Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε στο υπόγειο του γνωστού κτιρίου του ΕΜΣΤ επί της οδού Ρηγίλλης, ώστε να με ξεναγήσει ο ίδιος στην έκθεσή του. Περιφέρθηκα για λίγο μόνος στον κεντρικό χώρο όπου βρίσκονται τα πρώτα από τα μικρότερα έργα-αρχιτεκτονικά μοντέλα. Η επιμελήτρια της έκθεσης Δάφνη Βιτάλη, δίνοντας μερικές πρώτες περιγραφές των έργων, επέμενε να τα αποκαλεί «μελέτες», κάτι που με προβλημάτισε καθώς είχα την εντύπωση ότι ο Αγγελιδάκης δεν έχει εργαστεί ποτέ ως αρχιτέκτονας που του αναθέτουν κτίρια, σπίτια ή διακόσμηση χώρων. Σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο όντως για μελέτες που στην πορεία «πειράχτηκαν» με μια διάθεση πιο δημιουργική. Μου το ξεκαθάρισε λίγο αργότερα ο ίδιος.
«Έχω εργαστεί ελάχιστα ως αρχιτέκτονας, όταν για ένα διάστημα το στούντιό μου είχε γίνει αρχιτεκτονικό γραφείο, και, όντως, δεν θα τα αποκαλούσα μελέτες αλλά έργα» μου λέει και συνεχίζει: «Οι διαφορετικές ιδιότητες –καλλιτέχνης, αρχιτέκτονας, επιμελητής, σχεδιαστής εκθέσεων– όσο περνάει ο καιρός ανακατεύονται και συχνά γίνονται κομμάτια της ίδιας ταυτότητας. Η αρχιτεκτονική λειτουργεί για μένα ως εργαλείο. Θα δεις παρακάτω μία ολόκληρη εγκατάσταση από σχεδιασμό έκθεσης που είχα κάνει για το ΔΕΣΤΕ, που τώρα είναι αυτόνομο έργο τέχνης».
Ο χώρος κυριαρχείται τόσο πολύ από ήχους, που νομίζεις ότι έχεις βρεθεί σε μια εγκατάσταση ήχων. Όλοι προέρχονται από διάφορα βίντεο τα οποία ο καλλιτέχνης έχει συνειδητά αφήσει να διαχέονται στον χώρο. Οι περισσότεροι, όμως, ακούγονται από το βίντεο «Τριλογία της Αθήνας»: κελαϊδίσματα πουλιών, μουσικές, ρουλέτα καζίνο. Τρεις περιπτώσεις εμβληματικών κτιρίων μεγάλης σημασίας τόσο για το καλλιτεχνικό σύμπαν του Αγγελιδάκη όσο και για την πόλη της Αθήνας. Το κτίριο της ζυθοποιίας ΦΙΞ όπου θα μεταφερθεί το ΕΜΣΤ, το καζίνο Μον Παρνές στην Πάρνηθα και η πολυκατοικία «Χαρά» στην Πατησίων. Σε αυτά η αρχική χρήση άλλαξε και ο καλλιτέχνης τα «οικειοποιήθηκε», επεμβαίνοντας με τον δικό του τρόπο για να τα αναγάγει σε αυτόνομα έργα τα οποία τώρα, στην τρέχουσα έκθεση, αλληλοσυμπληρώνονται. «Σε γοητεύουν κτίρια που κάποτε έσφυζαν από ζωή; Που ίσως τώρα βρίσκονται παροπλισμένα και εγκαταλελειμμένα;» τον ρωτάω. «Όχι απαραίτητα που να έσφυζαν από ζωή. Το κτίριο του ΦΙΞ είναι πιο πολύπλοκη κατάσταση. Με ενδιέφερε η ιστορία του. Σχεδιάστηκε από τον Ζενέτο το '50 για να μπορεί να επιμηκυνθεί, να μεγαλώσει μέσα στην πόλη, αλλά όταν έκλεισε η επιχείρηση, γκρέμισαν το μισό. Με ενδιέφερε ακριβώς το γεγονός ότι ο Ζενέτος το έκτισε για να μεγαλώνει και ο Δήμος Αθηναίων αποφάσισε να το καταστρέψει. Μου έχει μείνει στη μνήμη από παιδί, που το έβλεπα μέσα από το αυτοκίνητο, όποτε περνούσαμε σαν ένα διαστημόπλοιο, κάτι τελείως εξωπραγματικό. Όταν αποφασίστηκε ότι θα πάει εκεί το ΕΜΣΤ, άρχισε να με ενδιαφέρει η συνεχής μετάλλαξη του κτιρίου. Όσον αφορά το καζίνο του Μον Παρνές, οι λόγοι που με ενδιαφέρει είναι εντελώς διαφορετικοί. Το έχτισε η κυβέρνηση Καραμανλή με χρηματοδότηση του Σχεδίου Μάρσαλ, για να αποδείξει ότι η ελληνική οικονομία πήγαινε καλά. Υπήρχαν και πόστερ με την Ακρόπολη, την Επίδαυρο και το Μον Παρνές που έλεγαν "Greek Economy". Το Μον Παρνές είχε ένα "ένδοξο" παρελθόν, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν εικονικό, όπως και η ελληνική οικονομία – γιατί ως επιχείρηση δεν λειτούργησε ποτέ. