Κάθε δύο χρόνια στη Βενετία, παράλληλα με την Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, τα μουσεία και οι γκαλερί παρουσιάζουν σπουδαίες εκθέσεις. Πριν από δυο χρόνια στις μεγάλες εκθέσεις των Άνσελμ Κίφερ στο Palazzo Ducale και Ανίς Καπούρ στην Gallerie dell’Accademia σχηματίζονταν τεράστιες ουρές επισκεπτών. Φέτος η Gallerie dell'Accademia di Venezia ανακοίνωσε μια σπουδαία έκθεση αφιερωμένη στον Βίλεμ ντε Κούνινγκ, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο πρωτότυπους και επιδραστικούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Η έκθεση θα εγκαινιαστεί στις 17 Απριλίου 2024, ταυτόχρονα με την 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης που διοργανώνει η La Biennale di Venezia.
Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει εξεταστεί η επιρροή που άσκησε η Ιταλία στο έργο του Αμερικανού καλλιτέχνη. Τα έργα που δημιούργησε στην Ιταλία και οι πίνακες, τα σχέδια και τα γλυπτά που φιλοτέχνησε αργότερα στις ΗΠΑ δημιουργούν έναν διάλογο που αποτυπώνει τον διαρκή αντίκτυπο αυτών των δύο δημιουργικών περιόδων. Θα παρουσιαστούν έργα που δημιούργησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τη δεκαετία του 1980.
Ο Ντε Κούνινγκ υπήρξε ηγετική μορφή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Το στυλ του επηρέασε έντονα την τέχνη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για το πώς να φτιάξω έναν καλό πίνακα», έλεγε.
Αν ο Τζάκσον Πόλοκ ήταν το δημόσιο πρόσωπο της πρωτοπορίας της Νέας Υόρκης, ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ θα μπορούσε να περιγραφεί ως καλλιτέχνης των καλλιτεχνών καθώς πολλοί από τους συνομήλικους ομότεχνούς του τον θεωρούσαν ηγέτη τους.
Τα μεγάλα πινέλα και τα ρευστά χρώματα που ήταν τα εργαλεία του επαγγέλματος όταν έβαφε σπίτια ο Ντε Κούνινγκ θα συνέχιζε να τα χρησιμοποιεί σε όλη την καλλιτεχνική του καριέρα. Τα διπλά θεμέλια της τεχνικής του –σχέδιο και δεξιοτεχνία– αποτελούν τη βάση όλων των έργων του, ακόμη και της πιο αφηρημένης ζωγραφικής του.
Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ τo 1904 και μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια. Παράτησε το σχολείο το 1916. Μέχρι το 1924 παρακολούθησε βραδινά μαθήματα στο Ρότερνταμ στην Academie van Beeldende Kunsten en Technische Wetenschappen (Ακαδημία Καλών Τεχνών και Εφαρμοσμένων Επιστημών), που σήμερα ονομάζεται Ακαδημία Willem de Kooning.
Το 1926 ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες ως λαθρεπιβάτης στο «Shelley», ένα βρετανικό φορτηγό με προορισμό την Αργεντινή, και στις 15 Αυγούστου έφτασε στο Newport News της Βιρτζίνια. Σκόπευε να γίνει εικονογράφος περιοδικών. «Οι Αμερικανοί εικονογράφοι ήταν οι πιο εμπνευσμένοι καλλιτέχνες για μένα», έλεγε το 1969.
Άρχισε να βάφει σπίτια, να κάνει ξυλουργική και εμπορικές δουλειές για να ζήσει και το 1927 μετακόμισε στο Μανχάταν, όπου είχε ένα στούντιο στη West Forty-fourth Street.
