Γωνία Δροσοπούλου και Καλλιφρονά, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, βρίσκεται μια αρχοντική πολυκατοικία του 1924 με ημικυκλική γωνία. Για χρόνια σταματούσα και τη θαύμαζα απέξω, και πάντα αναρωτιόμουν πώς να είναι το εσωτερικό. Ποιος έζησε εδώ; Ποια είναι η ιστορία του;
Όταν η Αναστασία Αργυρίου μου είπε «έλα να δεις ένα σπίτι που έχω στην Κυψέλη, νομίζω θα σ’ αρέσει», δεν φανταζόμουν ότι εννοούσε το συγκεκριμένο σπίτι. Βρίσκομαι στην εξώπορτα και γελάω με την καλή μου τύχη όταν συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για το στολίδι της Καλλιφρονά. Τι εκλεκτό κισμέτ είναι αυτό, σκέφτομαι. Εύγε!
Η Αναστασία ανοίγει την εξώπορτα και επεξεργάζομαι με θαυμασμό το εσωτερικό της πολυκατοικίας, με την ξύλινη σκάλα και τους κίονες. Της λέω ότι χρόνια τώρα έχω φάει σκάλωμα μ’ αυτό το κτίριο.
Το σπίτι είναι στο ισόγειο. Μπαίνω στην είσοδο και έχω την αίσθηση ότι είμαι μέσα σε χρονοκάψουλα και μεταφέρομαι στο 1920. Η ποιητική καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. Το σπίτι έχει μείνει ανέγγιχτο στο χθες.
«Μόνο στα χαρτιά μού ανήκει. Θεωρώ ότι ανήκει ακόμα στους παλιούς ιδιοκτήτες. Δεν θέλησα να το αλλάξω. Έτσι, σε αυτό το σπίτι δεν έχω επενδύσει ούτε μισό ευρώ από τη μέρα που το πήρα. Δεν έκανα καμιά αλλαγή. Είναι ένα σπίτι που σε επιστρέφει απαλά σε μια άλλη εποχή».
Μοιάζει με σκηνικό ταινίας εποχής. Πολυέλαιοι, κουρτίνες, έπιπλα του τότε, όλα αφημένα πίσω στον χρόνο. Η πατίνα της παλιάς αριστοκρατίας δεν ξεθώριασε. Το ταβάνι έχει την τιμητική του. Ψηλό, με γύψινο διάκοσμο, μαγικό. Η αύρα του τότε είναι σαν να μας κυκλώνει στοργικά. Σαν κάτι απόκοσμα παράξενο να πάγωσε τον χρόνο.

«Πού βρίσκομαι;», τη ρωτάω; Η Αναστασία γελάει. «Στο αέναο χθες», απαντά. Έχω δει κι αν έχω δει σπίτια, της λέω, ποτέ όμως κάτι ανάλογο. Σαν οι προηγούμενοι κάτοικοι να έφυγαν ξαφνικά εν μια νυκτί και να άφησαν όλο το βιος τους πίσω.
«Μα πώς το βρήκες;», τη ρωτάω με αληθινή περιέργεια. «Αυτό το κτίριο το είχε μια παλιά ηθοποιός, η Άννα Μπαλταζή. Το είχε αγοράσει από έναν Τούρκο που το είχε φτιάξει στις αρχές του περασμένου αιώνα. Αυτό το διαμέρισμα το αγόρασε η οικογένεια Καραμιμτσιάνη από την ηθοποιό. Εγώ το βρήκα στόμα με στόμα. Έμενε μια φίλη μου στον πάνω όροφο, νοίκιαζε ένα διαμέρισμα. Μια μέρα μου είπε ότι πουλούσαν το ισόγειο. Δεν μπήκε ποτέ σε αγγελία».
«Άρα υπάρχει ο παράγοντας τύχη στη ζωή;», τη ρωτάω. «Ναι, φυσικά υπάρχει η τύχη, αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Συν Αθηνά και χείρα κίνει», λέει. Τη ρωτάω αν γνώρισε τους ιδιοκτήτες. «Όχι, ούτε γνωρίζω γιατί έφυγαν έτσι ξαφνικά και τα άφησαν όλα πίσω. Το σπίτι το αγόρασα με ό,τι υπήρχε μέσα», μου εξηγεί.
Όταν το αντίκρισε, συγκινήθηκε από την τόσο δυνατή του αύρα∙ έτσι αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα, μου εξηγεί. «Μόνο στα χαρτιά μού ανήκει. Θεωρώ ότι ανήκει ακόμα στους παλιούς ιδιοκτήτες. Δεν θέλησα να το αλλάξω. Έτσι, σε αυτό το σπίτι δεν έχω επενδύσει ούτε μισό ευρώ από τη μέρα που το πήρα. Δεν έκανα καμιά αλλαγή. Είναι ένα σπίτι που σε επιστρέφει απαλά σε μια άλλη εποχή. Μια εποχή πιο ρομαντική, πιο νοσταλγική. Το δίνω για ταινίες εποχής, για γυρίσματα». Έρχονται και ενθουσιάζονται, μου εξηγεί. Φέρνουν μόνο τα φώτα.