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να πάνε διακοπές στο βουνό αλλά στην παραλία. Έτσι, πέρασε από πολλά στάδια χρεοκοπίας. Χρεοκόπησε ως ξενοδοχείο, χρεοκόπησε ως καζίνο, άλλαξε χέρια, και τώρα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο και λένε ότι θέλουν να το γκρεμίσουν για να το ξαναχτίσουν στο ύφος του μοντερνισμού – μια κινέζικη νοοτροπία. Πάντως, το κτίριο που διαφήμιζε την οικονομία ακολούθησε την πορεία που πήρε η οικονομία. Με το κτίριο "Χαρά" δεν είχα επαφή, αν και ήξερα το ζαχαροπλαστείο με το ίδιο όνομα που είναι δίπλα του. Πρόκειται για μια τεράστια πολυκατοικία, ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο με χώρους αναψυχής. Τώρα που πια οι άνθρωποι φεύγουν, το έκανα να περπατάει και να πηγαίνει κι αυτό στο βουνό.
Αντίθετα, το Μον Παρνές, που είναι σε βουνό, στο βίντεο εκρήγνυται, τεμαχίζεται σε θραύσματα – άπειρα κομμάτια τα οποία σιγά-σιγά κατοικούνται και μπορούν να λειτουργήσουν καλύτερα. Τρία κτίρια του μοντερνισμού, λοιπόν, που δείχνουν ότι η ιστορία ως κίνημα δεν έφερε αυτά που υποσχόταν αλλά κάτι άλλο, που είναι η Αθήνα». «Και τι είναι η Αθήνα;» ρωτάω αυθόρμητα. «Η Αθήνα είναι μια πόλη που προέκυψε, δεν σχεδιάστηκε. Προέκυψε μέσα από διαφορετικές αλλαγές. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό όλων των έργων μου. Κτίρια που δεν σχεδιάστηκαν αλλά προκύπτουν μέσα από πολλές αλλαγές. Μπορεί να είναι κολλάζ από διαφορετικά πράγματα, μπορεί να είναι ένα κτίριο που εξελίσσεται, που αλλάζει» μου απαντάει.
Στην κυρίως αίθουσα, τα έργα-ιδεατά κτίρια είναι συχνά αλλόκοτες κατασκευές που δεν μπορείς να φανταστείς ως πραγματικές κατοικίες αλλά περισσότερο ως φαντασιακά κτίσματα μέσα από τα οποία ο Αγγελιδάκης θέλει κάτι να δηλώσει. Παρατηρώ το «Hand House», έργο του 2011, στο οποίο ένα χέρι στηρίζει ένα κατάλυμα πάνω από μια κοιλάδα, ενώ τρεις άνθρωποι το πλησιάζουν. Είναι και το έργο της αφίσας της έκθεσης και θυμίζει λίγο μια φουτουριστική εκδοχή της πρωτόγονης κατοικίας της πυρηνικής οικογένειας. Του το λέω και σχολιάζει: «Το μισό σπίτι είναι σπηλιά και το άλλο μισό pavilion στον αέρα. Με ενδιαφέρει το πρωτόγονο, το άχρονο». Το «πάντρεμα» πρωτόγονου και μοντέρνου το βλέπεις και σε άλλα έργα, όπως το «Ντολμέν» του 2008, όπου επάνω σ' έναν βράχο, ο οποίος στηρίζεται σε τρεις μικρότερους, βρίσκονται δύο γεννήτριες, αλλά και το «Shell House» του 2014. «Το κοχύλι ως κατοικία είναι το αρχαιότερο σπίτι στον πλανήτη» μου λέει και προχωράμε σε αυτό που αποκαλεί «Συννεφόσπιτο».