Άρχισε να ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του και το 1928 εντάχθηκε στην «αποικία τέχνης» του Woodstock της Νέας Υόρκης. Γνώρισε επίσης μερικούς από τους μοντερνιστές καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνταν στο Μανχάταν. Ανάμεσά τους ήταν ο Αμερικανός Στιούαρτ Ντέιβις, ο Αρμένιος Αρσίλ Γκόρκι και ο Ρώσος Τζον Γκράχαμ, που τους αποκαλούσε «Τρεις Σωματοφύλακες». «Ο Ντε Κούνινγκ ουσιαστικά λάτρευε τον Γκόρκι», έγραφε ο Μάλκομ Γκριν και αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα ο Αμερικανοαρμένιος καλλιτέχνης θεωρείται, μαζί με τον Ρόθκο, τον Τζάκσον Πόλοκ και τον Ντε Κούνινγκ, ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς ζωγράφους του 20ού αιώνα και άσκησε θεμελιώδη επιρροή στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό.
Ζώντας στο Νιου Τζέρζι την εποχή της τζαζ, επηρεάστηκε από το μουσικό αυτό κίνημα που παρέσυρε τα πάντα. Η Νέα Υόρκη τον έφερε επίσης σε επαφή με το έργο του Ανρί Ματίς, ενώ συνεργάστηκε με τον Φερνάντ Λεζέ. Το 1929, η Μεγάλη Ύφεση έφερε την εποχή της τζαζ σε ένα καταστροφικό τέλος. Ο Ντε Κούνινγκ εντάχθηκε στην Ένωση Καλλιτεχνών το 1934 και ένα σκίτσο του συμπεριλήφθηκε στο «New Horizons in American Art» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στην πρώτη του ομαδική έκθεση.
Τα μεγάλα πινέλα και τα ρευστά χρώματα που ήταν τα εργαλεία του επαγγέλματος όταν έβαφε σπίτια ο Ντε Κούνινγκ θα συνέχιζε να τα χρησιμοποιεί σε όλη την καλλιτεχνική του καριέρα. Τα διπλά θεμέλια της τεχνικής του –σχέδιο και δεξιοτεχνία– αποτελούν τη βάση όλων των έργων του, ακόμη και της πιο αφηρημένης ζωγραφικής του. Του ανατέθηκε ένα τμήμα της τοιχογραφίας «Medicine for the Hall of Pharmacy» στην Παγκόσμια Έκθεση του 1939 στη Νέα Υόρκη, η οποία τράβηξε την προσοχή των κριτικών καθώς οι εικόνες ήταν τόσο νέες και διαφορετικές από τον αμερικανικό ρεαλισμό.
Εκείνη την εποχή, το έργο του Ντε Κούνινγκ επηρεάστηκε έντονα από τις υπερρεαλιστικές εικόνες του Αρσίλ Γκόρκι, ενώ επηρεάστηκε και από τον Πικάσο. Αυτό άλλαξε μόνο όταν ο Ντε Κούνινγκ γνώρισε τον νεότερο ζωγράφο Φραντζ Κλάιν, ο οποίος επίσης δούλευε με το παραστατικό στυλ του αμερικανικού ρεαλισμού και με μονόχρωμες εικόνες. Ο Κλάιν, που πέθανε νέος, ήταν ένας από τους πιο στενούς φίλους του και η επιρροή του είναι εμφανής στις καλλιγραφικές μαύρες εικόνες του ντε Κούνινγκ αυτής της περιόδου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του '50, ο Ντε Κούνινγκ μαζί με άλλους σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως ο Πόλοκ, αγωνίστηκε για να απελευθερωθεί από τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής, όπως ο κυβισμός ή ο σουρεαλισμός. Αυτό το κίνημα ονομάστηκε αργότερα αφηρημένος εξπρεσιονισμός ή Σχολή της Νέας Υόρκης.