Και το χαίρεται κι εκείνη. «Το δέχομαι έτσι όπως είναι. Κάθομαι σε αυτήν τη μεγάλη σάλα και νιώθω ότι θα δω μια παράσταση μπαλέτου». «Το σπίτι, δεν ξέρω γιατί», της λέω, «έχει κάτι από Ταρκόφσκι». Συμφωνεί. «Αν το σκεφτείς, έχει το χρώμα του Ταρκόφσκι», μου λέει, «αυτό το απαλό πράσινο». Οι ταπετσαρίες είναι μεταξωτές και δεν έχουν φθορές. Θαυμάζω την αντοχή τους στον χρόνο.
Η λέξη «διαχρονικό» εδώ βρίσκει την πραγματική της αξία. Τα υπνοδωμάτια με τις μεταξωτές ταπετσαρίες και τα παλιά ξύλινα κρεβάτια είναι χάρμα οφθαλμών. Τα μπάνια πρέπει όμως να έχουν ανακαινιστεί κάπου στη δεκαετία του ’70, το καταλαβαίνω από τα ’70s πλακάκια. «Ναι, είναι τα μόνα που έχουν αλλάξει», λέει η Αναστασία. «Και η κουζίνα έχει μείνει στο τότε».
«Δεν σε πνίγει μερικές φορές η χορογραφία με το χθες;», τη ρωτάω. «Όχι, εγώ φοβάμαι ότι μπορεί με την παρουσία μου να ενοχλώ την ηρεμία αυτού του σπιτιού. Αυτό όχι μόνο δεν με πνίγει, μου βγάζει κάτι ποιοτικό και καλό».
Τη ρωτάω γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία είχε υποβαθμιστεί πολύ, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια δυναμική ανάκαμψης. Έρχεται νέος κόσμος και καλλιτέχνες. Όπου πηγαίνει η νεολαία, εκεί είναι και η τάση. Τα τελευταία χρόνια ήρθαν και εταιρείες από το Ισραήλ και πήραν πολλά κτίρια και περιμένουν ένα κύμα τώρα. «Η περιοχή θα βρει πάλι τον αστικό και καλλιτεχνικό της χαρακτήρα», μου λέει. «Άρα να επενδύσουμε εδώ», της λέω. «Τώρα είναι αργά, ανέβηκαν οι τιμές», απαντά χαμογελώντας. «Προς τον Άγιο Παντελεήμονα πάνε τώρα οι νέοι, που ακόμα είναι φτηνά».
Τη ρωτάω για τους μετανάστες που έχει η περιοχή. «Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς έχουν εναρμονιστεί, έχουν τις επιχειρήσεις τους, ζουν νοικοκυρεμένα. Είναι πολύ ευγενικοί, τη σέβονται τη γειτονιά και μ’ αρέσει που βρίσκεις δικά τους τρόφιμα, δικά τους λαχανικά. Αυτό το multi-culti μόνο καθησυχαστικό μπορεί να είναι. Νιώθεις ότι είσαι σε μια γειτονιά του κόσμου».



«Λες να υπάρχει και φάντασμα μέσα στο σπίτι;», αστειεύομαι. «Δεν έχω καταλάβει κάτι. Αν υπάρχει, δεν θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Είναι διακριτικό φάντασμα», μου λέει γελώντας. Η Αναστασία αγόρασε και ένα άλλο διατηρητέο του Μεσοπολέμου στην περιοχή. Έχει μια απίθανη ιστορία και αυτό, μου λέει: το έφτιαξε ένας αρχιτέκτονας για να μείνει με την αρραβωνιαστικιά του και τελικά χώρισαν και δεν το κατοίκησε ποτέ κανείς. Ενώ είναι πολύ κεντρικά, στο πίσω μέρος έχει μια μεγάλη αυλή με υπέροχα δέντρα.
Η περιοχή έχει πάρα πολλά διατηρητέα. Πολλά κτίρια με ιστορία. Η Αναστασία είναι ψυχολόγος. «Τα ακίνητα είναι κάτι σαν μεράκι. Μ’ αρέσει να ψάχνω και να βρίσκω την ευκαιρία εκεί που οι άλλοι ίσως δεν είναι σε θέση να τη δουν». Τη ρωτάω αν το σπίτι λέει κάτι για τον χαρακτήρα μας. «Μα φυσικά το σπίτι είναι ενδεικτικό της ψυχοσύνθεσής μας». «Για σένα τι λέει αυτό το σπίτι, που το άφησες να έχει την αύρα των παλιών ιδιοκτητών;» «Αυτό δηλώνει ότι σέβομαι πολύ την ιστορία και τις ιστορίες των ανθρώπων. Όπως ακούω με ενδιαφέρον τους ασθενείς μου, έτσι αφουγκράστηκα και την ιστορία αυτού του σπιτιού. Ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον, πάντα με σεβασμό, φέρω και κάποια δικά μου στοιχεία εδώ», λέει.
Φεύγω απ’ το διαμέρισμα της Καλλιφρονά και νιώθω σαν να ’μαι εκείνη η παλιά ηθοποιός που έμενε στο κτίριο. Ποιος να μου το έλεγε, όταν περνούσα και το χάζευα απέξω με θαυμασμό, ότι μια μέρα θα καθόμουν μέσα, θα έπινα καφέ και θα μάθαινα την ιστορία του. Όλα μπορούν να συμβούν. Ακόμα και να γυρίσεις πίσω στον χρόνο.