Δεν είναι η μόνη εκδοχή σπιτιού σε μορφή σύννεφου και είναι η δική του αναφορά στα αυθαίρετα που κατέκλυσαν την Ελλάδα του '80 και του '90. «Έχτιζαν τον σκελετό από τσιμέντο για να τον κατοχυρώσουν και μετά τον έκλειναν με νάιλον. Σπίτια στον αέρα και μέσα στη φύση».
Προχωράμε στα ενδότερα της έκθεσης και μπαίνουμε μέσα σε ένα δωμάτιο που είναι σαν οντάς και καλύπτεται από κιλίμια, χαλιά και διάφορα υφαντά, κατάχαμα αλλά και στους τοίχους του. Το αποκαλεί «Crash Ρad» (καβάτζα), ξεκίνησε ως Feeder, εγκατάσταση μέσα στην γκαλερί Breeder, αλλά, εν τέλει, εκτέθηκε στα προ-εγκαίνια της Μπιενάλε του Βερολίνου μόλις τον φετινό Ιανουάριο. Στον τοίχο ένα κολλάζ το οποίο θυμίζει και λίγο γκραβούρα μιας Ελλάδας ειδυλλιακής, από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, όπου μέσα σε ένα αρχαίο μνημείο βρίσκονται ένας αστός κι ένας φουστανελοφόρος.
Ο Αγγελιδάκης συνδέει το έργο με τη σημερινή κρίση: «Η Ελλάδα απελευθερώθηκε από δύο συστήματα. Τους αλά φράνκα, που ήταν μορφωμένοι και οραματίζονταν μια Ελλάδα ιδανική σε σχέση με την αρχαιότητα, και τους φουστανελοφόρους, που ήταν πολεμιστές και δεν ήξεραν τίποτα για την Αρχαία Ελλάδα. Το 2010 βρήκα μια υδατογραφία του καφενείου "Η Ωραία Ελλάς", που στη μισή οι αλά φράνκα, ντυμένοι με ρεντιγκότες, παίζουν μπιλιάρδο και πίνουν μπίρα και στην άλλη μισή οι φουστανελοφόροι πίνουν ρακί και παίζουν τάβλι. Οι φουστανελοφόροι έμειναν έξω από την πρώτη κυβέρνηση και αυτή η διαμάχη κράτησε ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Όταν το 1897 χρεοκοπήσαμε, πήραμε δάνειο από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία και ιδρύθηκε ένας οργανισμός για να το ελέγχει – αυτός είναι ο οργανισμός που εξελίχθηκε στο ΔΝΤ. Στο "Crash Pad" τα χαλιά αντιπροσωπεύουν τον Κολοκοτρώνη και τους φουστανελοφόρους, ενώ τα έπιπλα, λευκές κατασκευές με προσθήκες από παλιατζίδικα, έχουν τις διαστάσεις και τις αναλογίες ενός εστιατορίου», μου εξηγεί ώστε να κάνω τις αναγωγές στη σημερινή κρίση και τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα των δύο πλευρών. Το έργο συμπληρώνεται από 3-D γκραβούρες αρχαίων ναών ή τους Στύλους του Ολυμπίου Διός που έχει «ντύσει» με χρωματιστά χαλιά.
Ξαπλώνουμε επάνω σε δομικά υλικά που στην πραγματικότητα είναι πλαστικά στρώματα στα οποία έχει αποτυπώσει το χρώμα του μπετόν. Όλο αυτό το αποκαλεί «Soft Ruin» και είναι έργο του 2006. Παράλληλα, παρακολουθούμε ένα βίντεο που δίνει πληροφορίες για το είδος των ρυθμίσεων που πρέπει να κάνει κάποιος για να ρίξει ένα κτίριο. Μετά ακολουθεί μια παράγκα που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για σχεδιασμό έκθεσης του ΔΕΣΤΕ, ενώ, απέναντι, μια χρυσή κουρτίνα μας οδηγεί στο πρώτο μέρος της εγκατάσταση «Ιόλας», έργο αφιερωμένο στον σπουδαίο έμπορο τέχνης και διεθνή προσωπικότητα Αλέξανδρο Ιόλα. Καθόμαστε σε δύο καρέκλες επικαλυμμένες με ταπετσαρία στο χρώμα του χρυσού, αναφορά στις χρυσές καρέκλες και στους χρυσούς τοίχους του σπιτιού του Ιόλα, και παρακολουθούμε ένα βίντεο όπου ο Αγγελιδάκης έχει χρησιμοποιήσει αρχειακό υλικό της ΕΡΤ κι έχει επεξεργαστεί και μετατρέψει σε 3-D animation. Κι εδώ παίζει με την ιδέα του κτιρίου και της εξέλιξής του. Η θρυλική έπαυλη στην Αγία Παρασκευή, στην οποία ο Ιόλας συνεχώς πρόσθετε δωμάτια για να αποθηκεύει τα έργα τέχνης που έφερνε από το εξωτερικό και ήλπιζε να γίνει μια μέρα μουσείο μοντέρνας τέχνης, κατέληξε ερείπιο και τα έργα έκαναν φτερά. Στο animation το φάντασμα του Ιόλα επιστρέφει και προσθέτει κι άλλα δωμάτια.