Μεταξύ του 1948 και του 1953, ο Ντε Κούνινγκ έγινε πιο γνωστός για τις καλλιτεχνικές του τεχνικές, αλλά προσπάθησε να μην επαναλαμβάνεται. Δούλεψε με ευρεία γκάμα στυλ και καθιερώθηκε τελικά ως σύνδεσμος μεταξύ της ζωγραφικής της Σχολής της Νέας Υόρκης και του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Αυτή ήταν μόνο η πρώτη πράξη σε μια αξιοσημείωτη καλλιτεχνική καριέρα. Ενώ πολλοί από τους συγχρόνους του ανέπτυξαν ένα χαρακτηριστικό στυλ, το διερευνητικό πνεύμα του Ντε Κούνινγκ δεν επέτρεπε τέτοιους περιορισμούς. Καταπολεμώντας την προσήλωση σε κάθε ορθοδοξία, συνέχισε να εξερευνά νέες μεθόδους. «Πρέπει να αλλάξεις για να παραμείνεις ο ίδιος», έλεγε συχνά.
Η σωματική εργασία και οι αμέτρητες αναθεωρήσεις ήταν σταθερές στο έργο του, το οποίο κυμαινόταν από την αφαίρεση έως την εικονογράφηση, συχνά συγχωνεύοντας και τα δύο. «Δεν τα δούλεψα με την ιδέα της τελειότητας, αλλά για να δω πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κανείς…» έλεγε για τα έργα του. Η γυναικεία φιγούρα ήταν ένα ιδιαίτερα γόνιμο θέμα για τον καλλιτέχνη. Οι πίνακές του με γυναίκες ήταν από τα πιο αμφιλεγόμενα έργα του κατά τη διάρκεια της ζωής του και συνεχίζουν να συζητούνται σήμερα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε να εκδηλώνει ενδιαφέρον για πιο αφηρημένες, λιγότερο αναπαραστατικές εικόνες. Μετακόμισε το 1962 σε ένα μικρό σπίτι στο East Hampton, έφτιαξε ένα στούντιο και έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να χάνει τη μνήμη του και έπασχε από Αλτσχάιμερ για αρκετό καιρό. Αυτή η αποκάλυψη έχει προκαλέσει σημαντική συζήτηση μεταξύ μελετητών και κριτικών σχετικά με το πόσο υπεύθυνος ήταν για τη δημιουργία του όψιμου έργου του. Πέθανε το 1997 σε ηλικία 92 ετών.
Ένας σκανδαλώδης γάμος
Ο Ντε Κούνινγκ γνώρισε τη σύζυγό του, Ιλέιν Φριντ, στο Αμερικανικό Σχολείο Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Ήταν 14 χρόνια μικρότερή του. Έτσι επρόκειτο να ξεκινήσει μια διά βίου συνεργασία επηρεασμένη από τον αλκοολισμό, την έλλειψη χρημάτων, τους έρωτες, τους καβγάδες και τους χωρισμούς.
Οι Ντε Κούνινγκ είχαν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ανοιχτή σχέση. Από τον γάμο τους το 1943 μέχρι τον θάνατο της Ιλέιν από καρκίνο του πνεύμονα το 1989, και οι δύο ήταν γνωστοί για τη σεξουαλική τους δραστηριότητα με αρκετούς συντρόφους.
Στην πολυσυζητημένη βιογραφία τους από τη Λι Χολ, «Elaine and Bill, Portrait of a Marriage: The Lives of Willem and Elaine De Kooning», η συγγραφέας αναφέρει ότι η κρεβατοκάμαρά τους ήταν «υπερπλήρης», ενώ οι κατακτήσεις της Ιλέιν ήταν τόσο θρυλικές όσο και η αντοχή της στο ποτό και το χάρισμά της για εμπνευσμένη φλυαρία. Λέγεται από όλους όσοι την ήξεραν ότι υπήρξε μια θρυλική καλλονή και μοιραία γυναίκα, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να στριμώξει όποιον της άρεσε. Αλλά η κυρία Ντε Κούνινγκ κοιμόταν κυρίως με άντρες που θα προωθούσαν την καριέρα του συζύγου της. Κριτικούς τέχνης, συντάκτες με επιρροή, γκαλερίστες, και κάποιος λέει στο βιβλίο ανωνύμως ότι ο σύζυγός της στέφθηκε βασιλιάς του αφηρημένου εξπρεσιονισμού επειδή εκείνη κοιμήθηκε με τους σωστούς ανθρώπους, ενώ αν είχε κοιμηθεί με άλλους ή «είχε μείνει πιστή στον Βίλεμ», ολόκληρη η ιστορία της αμερικανικής τέχνης θα ήταν διαφορετική.
