδητο. Η μουσική είναι του Νίνο Ρότα (με τη χρήση του οργάνου cordovox, που είχε χρησιμοποιήσει και στο Γλυκιά Ζωή) με σύντομες αναφορές στον Βάγκνερ και στον Τσαϊκόφσκι, ενώ επεξεργασμένοι ήχοι ακούγονται on και off συνεχώς.
Πρωταγωνιστούν με σύντομα περάσματα η Ανούκ Εμέ ως σύζυγός του, η Σάντρα Μίλο ως η παντρεμένη ερωμένη του (λέγεται ότι ήταν και στην πραγματική ζωή) και η Κλαούντια Καρντινάλε ως μια μυστηριώδης καλλονή. Η ταινία θριάμβευσε στο Φεστιβάλ Καννών, όπου προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού τον Μάιο του 1963, χάρισε στον ενδυματολόγο Πιέρο Γκεράρντι το δεύτερό του Όσκαρ (το πρώτο του το είχε κερδίσει με τη «Γλυκιά Ζωή») και αποτέλεσε την αγαπημένη ταινία του Φελίνι.
Αλλά το Γλυκιά Ζωή αποτέλεσε την ταινία που ανήγαγε τον maestro σε σούπερ σταρ στα μάτια του διεθνούς κοινού. Πρόκειται για μια περιπέτεια που ξεκίνησε με τον φίλο του και παραγωγό Ντίνο ντε Λαουρέντις, με τον οποίο είχε κερδίσει ήδη δύο Όσκαρ Ξένης Ταινίας (Οι Νύχτες της Καμπίρια, Λα Στράντα), με τον οποίο όμως στην περίπτωση του Γλυκιά Ζωή είχαν απίστευτες συγκρούσεις.
Τα προβλήματα αυτήν τη φορά ξεκίνησαν από το γεγονός ότι ο παραγωγός ήθελε τον Πολ Νιούμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ο σκηνοθέτης επέμενε ότι ήταν ακριβώς το είδος του σταρ που ο κεντρικός χαρακτήρας δεν έπρεπε να είναι, γιατί ήθελε κάποιον «αδιάφορο» ως παρουσιαστικό. Επέμενε για τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, σχεδόν άγνωστο τότε ακόμα, που ο Βισκόντι είχε χρησιμοποιήσει στις Λευκές Νύχτες. Ο παραγωγός, όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσει, καθώς νεότερος ο ηθοποιός ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του, τη Σιλβάνα Μάνγκανο, η οποία υπήρχε περίπτωση να παίξει στην ταινία. Συζητιόταν για τον ρόλο της Μανταλένα, της πλούσιας αστής με την οποία κάνει έρωτα ο Μαρτσέλο, την οποία τελικά έπαιξε η Ανούκ Εμέ.
Ο Ντε Λαουρέντις, όμως, επηρεαζόταν πολύ και από τους συμβούλους του. Εκτός του ότι φοβόταν τη λογοκρισία, του ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αποδεχτεί τη δολοφονία των παιδιών του διανοούμενου Στάινερ πριν από την αυτοκτονία του, κάτι που ο συν-σεναριογράφος Τούλιο Πινέλι έβαλε στο σενάριο επηρεασμένος από την πρόσφατη τότε αυτοκτονία του φίλου του Τσέζαρε Παβέζε.
Τελικά, μετά από ατέλειωτες αντεγκλήσεις και καθώς έπρεπε να βρεθούν 50 εκατ. λίρες για να αποδεσμευτεί ο Ντε Λαουρέντις από την παραγωγή, τη λύση έσωσε ο παντοδύναμος Άντζελο Ριτσόλι, έτσι έχουμε σήμερα μερικές από τις διασημότερες σκηνές της παγκόσμιας φιλμογραφίας.
1.