Ο Αγγελιδάκης, πριν από δέκα περίπου χρόνια, μπήκε λαθραία στη ρημαγμένη έπαυλη λόγω ενός άρθρου που έγραφε τότε για την ιταλική «Casa Vogue». Ανάμεσα στα αποκαΐδια και στις ακαθαρσίες βρήκε την προσωπική ατζέντα του Ιόλα, που περιείχε τα τηλέφωνα προσωπικοτήτων όπως ο Ντυσάμπ, ο Μαγκρίτ και η Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ.
Η ίδια ατζέντα είναι μέρος του επόμενου βίντεο, ενώ μια μακέτα αναπαριστά την περίφημη «λευκή βιβλιοθήκη» που υπήρχε μέσα στο σπίτι ως έργο τέχνης.
Η μεγάλη εγκατάσταση που συναντάμε μέσα στο σκοτάδι έχει τίτλο «System of Objects» (αναφορά στη μελέτη του 1968 του Ζαν Μποντριγιάρ για την κατανάλωση) και αποτελείται από σπιτάκια κατασκευασμένα από γυψοσανίδες, τα οποία έπαιξαν ρόλο προσθηκών σε έκθεση στο ΔΕΣΤΕ. Μου εξηγεί: «Είναι σαν ένα ταφικό δωμάτιο για κάθε έργο. Λόγω του τίτλου της έκθεσης, θέλησα να βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, ώστε αν μπει κάποιος ανυποψίαστος, να νομίζει ότι το μουσείο έχει ήδη κλείσει και μεταφερθεί».
Ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα βίντεο-εγκατάσταση είναι το «Domesticated Mountain» του 2012, ένα σπίτι φτιαγμένο από εκατοντάδες χαρτόκουτα, και βασίζεται στην ιστορία κι εξέλιξη των αμερικανικών προαστίων, της Suburbia. Μου εξηγεί πως τα αμερικανικά προάστια δημιουργήθηκαν χάρη στους αυτοκινητόδρομους και στην κατανάλωση. Λέει: «Τα malls, όπου ο κόσμος πήγαινε να ψωνίσει, ήταν σαν διανομείς προϊόντων. Τώρα που ο ίδιος κόσμος ψωνίζει από το Ίντερνετ δεν θα χρειάζεται τα malls, οπότε ποιο είναι το προάστιο και ποιο το σπίτι της εποχής του Ίντερνετ; Επίσης, δεν ξέρεις από πού έρχονται τα προϊόντα του Ίντερνετ, δεν υπάρχει πια κέντρο».
«Εν τέλει κάθε τέλος είναι όντως μια νέα αρχή;» τον ρωτάω, αν και για το ΕΜΣΤ είναι σαφές, μια κι έχει προγραμματιστεί η μεταφορά του. «Σίγουρα! Αλλά προσωπικά με ενδιέφερε να μιλήσω με τον τρόπο μου για το οποιοδήποτε τέλος μιας κατάστασης και την αρχή μιας νέας» απαντάει. Οι μετεξελίξεις των κτιρίων που έχει καταγράψει, η καθοριστική επιρροή του Ίντερνετ και, τέλος, οι νέες οικονομικές συνιστώσες, όλα φαινόμενα που αλλάζουν τις συνήθειες των ανθρώπων διαπλανητικά και αναπόφευκτα των κτιρίων μέσα στα οποία ζούμε, περνάνε στη δουλειά του Ανδρέα Αγγελιδάκη κι αποτελούν μέρος της νέας αρχής τον 21ο αιώνα.
σχόλια