Τον Ντε Κούνινγκ τον θεωρούσαν μια ιδιοφυΐα που άξιζε όλους τους επαίνους που άφηναν σαν δώρα στα πόδια του οι ισχυροί influencers της εποχής. Η Τζόαν Γουόρντ, ερωμένη του ντε Κούνινγκ και μητέρα του μονάκριβου παιδιού του, μιας κόρης, όταν κυκλοφόρησε η βιογραφία είπε στους «New York Times» ότι το βιβλίο «κηλιδώνει τον Ντε Kούνινγκ και τη ζωγραφική του και δίνει μια πρόστυχη και ταπεινωτική εικόνα της Ιλέιν».
Η Λι Χολ, που ήταν πρόεδρος της Σχολής Design του Ρόουντ Άιλαντ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, έλεγε ότι πολλές από τις πληροφορίες της είχαν προέλθει από την ίδια την Ιλέιν, η οποία ήταν στενή της φίλη, ενώ η ίδια γνώριζε τον κόσμο της τέχνης της Νέας Υόρκης. «Μην υποτιμάτε ποτέ την πολιτική ζέση του κόσμου της τέχνης», είπε στην «Washington Post» όταν δέχθηκε επίθεση για το βιβλίο της για τους Ντε Κούνινγκ. «Είναι μια πολύ σφιχτή ομάδα και προσπαθούν να διατηρήσουν έναν μύθο».
Η Χολ υποστηρίζει ότι η τέχνη του μάρκετινγκ είναι πιο σημαντική από την ίδια την τέχνη. Έδωσε τη δυνατότητα στους αφηρημένους πίνακες του Ντε Κούνινγκ να πουληθούν για δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στην αγορά. Ένα πρόσφατο και σημαντικό παράδειγμα είναι το «Interchange», ο πίνακάς του από το 1955, τον οποίο ο οίκος Christie's πούλησε το 2016 σε τιμή-ρεκόρ 304 εκατομμυρίων δολαρίων. Δανεισμένος στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ήταν ο πιο ακριβός πίνακας που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία, μέχρι που το «Salvator Mundi» του Λεονάρντο ντα Βίντσι πουλήθηκε για 450 εκατομμύρια δολάρια, ρίχνοντάς τον στη δεύτερη θέση.
Και oι δυο καλλιτέχνες, Βίλεμ και Ιλέιν ντε Κούνινγκ, πάλεψαν με τον αλκοολισμό, ο οποίος τελικά οδήγησε στον χωρισμό τους το 1957. Παρά τις εξάρσεις του αλκοολισμού, και οι δύο συνέχισαν να ζωγραφίζουν. Αν και χώρισαν για σχεδόν είκοσι χρόνια, τελικά επανενώθηκαν το 1976.
Ο Βίλεμ Ντε Κούνινγκ και η Ιταλία
Όταν ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ επισκέφθηκε την Ιταλία το 1959, ήταν η πρώτη φορά που έφυγε από τις ΗΠΑ από τότε που έφτασε στη Βιρτζίνια ως 22χρονος λαθρεπιβάτης το 1926. Πάτησε το πόδι του στη Ρώμη ως ένας «μεγάλος Αμερικανός ζωγράφος», του οποίου η παγκόσμια φήμη και επιρροή βρισκόταν τότε στο απόγειό της.