Γλυκιά Ζωή
Η σκηνή στη Φοντάνα ντι Τρέβι γυρίστηκε Μάρτιο, που ακόμα έκανε κρύο. Η Ανίτα Έκπμπεργκ δεν πτοήθηκε, έτσι πέρασε ώρες στο νερό, ενώ ο Μαστρογιάνι φορούσε αδιάβροχο και κατέβαζε τη μία βότκα μετά την άλλη ‒ έπαιξε μεθυσμένος. Ως γνωστόν, από την ταινία ξεπήδησε ο όρος «παπαράτσο», από του όνομα του φωτορεπόρτερ που κυνηγούσε διασημότητες, όπως ο Μαρτσέλο.
Αλλά και το επίθετο έχει τη δική του ιστορία, καθώς δεν είναι συνηθισμένο, απλώς το άκουσε ο Φελίνι στην Καλάμπρια και το κράτησε. Η τελική σκηνή με το κήτος που ξερνάει η θάλασσα είναι εμπνευσμένη από τον ανεξιχνίαστο θάνατο της Βίλμα Μοντέσι, μιας νέας που βρέθηκε νεκρή σε παραλία έξω από τη Ρώμη το 1953 και ο θάνατός της συνδέθηκε με ναρκωτικά και σεξουαλικά όργια.
2.
Λα Στράντα
Το Λα Στράντα αποτέλεσε τη μεγάλη κοινή επιτυχία Φελίνι και του διδύμου Πόντι - Ντε Λαουρέντις. Στον τελευταίο, άλλωστε, οφείλεται και η πραγματοποίηση της ταινίας, καθώς κανένας παραγωγός δεν ενδιαφερόταν να τη γυρίσει, και μάλιστα με την Τζιουλιέτα Μασίνα στον κεντρικό ρόλο.
Όταν όμως είδε τα δοκιμαστικά με εκείνη μεταμφιεσμένη σε κλόουν ενθουσιάστηκε. Επέμενε, δε, να δώσουν τον ρόλο του Ζαμπανό, του «μασίστα» που γυροφέρνει τις κωμοπόλεις (χαρακτήρας εμπνευσμένος από έναν ευνουχιστή χοίρων) μαζί με τη φτωχούλα Τζελσομίνα γυρεύοντας ένα πιάτο φαγητό, στον Άντονι Κουίν, που εκείνη την εποχή γύριζε μαζί του τον Αττίλα, ενώ ο Φελίνι ήθελε τον Μπαρτ Λάνκαστερ.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1954, όπου κονταροχτυπήθηκε με το Σένσο του Βισκόντι, αλλά έφυγε με το Ασημένιο Λιοντάρι. Η παγκόσμια επιτυχία της ήταν αξιοπρόσεκτη, η σύγκρουση της τρυφερότητας με τα ζωώδη ένστικτα συγκίνησε, η Μασίνα έγινε διεθνώς γνωστή, επισκιάζοντας τον Κουίν, και έναν χρόνο αργότερα το Λα Στράντα χάρισε στον Φελίνι το πρώτο του Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η μουσική του Ρότα παραμένει αξεπέραστη, ενώ έχει διασκευαστεί επανειλημμένως για το θέατρο, ακόμα και για παράσταση μπαλέτου.
3.
Σκιές του υποκόσμου
Το Σκιές του υποκόσμου (Il Bidone), που ακολούθησε, πάλι με τη Μασίνα, ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Η ιστορία τριών μικροαπατεώνων που ζούνε παρασιτικά δεν έπεισε όταν προβλήθηκε στη Βενετία το 1955, όπου είχε να ανταγωνιστεί τις Φίλες του Αντονιόνι και τον Λόγο του Ντράγιερ. Θεωρήθηκε ανέμπνευστη, είπαν ότι ο Φελίνι αναμασούσε τις προηγούμενες ταινίες του, ενώ χρειάστηκε να πετσοκοπεί για να κυκλοφορήσει και εν τέλει δεν άρεσε ούτε στο κοινό.
