Λαθρεπιβάτης (Stowaway, 2021)***
του Τζο Πένα
(Netflix)
Στο ατμοσφαιρικό Arctic (2018) ο Τζο Πένα, με έναν πολύ απλό τρόπο, έδωσε φρεσκάδα στο είδος του φιλμ επιβίωσης. Χάρη σε ένα σεναριακό εύρημα το οποίο δεν θα αποκαλύψουμε, για να προστατεύσουμε εκείνους που δεν έχουν δει το φιλμ, ο ήρωας δεν μάχεται ενάντια στα στοιχεία της Φύσης μόνο για τη σωτηρία της ζωής του αλλά και για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης υπόστασής του.
Στο Stowaway θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξαναγυρίζει την ίδια ταινία μέσα από το format της διαστημικής περιπέτειας, μένοντας σταθερός στην απάντησή του στο ερώτημα «τι μας κάνει ανθρώπους» – η έγνοια για τον άλλο. Στην πραγματικότητα, όμως, εξελίσσει την προβληματική του, τόσο μέσω της διαλεκτικότητας όσο και μέσω της κατάληξης της ιστορίας.
Νωρίτερα μας είχε δώσει ένα μελόδραμα με συμπαθέστατους χαρακτήρες, ακόμα και όταν προβαίνουν σε διόλου συμπαθείς ενέργειες, αλλά και με μια θεαματική, άκρως κινηματογραφική τρίτη πράξη που υπερκερά την ένδεια της παραγωγής και με πολύ απλά υλικά γεννά σασπένς περιωπής.
Στο λυρικό του φινάλε ο Πένα υπενθυμίζει πλαγίως και το μέγεθος της θυσίας που εδώ και έναν χρόνο κάνει μια ηρωική επαγγελματική ομάδα για όλους μας, έχοντας να υπομείνει και όσα αδιανόητα γράφονται γι’ αυτήν από τους σταυροφόρους του πληκτρολογίου.
Όσα ψιθυρίζει το σκοτάδι (Things heard & seen, 2021) *
των Σάρι Σπρίνγκερ Μπέργκμαν και Ρόμπερτ Πουτσίνι
(Νetflix)
Oι φαντασματικές δραστηριότητες του πρώτου ημιώρου του Things heard & seen ίσως ξεγελάσουν μερικούς από τους συνδρομητές που ο αλγόριθμος του Netflix έφερε σ’ αυτό, ώστε να συνεχίσουν να το παρακολουθούν. Μόνο που η ιστορία φαντασμάτων αρχίζει να παραμερίζεται από ένα σημείο κι έπειτα.
Ουδέν πρόβλημα επί της αρχής, το ζήτημα είναι από τι αντικαθίσταται. Το δημιουργικό δίδυμο τίποτε ουσιώδες (ή επουσιώδες) δεν έχει να καταθέσει πάνω στην πάλη των δύο φύλων. Αν είχαν στον νου τους ένα φιλμ για τον έγγαμο βίο, όπως διαβάζουμε σε κάποιες κριτικές, θα μεριμνούσαν οι αψιμαχίες μεταξύ της Αμάντα Σέιφριντ και του (κάκιστου) Τζέιμς Νόρτον να έχουν έρεισμα και αντικείμενο πέραν της ιδιαίτερης περίπτωσης του χαρακτήρα που υποδύεται ο δεύτερος, ώστε να απηχούν κοινές εμπειρίες.
Τα χαρτιά για το πραγματικό θέμα της ταινίας ανοίγουν στο τελευταίο δεκάλεπτο ‒ η φύση του είναι τέτοια, που τη βοήθησε να «κλέψει» κάποιες θετικές κριτικές από ορισμένους Αμερικανούς κριτικούς, τους οποίους ενδιαφέρει πρωτίστως αν η ταινία συμφωνεί μαζί τους πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, ακόμα και αν η επιχειρηματολογία της είναι επιδερμική ή και ανύπαρκτη, όπως εδώ. Το δε φινάλε του έργου είναι από εκείνα που είτε σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό είτε σε κάνουν να τραβάς τα μαλλιά σου ‒ για να μην πούμε τίποτα πιο χοντρό.
H Αγρυπνία (The Vigil, 2019) **
του Κιθ Τόμας
(Vodafone TV)
Το ενδιαφέρον αυτής της low budget παραγωγής τρόμου, που πήρε η Blumhouse υπό την αιγίδα της, έγκειται στο θρησκευτικό της πλαίσιο – δεν βλέπουμε συχνά τρόμο στηριγμένο στην εβραϊκή κουλτούρα. Πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα που σε εκπλήσσει μόνο κατά τα πρώτα λεπτά, στη συνέχεια η ταινία βαδίζει σε (πολύ) γνώριμα μονοπάτια, συσχετίζοντας τη μεταφυσική παρουσία με το τραύμα.
Αντίστοιχα, ενώ στην αρχή ο τρόμος προκύπτει (και) μέσα από την αξιοποίηση του βάθους πεδίου, μετά από λίγο ο σκηνοθέτης αρχίζει να καταχράται το τέχνασμα των jump scares, δηλαδή των απότομων ξαφνιασμάτων, δίχως μάλιστα να φροντίζει ιδιαίτερα για το build-up τους. Οι φαν του είδους κάπως θα ξεγελάσουν την πείνα τους, οι υπόλοιποι κρατήστε μικρό καλάθι.