Ο Ντε Κούνινγκ βρισκόταν στις δόξες του μετά από μια sold-out έκθεση που είχε αποσπάσει τις καλύτερες κριτικές νωρίτερα εκείνη τη χρονιά στην γκαλερί Sidney Janis στη Νέα Υόρκη. Στην έκθεση, που είχε τίτλο «Abstract Parkway Landscapes», παρουσιάστηκαν τα αφηρημένα τοπία του – υπέροχα έργα με τολμηρά χρώματα, που ήταν εμπνευσμένα από τα ταξίδια με το αυτοκίνητό του από το Μανχάταν στο Λονγκ Άιλαντ. Μερικοί από αυτούς τους πίνακες συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων στιγμιότυπων της έκθεσης στην Gallerie dell'Accademia από τις 17 Απριλίου.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ντε Κούνινγκ επισκέφθηκε ξανά την Ιταλία και η παραμονή του εκεί χαρακτηρίστηκε από ένα ολοκληρωμένο πείραμα με τη γλυπτική. Είχε φτάσει στη Ρώμη «χωρίς σχέδιο και έμεινε για μερικούς μήνες», λέει ο Mario Codognato, ο οποίος επιμελείται την έκθεση της Βενετίας μαζί με τον Gary Garrels. «Ήταν χαρακτηριστικό, κατά κάποιον τρόπο… η ζωή και οι κινήσεις του συνδέονται πολύ με τη συναισθηματική του ζωή». Κατά την άφιξή του, ο Άφρο Μπασαλντέλα, ένας Ιταλός καλλιτέχνης που γνώριζε στη Νέα Υόρκη, «του έδωσε το στούντιό του, ένα μικρό ρετιρέ στη via Margutta». Υπήρχε λίγο φως και λίγος χώρος – ένας σημαντικός παράγοντας για το έργο που έκανε εκεί ο Ντε Κούνινγκ. «Θα μπορούσε να έχει κάνει μόνο σχετικά μικρά έργα σε χαρτί», λέει ο Codognato.
Αρχικά προσκεκλημένος στο Φεστιβάλ Spoleto στην Ούμπρια, έμεινε εκεί, αλλά ταξίδευε τακτικά στη Ρώμη, όπου είχε άλλη μια τυχαία συνάντηση, αυτήν τη φορά με τον Χερτζ Εμάνουελ, έναν γλύπτη που είχε γνωρίσει τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Ο Εμάνουελ είχε ένα στούντιο στη Ρώμη με εγκαταστάσεις για χάλκινα γλυπτά, έτσι ο Ντε Κούνινγκ ξεκίνησε τις πρώτες του δοκιμές στον πηλό. Τα ανθρωπόμορφα σχήματα που έπλασε αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που αναπαριστούσε το ανθρώπινο σώμα όταν ζωγράφιζε. Ο Ντε Κούνινγκ, έχοντας δει πρωτοποριακό θέατρο στο Σπολέτο, προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα μεταξύ τέχνης και ζωής και το σώμα ήταν το κύριο όργανο για να συμβεί αυτό. Στη Ρώμη έφτιαξε μια σειρά έργων που ονομάζονται «Romes», αυστηρές ασπρόμαυρες φόρμες που συνδέονται με «το καλλιτεχνικό κέφι» των Ιταλών καλλιτεχνών που πιθανώς γνώρισε και ίσως επισκέφτηκε στα στούντιό τους. Το zeitgeist στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν η αντιπαράθεση του μαύρου και του λευκού. Ο επιμελητής της έκθεσης παρομοιάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Ντε Κούνινγκ γύριζε και έσκιζε το χαρτί στα «Romes», προσδίδοντάς του «μια σχεδόν τρισδιάστατη ποιότητα», με τα πειράματα του Αλμπέρτο Μπούρι με λαμαρίνες.
Με πληροφορίες από Whitney Museum of American Art, Gallerie dell’Accademia, «Elaine and Bill, Portrait of a Marriage: The Lives of Willem and Elaine De Kooning», THE WILLEM DE KOONING FOUNDATION