Σημειωτέον ότι πρωταγωνιστές ήταν ο Ρίτσαρντ Μπέισχαρτ, ο «τρελός» του Λα Στράντα, ο Μπρόντερικ Κρόφορντ, που ο Φελίνι είχε προσέξει από την αφίσα του Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (1949), και έπαιζε τον ρόλο του αλκοολικού που ήταν και στη ζωή του, κάτι που λειτούργησε σίγουρα υπέρ της ταινίας, και ο Φράνκο Φαμπρίτσι, ένας από τους πρωταγωνιστές των Βιτελόνι.
4.
Οι Νύχτες της Kαμπίρια
Mε τον Παζολίνι
Η ιστορία της αφελούς και κακομοίρας λαϊκής πόρνης Καμπίρια που ζει και επιβιώνει περιδιαβαίνοντας τις νύχτες στη Ρώμη (ο ίδιος τύπος, με το ίδιο όνομα, εμφανιζόταν στον Λευκό Σεΐχη) χωρίς προαγωγό αποτέλεσε την επόμενη μεγάλη προσωπική επιτυχία της Μασίνα, χαρίζοντάς της βραβείο ερμηνείας στις Κάννες το 1956.
Στις Νύχτες της Καμπίρια είναι λίγο σαν να πρόκειται για την αδέξια αδελφή της Τζελσομίνα που παραστράτησε στη μεγάλη πόλη. Και εδώ η τσαπλινέσκ περσόνα κυριαρχεί και συγκινεί για μια ακόμα φορά. Σεναριακά ο Φελίνι συνεργάστηκε με τον ποιητή ακόμα τότε Παζολίνι που ήξερε τη λούμπεν γλώσσα του ρωμαϊκού προλεταριάτου. Η ταινία, μία ακόμα παραγωγή του Ντε Λαουρέντις, έφερε στον Φελίνι το δεύτερο Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας.
Μεταξύ σκηνοθέτη και παραγωγού υπήρξε πάντως μια σοβαρή διαφωνία για μια σεκάνς, όπου ένας «άνθρωπος με τσουβάλι», που ερμήνευσε ο μοντέρ Λέο Κατότσο, κυκλοφορούσε νύχτα και τάιζε τους φτωχούς. Ο παραγωγός επέμενε να κοπεί και επειδή ο Φελίνι αρνιόταν να το κάνει, έκλεψε το αρνητικό. Ακολούθησαν ομηρικοί καβγάδες, αλλά το κομμάτι δεν του επιστράφηκε παρά χρόνια αργότερα, για να συμπεριληφθεί στο ντοκιμαντέρ «Ο Φελίνι στο καλάθι των απορριμμάτων».
5.
Τα φώτα του βαριετέ
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φελίνι έγινε το 1950 με τα Φώτα του βαριετέ σε συνεργασία με τον Αλμπέρτο Λατουάντα, χάρη στην εταιρεία παραγωγής που ίδρυσαν οι σύζυγοί τους Τζουλιέτα Μασίνα και Κάρλα ντελ Πότσιο αντίστοιχα. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από ένα μπουλούκι και τη συνυπέγραψαν σκηνοθέτες.
Κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Πεπίνο ντε Φιλίπο, ο Φελίνι ισχυριζόταν ότι βασίστηκε σε αναμνήσεις του από περιοδείες που έκανε με έναν θίασο κατά τα νεανικά του χρόνια στο Ρίμινι. Συνήθιζε επίσης να λέει ότι ο ίδιος είχε απλώς την ιδέα, έγραψε το σενάριο και επέλεξε τους ηθοποιούς, και, κατά τα άλλα, ο Λατουάντα σκηνοθέτησε ‒ εκείνος απλώς παρατηρούσε.
5a.
O λευκός σεΐχης
Η επόμενη ταινία, η οποία θεωρείται ως η πρώτη αμιγώς του Φελίνι, είναι ο Λευκός Σεΐχης του 1952, μια σάτιρα των δημοφιλών στο γυναικείο κυρίως κοινό εκείνης της εποχής φωτορομάτζων (fumetti). Αν και διαθέτει πολλά κοινά με την προηγούμενη, έχει οίστρο και ένα εξαιρετικό φρενήρες μοντάζ. Ωστόσο διαπνέεται από συμπόνια και όχι σαρκασμό, όπως θα περίμενε κανείς. Ξεχώρισε ο Αλμπέρτο Σόρντι, αλλά γενικά δεν είχε επιτυχία. Σήμερα θεωρείται κλασική ιταλική κωμωδία.
6.
Βιτελόνι
Το 1953 ήταν η χρονιά των Βιτελόνι, που σημαίνει περίπου «χασομέρηδες», σε μια τοπική αργκό. Πρόκειται για μια παρέα αργόσχολων νέων σε μια επαρχιακή παραλιακή πόλη, που περνάνε τη ζωή τους άσκοπα, κάνοντας καζούρα και συντηρώντας όνειρα απόδρασης στη μεγάλη πόλη. Είναι γραμμένη σε συνεργασία με τους Πινέλι και Φλαϊάνο, που θα τον ακολουθούσαν σε όλες τις κατοπινές επιτυχίες του.
Από τους πέντε ηθοποιούς που πρωταγωνιστούν (Αλμπέρτο Σόρντι, Ρικάρντο Φελίνι, αδελφός του σκηνοθέτη, Λεοπόλντο Τριέστε, Φράνκο Φαμπρίτσι και Φράνκο Ιντερλένγκι), ο χαρακτήρας του Ιντερλένγκι, ο Μοράλντο, είναι ο μόνος που καταφέρνει να αποδράσει. Αυτός θα αποτελέσει για τον Φελίνι το πρότυπο στο οποίο πάντα θα επιστρέφει ‒ ταυτιζόταν μαζί του, καθώς και ο ίδιος κάποτε εγκατέλειψε το Ρίμινι για τη Ρώμη.
Άλλωστε έγραψε και σενάριο με τίτλο Ο Μοράλντο στην πόλη που δεν γυρίστηκε ποτέ, ενώ ο ρόλος του Μαστρογιάνι στην Ντόλτσε Βίτα έχει αυτόν ως αφετηρία. Η ταινία κέρδισε το Ασημένιο Λιοντάρι στη Βενετία, από τα πολλά που δόθηκαν εκείνη τη χρονιά.
7.
Ιουλιέτα των πνευμάτων
Η Ιουλιέτα των πνευμάτων γυρίστηκε για την επιστροφή της Μασίνα στην οθόνη. Ωστόσο θεωρείται η θηλυκή απάντηση στο 8½, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας αντιμετωπίζει επίσης μια κρίση που τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τους φόβους του.
Ο ίδιος ο Φελίνι χρειάστηκε να επισκεφθεί μέντιουμ, χαρτορίχτρες και να παρευρεθεί σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις για να συλλάβει το σενάριο. Επηρεασμένος και από τις θεωρίες του Γιουνγκ, στις οποίες είχε εντρυφήσει κατά την περίοδο των γυρισμάτων της Γλυκιάς Ζωής, μετά από παρότρυνση ψυχαναλυτή, άρχισε να κρατάει ημερολόγιο των ονείρων του με σκίτσα. Έτσι εξηγείται το έντονο εικαστικό στοιχείο της ταινίας που θυμίζει κόμικ.
Γυρίστηκε έγχρωμη και άφησε τον σκηνογράφο του Γκεράρντι να οργιάσει. Αποτέλεσε, όμως, την τελευταία τους συνεργασία λόγω ανεπίλυτων διενέξεων ‒ το ίδιο συνέβη και με τον Φλαϊάνο. Η ταινία δεν κέρδισε το μεγάλο κοινό, αλλά αποτελεί αξιοσημείωτο κομμάτι της εργογραφίας του Φελίνι, περίπου σαν το Φελίνι Σατυρικόν. Το τελευταίο αποτελεί μια εξεζητημένη απόπειρα να παρουσιάσει υπό μορφή ντοκιμαντέρ την έκλυτη ζωή της αρχαίας Ρώμης, βασισμένη στο ομώνυμο και ημιτελές βιβλίο του Πετρόνιου.
Μια Γλυκιά Ζωή με χλαμύδες και ενενήντα σκηνικά (δημιούργημα του Ντανίλο Ντονάτι), ένα αισθησιακό μωσαϊκό ανθρώπων που εμπλέκονται σε όργια και συμπόσια, που η «Nouvel Observateur» χαρακτήρισε «μελέτη αναθυμιάσεων ενός βόθρου». Δέκα χιλιάδες μαστουρωμένοι χίπηδες παρακολούθησαν την πρεμιέρα του μετά από φεστιβάλ ροκ στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Αν και υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, δεν το κέρδισε.
8.
Ρόμα
Το Ρόμα του 1972 είναι επίσης ένα ντοκιμαντέρ που παντρεύει τη μυθοπλασία, την αυτοβιογραφία και τη φαντασία του σκηνοθέτη. Είναι λες και ο Μοράλντο/Φελίνι καταφθάνει στη μεγάλη πόλη και η περιπέτεια να ξεκινάει. Παρελαύνουν πόρνες, καλόγριες, παπάδες, διανοούμενοι και μοτοσικλετιστές που οργώνουν με ταχύτητα την αρχαία πόλη.
Συμμετείχαν και ο Μαστρογιάνι και ο Σόρντι, οι ρόλοι τους όμως κόπηκαν στο μοντάζ. Έμειναν η Άννα Μανιάνι ως σύμβολο της σύγχρονης Ρώμης στην τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση και ο ενθουσιώδης Γκορ Βιντάλ, που εξηγεί γιατί επέλεξε τη Ρώμη για μόνιμο τόπο κατοικίας του.
9.
Αμαρκόρντ
Το Αμαρκόρντ επιλέχτηκε ως εναρκτήρια ταινία των Καννών το 1973. Μια επιστροφή στα νεανικά χρόνια στο Ρίμινι με μια παρέα εφήβων, στην οποία πρωταγωνιστεί ο δεκαπεντάχρονος Τίτα (Μπρούνο Ζανίν), χαρακτήρας που ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από έναν παιδικό του φίλο. Σαν άλλοι Βιτελόνι περιφέρονται στο παραθαλάσσιο θέρετρο, κάνοντας σκανδαλιές και ζημιές, φαντασιώνονται γυναίκες, αυνανίζονται, εξοργίζουν τους πάντες. Απέναντί τους έχουν την Εκκλησία και τους φασίστες.
Το Ρίμινι, που στην ταινία ονομάζεται Μπόργκο, χτίστηκε στην Τσινετσιτά, ενώ για το πολυτελές Grand Hotel χρησιμοποιήθηκε ένα ανάλογό του στο Άντσιο. Αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη εμπορική επιτυχία του Φελίνι, κερδίζοντας ακόμα ένα Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Ήταν και η τελευταία που είχε την καθολική αποδοχή των κριτικών.
10.
Πρόβα ορχήστρας
Η καταγραφή μιας μέρας μιας άναρχης ορχήστρας είναι το θέμα της Πρόβας ορχήστρας του 1979. Πολιτική αλληγορία ή δοκίμιο μιας ταραγμένης εποχής, γυρίστηκε για τη RAI και έκανε πρεμιέρα στο Κυρινάλιο, παρουσία πολιτικών, οι οποίοι την υποδέχτηκαν με ψυχρότητα.
Αφιερώθηκε στον Νίνο Ρότα, ο οποίος πέθανε πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη μουσική της. Δείχνοντας μια στροφή του Φελίνι στα γεράματά του, έχει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Η παρακμή της Δύσης σε ντο δίεση μείζονα».
11.
Και το πλοίο φεύγει
H Πίνα Μπάους στον ρόλο μιας τυφλής πριγκίπισσας
Μια καλόγρια με γλειφιτζούρι
Το Και το πλοίο φεύγει του 1983 είναι μία από τις ομορφότερες κινηματογραφικές του στιγμές, όπου προδίδεται η αγάπη του για τη γελοιογραφία. Ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που περιλαμβάνει από αριστοκράτες (που μεταφέρουν την τέφρα της διασημότερης τραγουδίστριας της όπερας, για να τη σκορπίσουν στη νήσο Ερίμο) μέχρι τους εργάτες στο μηχανοστάσιο, και σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή. Ένας στοχασμός επάνω στον χρόνο που φεύγει και στον κινηματογράφο.
Αδυνατούσε να βρει ηθοποιό για τον σημαντικό ρόλο της τυφλής Αυστροουγγαρέζας πριγκίπισσας, μέχρι που ένα βράδυ έπεσε επάνω στην Πίνα Μπάους, στο Τεάτρο Αρτζεντίνα στη Ρώμη. «Μια καλόγρια με γλειφιτζούρι, μια αγία πάνω σε πατίνια, σαν βασίλισσα σε εξορία…» τη χαρακτήρισε και την έπεισε να παίξει στην ταινία του.
Για τον ρινόκερο στο αμπάρι είπε: «Στην καρδιά του πλοίου, βαθιά στο εσωτερικό του, κατοικεί το υποσυνείδητο, το ζωώδες μέρος του εαυτού μας, που ζει εκτός τόπου και χρόνου και, παρ’ όλα αυτά, διατηρεί την ύπαρξή μας με το να μας ζορίζει για το καλό μας να ζήσουμε μαζί του…»
12.
Η φωνή του φεγγαριού
Το κύκνειο του άσμα του σκηνοθέτη, η Φωνή του φεγγαριού, το 1990, με πρωταγωνιστή τον κωμικό Ρομπέρτο Μπενίνι, βασίζεται στο μυθιστόρημα Το ποίημα των τρελών του Ερμάνο Κανατσόνι, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο. Ήταν η πρώτη φορά που βασίστηκε σε λογοτεχνικό έργο και παρόλη την αποστροφή του για την τηλεόραση, χρηματοδοτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από αυτήν.
Η μουσική ήταν του νεαρού Νικολά Πιοβάνι, τον οποίο του είχε συστήσει ο Μάνος Χατζιδάκις ως ιδιαίτερα ταλαντούχο πρώην βοηθό του. Οι κριτικοί δεν πείστηκαν όσο και να του έδωσαν κάποια εύσημα για το Ιντερβίστα που προηγήθηκε την ίδια χρονιά, ντοκιμαντέρ που γύρισε με αφορμή τα 50χρονα της Τσινετσιτά και σηματοδότησε την επανένωση των Μαστρογιάνι και Έκμπεργκ στην οθόνη.
Μάρτιο του 1993 ταξίδεψε στην Αμερική για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, μία μέρα αφότου συμπλήρωσαν τη χρυσή τους επέτειο γάμου με τη Μασίνα, απεβίωσε. Προς τιμήν του το αγαπημένο του στούντιο 5 της Τσινετσιτά ονομάστηκε Teatro Federico Fellini.
Πηγές
Φεντερίκο Φελίνι, Πατέρας των ονείρων, Chris Wiegand, εκδ. Taschen
Ντινο ντε Λαουρέντις, Η ζωή και οι ταινίες των Τούλιο Κάζιτς, Αλεξάντρα Λεβαντέζι, εκδ. Καστανιώτης
Περιοδικό Τέταρτο, Δεκέμβριος 1985
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.10.2021